Τι είναι αυτό που μας κάνει οικογένεια;
Τι είναι αυτό που μας περνάει από το υπέροχο στάδιο του έρωτα σε εκείνο της συνειδητοποιημένης αγάπης και της ενότητας;
Πως γίνεται και δύο άνθρωποι μαθαίνουν να σκέφτονται σαν ένα, να μοιράζονται τα πάντα και να συνυπάρχουν αρμονικά;
Πως γίνεται να κατακλύζεται το είναι τους από το “μαζί” και να ξεχνούν το κάθε μοναχικό πριν;
Πότε το “σ’ερωτεύομαι” γίνεται “σ’αγαπώ, σε νοιάζομαι, σε πονάω”;
Μάλλον απάντηση δε θα πάρουμε ποτέ. Ίσως γιατί κατά βάθος δεν υπάρχει.
Δεν ορίζεται ο χρόνος σαν ερωτεύονται οι άνθρωποι, μάτια μου. Δε χάνει την αξία του, μόνο διαταράσσονται οι ισορροπίες του. Τα πάντα γίνονται σχετικά.
Εμείς οι ίδιο γίνόμαστε ρευστοί. Γινόμαστε εύπλαστοι, σαν πηλός.
Μη με ρωτήσεις, λοιπόν, πότε γίναμε οικογένεια. Και μην ψάξεις κανένα χαρτί να το πιστοποιεί. Δεν υπάρχει.
Οικογένεια μας κάνει η καρδιά μας. Εκείνη είναι που μας δένει γερά με σκοινιά. Πρόσωπο με πρόσωπο για να μη χάνουμε ευκαιρία για εκείνα τα φιλιά, τα δικά μας…
Οικογένεια μας κάνουν οι στιγμές. Μας κάνουν τα όνειρα και οι σκέψεις.
Οικογένεια μας κάνει η έννοια.
Εκείνη η βαθιά ανησυχία να είναι ο άνθρωπος μας καλά. Να μην του λείπει τίποτα, να μην τον στενοχωρεί τίποτα, να μην ανησυχεί για τίποτα.
Θέλουμε να χαμογελά συνέχεια κι ας φαντάζει αλλόκοτο. Θέλουμε να βλέπουμε τη γαλήνη στα μάτια του, να την ακούμε στην ανάσα του σαν κοιμάται δίπλα μας κι εμείς ξαγρυπνάμε χαζεύοντάς τον.
Οικογένεια μας κάνουν τα όνειρα για ένα στολισμένο σπίτι τα Χριστούγεννα. Με αναμένο τζάκι και δώρα κάτω από το δέντρο. Κι αγκαλιές και γέλια και τραγούδια. Και φίλοι και πάλι αγκαλιές.
Οικογένεια μας κάνουν οι πνιχτοί αναστεναγμοί και τα λαχανιάσματα την ώρα που ο ένας δίνεται ολοκληρωτικά στον άλλο.
Οικογένεια μας κάνουν εκείνες οι στιγμές που ξενυχτάμε δουλεύοντας δίπλα δίπλα. Και μια σηκώνεται ο ένας και μία ο άλλος για νερό. Και καταθέτει σε κάθε δρομολόγιο κι ένα φιλί, γιατί δεν μπορεί μήτε και θέλει να κάνει αλλιώς.
Οικογένεια μας κάνει ένα πλασματάκι δικό σου και δικό μου. Σάρκα από τη σάρκα μας και ουσία από την πιο διαλεχτή μας.
Πάνω από όλα, όμως, οικογένεια μας κάνει η συνειδητοποίηση.
Συνειδητοποιούμε πως η ζωή μας από εκείνη την ώρα και μετά δε θα είναι ποτέ ξανά ίδια.
Δε μας υπογράφει ποτέ κανείς πως θα είναι απαραίτητα ρόδινη. Αλλά και τι έγινε;
Ζωή να είναι, μαζί να είναι κι όπως της μέλλει ας κυλήσει.
Ποιοι είμαστε εμείς να στήσουμε συμφωνίες για το πως θα μας έρθουν;
Όπως θα βαρούν, θα χορεύουμε.
Έτσι γίνεται από καταβολής κόσμου, έτσι θα κάνουμε κι εμείς.
Μόνο να μ’αγαπάς και να σ’αγαπάω. Να με νοιάζεσαι και να σε νοιάζομαι.
Να με φροντίζεις και να σε φροντίζω.
Στα καλά και τα άσχημα. Στα εύκολα και τα δύσκολα.
Και δε χρειάζονται στεφανοχάρτια. Δε χρειάζονται βέρες και παπάδες.
Τι να τα κάνουμε όλα τούτα σαν δεν υπάρχει η αγάπη. Σαν δεν είναι όπως πρέπει;
Εμένα κι εσένα θέλω μαζί. Αδιαίρετη μονάδα. Τον έναν για τον άλλο.
Κι άσε τον κόσμο να παντρεύεται. Εμείς, γίναμε οικογένεια με έναν τρόπο πρωτόγονο.
Με έναν τρόπο άρρηκτο και μοναδικό.
Γι’αυτό κι ακατανίκητο…
Τι είναι αυτό που μας περνάει από το υπέροχο στάδιο του έρωτα σε εκείνο της συνειδητοποιημένης αγάπης και της ενότητας;
Πως γίνεται και δύο άνθρωποι μαθαίνουν να σκέφτονται σαν ένα, να μοιράζονται τα πάντα και να συνυπάρχουν αρμονικά;
Πως γίνεται να κατακλύζεται το είναι τους από το “μαζί” και να ξεχνούν το κάθε μοναχικό πριν;
Πότε το “σ’ερωτεύομαι” γίνεται “σ’αγαπώ, σε νοιάζομαι, σε πονάω”;
Μάλλον απάντηση δε θα πάρουμε ποτέ. Ίσως γιατί κατά βάθος δεν υπάρχει.
Δεν ορίζεται ο χρόνος σαν ερωτεύονται οι άνθρωποι, μάτια μου. Δε χάνει την αξία του, μόνο διαταράσσονται οι ισορροπίες του. Τα πάντα γίνονται σχετικά.
Εμείς οι ίδιο γίνόμαστε ρευστοί. Γινόμαστε εύπλαστοι, σαν πηλός.
Μη με ρωτήσεις, λοιπόν, πότε γίναμε οικογένεια. Και μην ψάξεις κανένα χαρτί να το πιστοποιεί. Δεν υπάρχει.
Οικογένεια μας κάνει η καρδιά μας. Εκείνη είναι που μας δένει γερά με σκοινιά. Πρόσωπο με πρόσωπο για να μη χάνουμε ευκαιρία για εκείνα τα φιλιά, τα δικά μας…
Οικογένεια μας κάνουν οι στιγμές. Μας κάνουν τα όνειρα και οι σκέψεις.
Οικογένεια μας κάνει η έννοια.
Εκείνη η βαθιά ανησυχία να είναι ο άνθρωπος μας καλά. Να μην του λείπει τίποτα, να μην τον στενοχωρεί τίποτα, να μην ανησυχεί για τίποτα.
Θέλουμε να χαμογελά συνέχεια κι ας φαντάζει αλλόκοτο. Θέλουμε να βλέπουμε τη γαλήνη στα μάτια του, να την ακούμε στην ανάσα του σαν κοιμάται δίπλα μας κι εμείς ξαγρυπνάμε χαζεύοντάς τον.
Οικογένεια μας κάνουν τα όνειρα για ένα στολισμένο σπίτι τα Χριστούγεννα. Με αναμένο τζάκι και δώρα κάτω από το δέντρο. Κι αγκαλιές και γέλια και τραγούδια. Και φίλοι και πάλι αγκαλιές.
Οικογένεια μας κάνουν οι πνιχτοί αναστεναγμοί και τα λαχανιάσματα την ώρα που ο ένας δίνεται ολοκληρωτικά στον άλλο.
Οικογένεια μας κάνουν εκείνες οι στιγμές που ξενυχτάμε δουλεύοντας δίπλα δίπλα. Και μια σηκώνεται ο ένας και μία ο άλλος για νερό. Και καταθέτει σε κάθε δρομολόγιο κι ένα φιλί, γιατί δεν μπορεί μήτε και θέλει να κάνει αλλιώς.
Οικογένεια μας κάνει ένα πλασματάκι δικό σου και δικό μου. Σάρκα από τη σάρκα μας και ουσία από την πιο διαλεχτή μας.
Πάνω από όλα, όμως, οικογένεια μας κάνει η συνειδητοποίηση.
Συνειδητοποιούμε πως η ζωή μας από εκείνη την ώρα και μετά δε θα είναι ποτέ ξανά ίδια.
Δε μας υπογράφει ποτέ κανείς πως θα είναι απαραίτητα ρόδινη. Αλλά και τι έγινε;
Ζωή να είναι, μαζί να είναι κι όπως της μέλλει ας κυλήσει.
Ποιοι είμαστε εμείς να στήσουμε συμφωνίες για το πως θα μας έρθουν;
Όπως θα βαρούν, θα χορεύουμε.
Έτσι γίνεται από καταβολής κόσμου, έτσι θα κάνουμε κι εμείς.
Μόνο να μ’αγαπάς και να σ’αγαπάω. Να με νοιάζεσαι και να σε νοιάζομαι.
Να με φροντίζεις και να σε φροντίζω.
Στα καλά και τα άσχημα. Στα εύκολα και τα δύσκολα.
Και δε χρειάζονται στεφανοχάρτια. Δε χρειάζονται βέρες και παπάδες.
Τι να τα κάνουμε όλα τούτα σαν δεν υπάρχει η αγάπη. Σαν δεν είναι όπως πρέπει;
Εμένα κι εσένα θέλω μαζί. Αδιαίρετη μονάδα. Τον έναν για τον άλλο.
Κι άσε τον κόσμο να παντρεύεται. Εμείς, γίναμε οικογένεια με έναν τρόπο πρωτόγονο.
Με έναν τρόπο άρρηκτο και μοναδικό.
Γι’αυτό κι ακατανίκητο…
Της Στεύης Τσούτση
diaforetiko