Σκέψεις Αγίων διά την αρετήν της ταπεινοφροσύνης - Point of view

Εν τάχει

Σκέψεις Αγίων διά την αρετήν της ταπεινοφροσύνης




- Η ταπεινοφροσύνη είναι ο θρόνος της αγάπης και όλων των άλλων αρετών. (Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης).
- Ω άνθρωπε ταπεινέ, θέλεις να εύρης την αιώνιον ζωήν; Κράτησον την πίστην και την ταπείνωσιν εις εαυτόν, διότι διά τούτων ευρίσκεις έλεος και την βοήθειαν του Θεού, και λόγους τινας λαλουμένους παρά Θεού εις την καρδίαν σου, και τον φύλακά σου Άγγελον παραμένονα κρυπτώς και φανερώς παρά σοι. Θέλεις ν’ αποκτήσης ταύτα, τα οποία είναι ομιλίαι της αιωνίου ζωής; περιπάτει μεθ’ απλότητος την οδόν της ζωής σου και μη γίνου σοφός ενώπιον του Θεού· καθότι εις μεν την απλότητα ακολουθεί η πίστις, εις δε την λεπτότητα της γνώσεως, και εις την αναστροφήν των λογισμών σου ακολουθεί η υψηλοφροσύνη δια της οποίας ευρίσκεσαι μακράν του Θεού. Όταν παρασταθής εις προσευχήν ενώπιον του Θεού τόσον οφείλεις να ταπεινοίς σεαυτόν διά του λογισμού σου ώστε να θεωρής σεαυτόν ως παιδίον τραυλίζον· και μη είπης έμπροσθεν Αυτού τι, μετά λεπτής γνώσεως αλλά πλησίασον εις Αυτόν μετά φρονήματος νηπιάζοντος παιδίου, και παραστάσου ενώπιον Αυτού ούτως ώστε να αξιωθής της πατρικής εκείνης προνοίας η οποία γίνεται από τους πατέρες εις τα πολλά μικρά αυτών παιδία, ως είπεν ο Δαυίδ, φυλάσσει Κύριος τα νήπια. Και όχι μόνον αυτά, αλλά και τους εις τον κόσμον ευρισκομένους σοφούς κατά την γνώσιν, οίτινες καταλείπουσι την ιδίαν αυτών γνώσιν και επιστηρίζονται εις εκείνην την αόρατον σοφίαν και γίνονται ως νήπια μικρά θεληματικώς και μανθάνωσιν εκείνην την σοφίαν ήτις δεν διδάσκεται διά της γυμνασίας και μαθήσεως υπό διδασκάλων· και καλώς είπεν ο σοφός και θείος Παύλος ότι, όστις θέλει να είναι σοφός εις τούτον τον κόσμον, ας γίνη μωρός ίνα γένηται σοφός. (Αββάς Ισαάκ ο Σύρος).
- Είπεν γέρων· ο έχων ταπείνωσιν, ταπεινοί (ταπεινώνει) τους δαίμονας· ο δε μη έχων ταπείνωσιν, καταπαίζεται υπό των δαιμόνων.
- Είπεν γέρων· εάν είπης τινί «συγχώρησόν μοι» ταπεινών εαυτόν, καίεις τους δαίμονας.
- Οι προπάτορες ημών οίκων εδέσποζον, και πλούτου εκράτουν, και γυναίκας είχον, και τέκνων προενόουν και τω Θεώ ομίλουν διά την άπληστον αυτών ταπεινοφροσύνην· ημείς δε κόσμου ανεχωρήσαμεν, και πλούτου κατεφρονήσαμεν, και τους οικείους κατελίπομεν, και δοκούμεν Θεώ προσεδρεύειν και υπό δαιμόνων χλευαζόμεθα διά την έπαρσιν ημών. Ο επαιρόμενος αγνοεί εαυτόν· ει γαρ εγίνωσκεν εαυτόν και την αυτού αφροσύνην και ασθένειαν, ουκ αν επήρθη· ο δε εαυτόν αγνοών, πώς δύναται Θεόν γινώσκειν; (Αββάς Μακάριος)
- Όταν ίδης λογισμόν ανθρωπίνην σοι δόξαν υπαγορεύοντα, γίνωσκε σαφώς ότι αισχύνην σοι κατασκευάζει. (Αββάς Μάρκος)

Ἀναστάς ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τοῦ Τάφου, καθὼς προεῖπεν, ἔδωκεν ἡμῖν τὴν αἰώνιον ζωὴν καὶ μέγα ἔλεος.

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΧΕΣ ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΣΙΣΩΗ[1]
Ο όσιος πατήρ ημών Σισώης, ο μεγάλος, γεννήθηκε στην Αίγυπτο γύρω στο 329 μ.Χ. Η φλογερή του αγάπη για τον Χριστό και ο πόθος του να επιτύχει την τελείωσή του τον οδήγησαν, ενώ ήταν ακόμη πολύ νέος, στην έρημο.
Στην αρχή εγκαταστάθηκε στη Σκήτη της Αιγύπτου, αλλά όταν μετά τον θάνατο του Μ. Αντωνίου πυκνοκατοικήθηκε η περιοχή αυτή, έφυγε και για περισσότερη ησυχία ασκήτευσε στο όρος του Μ. Αντωνίου κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα. Στη συνέχεια μετακινήθηκε στο «εξώτερο όρος της Θηβαΐδος», δηλαδή στο Πισπίρ. Σε προχωρημένη ηλικία –πρέπει να ήταν πάνω από 72 χρόνων- έζησε στην περιοχή, πού σήμερα είναι η πόλη Σουέζ. Εκεί τον επισκέπτονταν Σιναΐτες μοναχοί για να τον συμβουλευτούν και να ακούσουν τη θεόπνευστη διδαχή του. Στον τόπο αυτόν ζούσε επίσης και ο περίφημος αββάς Τιθόης, με τον οποίο συνδέθηκε πνευματικά.
Η συνείδηση της Εκκλησίας κράτησε ανεξίτηλη τη μνήμη του μεγάλου αυτού πνευματικού διδασκάλου της εν Χριστώ ζωής. Από τον πλούτο της διδασκαλίας του διασώθηκαν ορισμένα από τα λόγια του (αποφθέγματα). Αυτά με απλό τρόπο εκφράζουν την βαθιά εμπειρία του οσίου από τη συσταύρωσή του με τον Χριστό. Μοιάζουν τα απέριττα αυτά λόγια με τα ταπεινά «κρίνα του αγρού» (Ματθ. 6, 28), που η κρυμμένη ομορφιά τους αποκαλύπτεται μόνο σ’ εκείνους που έχουν την ευαισθησία να διακρίνουν και ν’ ακολουθούν το αληθινό και χαρμόσυνο μήνυμα της εν Χριστώ σωτηρίας.
Η μνήμη του οσίου εορτάζεται στις 6 Ιουλίου.
Στο Συναξάριον της Κωνσταντινουπόλεως γράφονται σχετικά τα εξής:

«Μνήμη του οσίου πατρός ημών Σισώη του μεγάλου. Ούτος ο μακάριος εκ βρέφους την αρετήν αγαπήσας και τον του Κυρίου σταυρόν επ’ ώμων αράμενος, ηκολούθησεν αυτώ· και τας παρατάξεις των αοράτων εχθρών τροπωσάμενος, χαίρων εχώρησε προς τα επίπονα της ασκήσεως· ταπεινόφρονι δε εις άκραν γενομένω, νεκρούς ανιστάν αυτώ ο των όλων εδωρήσατο Κύριος. Επεί ουν αγγελικώς εβίωσεν ο εν σώματι άσαρκος και καθά προείρηται τας εναντίας τροπωσάμενος φάλαγγας, προς την άυλον ζωήν μετετάξατο, όπου των αγίων αι σκηναί και η αΐδιος λαμπρότης, Χριστόν υπέρ ημών ιλεούμενος».

Στη συνέχεια παρατίθενται σε μετάφραση τα Αποφθέγματα του αββά Σισώη.

ΣΙΣΩΗΣ[2]
ΕΝΑΣ αδελφός αδικήθηκε από άλλον αδελφό και πήγε στον αββά Σισώη και του λέει· «Αδικήθηκα από κάποιον αδελφό και θέλω να εκδικηθώ». Ο γέροντας τον παρακαλούσε λέγοντας· «Όχι, παιδί μου, άφησε καλύτερα την εκδίκηση στον Θεό». Αυτός όμως έλεγε· «Δεν θα ησυχάσω ώσπου να πάρω εκδίκηση». Τότε ο γέροντας είπε· «Ας προσευχηθούμε, αδελφέ». Και αφού σηκώθηκε ο γέροντας είπε· «Θεέ μου, δεν έχουμε ανάγκη να φροντίζεις για μας, γιατί εμείς την εκδίκησή μας την παίρνουμε μόνοι μας». Όταν άκουσε αυτά ο μοναχός έπεσε στα πόδια του γέροντα λέγοντας· «Δεν έχω πια αντιδικία με τον αδελφό μου, συγχώρεσέ με, αββά».

ΕΝΑΣ αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη· «Τι να κάνω; Πηγαίνω στην εκκλησία και πολλές φορές γίνεται κοινό τραπέζι και με κρατούν». Ο γέροντας του λέγει· «Χρειάζεται προσοχή η υπόθεση». Τότε ρωτάει ο Αβραάμ, ο μαθητής του· «Αν γίνει συνάντηση το Σάββατο ή την Κυριακή και πιει ένας αδελφός τρία ποτήρια, είναι πολλά;». Του απαντά ο γέροντας· «Αν δεν είναι στη μέση ο Σατανάς δεν είναι πολλά».

ΕΛΕΓΕ στον αββά Σισώη ο μαθητής του· «Πάτερ, γέρασες, ας πάμε κοντά σε κατοικημένο τόπο». Του λέγει ο γέροντας· «Πάμε εκεί όπου δεν υπάρχει γυναίκα». Λέγει ο μαθητής· «Και σε ποιον τόπο δεν υπάρχει γυναίκα εκτός από την έρημο;». Λέγει τότε ο γέροντας· «Πάρε με στην έρημο».

ΠΟΛΛΕΣ φορές έλεγε ο μαθητής του αββά Σισώη· «Αββά, σήκω να φάμε». Εκείνος ρωτούσε· «Δεν φάγαμε, παιδί μου;» Κι αυτός· «Όχι, πάτερ». Και ο γέροντας έλεγε· «Αν δεν φάγαμε φέρε να φάμε».

ΕΙΠΕ κάποτε ο αββάς Σισώης με παρρησία· «Θάρρος· να, έχω τριάντα χρόνια που πια δεν παρακαλώ τον Θεό για τις αμαρτίες μου, αλλά αυτό προσεύχομαι· “Κύριε, Ιησού, φύλαξέ με από τη γλώσσα μου”. Και ως τώρα, κάθε μέρα, πέφτω εξ αιτίας της και αμαρτάνω».

ΕΝΑΣ αδελφός είπε στον αββά Σισώη· «Γιατί δεν φεύγουν τα πάθη από μέσα μου;». Του λέγει ο γέροντας· «Τα σκεύη τους είναι μέσα σου. Δος τους την πληρωμή τους και θα φύγουν».

ΕΜΕΝΕ κάποτε ο αββάς Σισώης στο όρος του αββά Αντωνίου και επειδή άργησε ο διακονητής του να πάει κοντά του, για δέκα μήνες περίπου δεν είδε άνθρωπο. Ενώ βάδιζε στο όρος βρίσκει έναν Φαρανίτη που κυνηγούσε άγρια ζώα και τον ρωτά ο γέροντας· «Από πού έρχεσαι και πόσο καιρό είσαι εδώ;». Κι αυτός είπε· «Αλήθεια, αββά, έχω ένδεκα μήνες σ’ αυτό το όρος και δεν είδα άλλον άνθρωπο εκτός από εσένα». Όταν άκουσε αυτά ο γέροντας μπήκε μέσα στο κελλί του και χτυπιόταν λέγοντας· «Να, Σισώη, νόμισες πως κάτι έκανες, αλλά ούτε αυτόν τον λαϊκό δεν έφτασες».

ΕΓΙΝΕ          προσφορά στο όρος του αββά Αντωνίου και βρέθηκε εκεί ένα αγγείο με κρασί. Ένας από τους γέροντες πήρε μικρό αγγείο και το ποτήρι, το πήγε στον αββά Σισώη και του έδωσε και εκείνος το ήπιε. Έπειτα του έδωσε δεύτερο και το δέχτηκε. Του έδωσε και τρίτο, αλλά δεν το πήρε λέγοντας· «Σταμάτα αδελφέ, ή δεν ξέρεις ότι υπάρχει Σατανάς».

ΠΗΓΕ ένας από τους αδελφούς στον αββά Σισώη στο όρος του αββά Αντωνίου και ενώ μιλούσαν έλεγε στον Σισώη· «Δεν έφτασες ακόμη στα μέτρα του αββά Αντωνίου, πάτερ;». Και ο γέροντας του λέγε· «Αν είχα έστω και έναν από τους λογισμούς του αββά Αντωνίου, θα γινόμουν ολόκληρος σαν φωτιά. Όμως ξέρω ότι ο άνθρωπος με κόπο μπορεί να κρατήσει τον λογισμό του αββά Αντωνίου».

ΠΗΓΕ κάποτε ένας Θηβαίος στον αββά Σισώη θέλοντας να γίνει μοναχός. Ο γέροντας τον ρώτησε αν έχει κανέναν στον κόσμο. Αυτός είπε· «Έχω έναν γιο». Του λέει ο γέροντας· «Πήγαινε ρίξτον στον ποταμό κι έπειτα γίνεσαι μοναχός». Όταν αυτός έφυγε για να τον ρίξει, ο γέροντας έστειλε έναν αδελφό για να τον εμποδίσει. Του λέει ο αδελφός· «Σταμάτα, τι κάνεις εκεί;». Κι εκείνος απάντησε· «Ο αββάς μου είπε να τον ρίξω». Λέγει τότε ο αδελφός· «Ναι, αλλά ύστερα είπε να μην τον ρίξεις». Και αφού τον άφησε πήγε στον γέροντα και έγινε δόκιμος μοναχός χάρη στην υπακοή του.

ΕΝΑΣ αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη· «Άραγε, έτσι πολεμούσε ο Σατανάς τους παλιούς;». Του λέγει ο γέροντας· «Τώρα πιο πολύ, γιατί πλησιάζει ο καιρός του και βρίσκεται σε ταραχή».

ΚΑΠΟΤΕ ο Αβραάμ, ο μαθητής του αββά Σισώη, πειράσθηκε από δαίμονα και είδε ο γέροντας ότι έπεσε. Σηκώθηκε τότε και ύψωσε τα χέρι του στον ουρανό και είπε· «Θεέ μου, θέλεις-δεν θέλεις, δεν θα σε αφήσω αν δεν τον θεραπεύσεις». Και αμέσως θεραπεύθηκε.

ΕΝΑΣ αδελφός ζήτησε τη γνώμη του αββά Σισώη λέγοντας· «Αισθάνομαι ότι η παρουσία του Θεού υπάρχει μέσα μου». Του λέγει ο γέροντας· «Δεν είναι σπουδαίο πράγμα να είναι ο λογισμός σου με τον Θεό, σπουδαίο είναι να βλέπεις τον εαυτό σου έσχατο σ’ όλη τη δημιουργία. γιατί αυτό και ο σωματικός κόπος οδηγούν στο να ζεις με ταπεινοφροσύνη».

ΠΗΓΕ ο αββάς Αδέλφιος, επίσκοπος Νειλουπόλεως, προς τον αββά Σισώη, στο όρος του αββά Αντωνίου. Όταν επρόκειτο να βγουν, πριν ξεκινήσουν, τους έδωσε να φάνε ενώ ήταν ακόμα πρωί. Και ήταν ημέρα νηστείας. Μόλις έβαλαν το τραπέζι να, χτυπούν την πόρτα αδελφοί. Είπε τότε στον μαθητή του· «Δος τους λίγο χυλό, γιατί είναι κουρασμένοι». Του λέει ο αββάς Αδέλφιος· «Ασ’ τους τώρα, να μην πουν ότι ο αββάς Σισώης τρώει από το πρωί». Τον κοίταξε ο γέροντας και λέει στον αδελφό· «Πήγαινε, δος τους». Όταν αυτοί είδαν τον χυλό είπαν· «Μήπως έχετε ξένους; Μήπως και ο γέροντας τρώει μαζί σας;». Και τους είπε ο αδελφός· «Ναι». άρχισαν τότε να λυπούνται και να λένε· «Ας σας συγχωρήσει ο Θεός, γιατί αφήσατε τον γέροντα να φάει σε νηστίσιμη μέρα. Ή δεν ξέρετε ότι θα νηστέψει πολλές μέρες για να ξεπληρώσει αυτήν την κατάλυση της νηστείας;». Και τους άκουσε ο επίσκοπος και έκανε μετάνοια στον γέροντα λέγοντας· «Συγχώρησέ με, αββά, γιατί έκανα ανθρώπινο λογισμό, ενώ εσύ έκανες το θέλημα του Θεού». Και του λέει ο αββάς Σισώης· «Αν ο Θεός δεν δοξάσει άνθρωπο, η δόξα των ανθρώπων δεν είναι τίποτε».

ΠΗΓΑΝ κάποιοι στον αββά Σισώη για να ακούσουν από αυτόν λόγον. Δεν τους είπε τίποτε, αλλά έλεγε συνεχώς· «Συγχωρέστε με». Όταν είδαν τα καλάθια του είπαν στον μαθητή του Αβραάμ· «Τι τα κάνετε αυτά τα καλάθι;». Αυτός είπε· «Τα ξοδεύουμε εδώ κι εκεί». Όταν άκουσε ο γέροντας είπε· «Και ο Σισώης από δω κι από κει τρώει». Κι αυτοί όταν τ’ άκουσαν ωφελήθηκαν πολύ και έφυγαν με χαρά, αφού οικοδομήθηκαν από την ταπείνωσή του.

ΡΩΤΗΣΕ ο αββάς Αμμούν από τη Ραϊθού τον αββά Σισώη· «Όταν διαβάζω τη Γραφή η σκέψη μου προσπαθεί να δημιουργήσει ωραίες εκφράσεις για να τις έχω να αποκριθώ αν με ρωτήσουν». Του λέει ο γέροντας· «Δεν είναι ανάγκη, αλλά περισσότερο με την καθαρότητα του νου θα αποκτήσεις την ικανότητα να είσαι αμέριμνος και να μιλάς σωστά».

ΠΗΓΑΙΝΕ κάποτε ένας λαϊκός μαζί με το γιο του προς τον αββά Σισώη στο όρος του αββά Αντωνίου και συνέβη να πεθάνει ο γιος του στο δρόμο. Αυτός δεν ταράχτηκε, αλλά τον πήρε και πήγε με πίστη στον γέροντα και πρόσπεσε με τον γιο του, σαν να έκανε μετάνοια, ώστε να τον ευλογήσει ο γέροντας. Έπειτα σηκώθηκε ο πατέρας, άφησε το παιδί μπροστά στα πόδια του γέροντα και βγήκε έξω. Ο γέροντας νομίζοντας ότι βάζει μετάνοια του λέει· «Σήκω, βγες έξω», γιατί δεν ήξερε ότι ήταν νεκρός. Αμέσως το παιδί σηκώθηκε και βγήκε. Όταν τον είδε ο πατέρας του έμεινε εκστατικός. Μπήκε μέσα, προσκύνησε τον γέροντα και του ανακοίνωσε τι συνέβη. Όταν το άκουσε ο γέροντας λυπήθηκε, γιατί δεν ήθελε να γίνει αυτό. Τότε ο μαθητής του γέροντα παρήγγειλε στον πατέρα να μην το πει σε κανέναν, ως το τέλος της ζωής του γέροντα.

ΤΡΕΙΣ γέροντες πήγαν στον αββά Σισώη, επειδή άκουσαν γι’ αυτόν. Και του λέει ο πρώτος· «Πάτερ, πώς μπορώ να σωθώ από τον πύρινο ποταμό;». Αυτός δεν απάντησε. Λέει ο δεύτερος· «Πάτερ, πώς μπορώ να σωθώ από τον βρυγμό των οδόντων και από τον σκώληκα τον ακοίμητο;» Και ο τρίτος του λέει· «Πάτερ, τι να κάνω; Γιατί η μνήμη του εξωτέρου σκότους με σκοτώνει». Ο γέροντας απάντησε· «Εγώ κανένα από αυτά δεν θυμάμαι, γιατί ο Θεός είναι φιλεύσπλαγχνος και ελπίζω ότι θα μου δώσει το έλεός του». Ακούοντας αυτά τα λόγια οι γέροντες έφυγαν λυπημένοι. Επειδή όμως ο γέροντας δεν ήθελε να τους αφήσει να φύγουν λυπημένοι, ξαναγύρισε κοντά τους και τους είπε· «Μακάριοι είστε, αδελφοί. Σας ζήλεψα. Γιατί ο πρώτος είπε για τον πύρινο ποταμό, ο δεύτερος για τον Τάρταρο και ο τρίτος για το σκότος. Αν ο νους σας έχει τέτοια μνήμη, είναι αδύνατο να αμαρτήσετε. Τι να κάνω εγώ ο σκληρόκαρδος, που είμαι ασυγχώρητος, γιατί αν και ξέρω ότι ενώ υπάρχει κόλαση για τους ανθρώπους, παρ’ όλα αυτά κάθε μέρα αμαρτάνω;» Και αυτοί, αφού του έκαναν μετάνοια του είπαν· «Αυτό που ακούσαμε, το διαπιστώσαμε».

ΡΩΤΗΣΑΝ κάποιοι τον αββά Σισώη· «Αν πέσει σε αμαρτία ένας αδελφός, δεν ΄χει ανάγκη ενός χρόνου για να μετανοήσει;». Αυτός είπε· «Είναι σκληρός ο λόγος». Αυτοί λένε· «Αλλά έξι μήνες;». Και πάλι είπε· «Πολύ είναι». Και αυτοί έλεγαν· «Μέχρι σαράντα μέρες;». Πάλι είπε· «Πολύ είναι». Του λένε· «Τι θα γίνει αν πέσει ένας αδελφός και αμέσως τύχει να γίνει τραπέζι αγάπης και αυτός παρουσιαστεί στο τραπέζι;». Τους λέγει ο γέροντας· «Όχι, γιατί έχει ανάγκη να μετανοήσει για λίγες μέρες. Και πιστεύω ότι αν ένας τέτοιος μετανοήσει ολόψυχα ακόμη και σε τρεις ημέρες τον δέχεται ο Θεός».

ΟΤΑΝ κάποτε πήγε ο αββάς Σισώης στο Κλύσμα, πήγαν να τον δουν κάποιοι λαϊκοί. Και ενώ αυτοί είπαν πολλά, δεν τους απάντησε καθόλου. Ύστερα ένας από αυτούς είπε· «Γιατί στενοχωρείτε τον γέροντα; Δεν τρώει γι’ αυτό και δεν μπορεί να μιλήσει». Απάντησε ο γέροντας· «Εγώ τρώω όταν έχω ανάγκη».

ΡΩΤΗΣΕ ο αββάς Ιωσήφ τον αββά Σισώη· «Σε πόσο χρόνο οφείλει ο άνθρωπος να κόψει τα πάθη του;» Του λέει ο γέροντας· «Τους χρόνους θέλεις να μάθεις;». Ο αββάς Σισώης λέει· «Ναι». Τότε του λέει ο γέροντας· «Την ώρα που έρχεται το πάθος ξερίζωσέ το αμέσως».

ΕΛΕΓΑΝ ότι ο αββάς Σισώης όταν κάθονταν μέσα στο κελί του, έκλεινε πάντα την πόρτα.

ΗΛΘΑΝ κάποτε Αρειανοί στον αββά Σισώη, στο όρος του αββά Αντωνίου και άρχισαν να κατηγορούν τους ορθοδόξους. Ο γέροντας δεν έδωσε καμιά απάντηση σ’ αυτούς, αλλά φώναξε τον μαθητή του και του είπε· «Αβραάμ, φέρε μου το βιβλίο του αγίου Αθανασίου και διάβασέ το». Και ενώ αυτοί σιωπούσαν, αποκαλύφθηκε η αίρεσή τους. Και τους άφησε να φύγουν με ειρήνη.

ΗΡΘΕ κάποτε ο αββάς Σισώης από τη Ραϊθού στο Κλύσμα να επισκεφθεί τον αββά Σισώη. Βλέποντάς τον λυπημένο, επειδή άφησε την έρημο, του λέει· «Γιατί λυπάσαι, αββά; Τι μπορούσες πια να κάνεις στην έρημο αφού γέρασες τόσο;». Ο γέροντας τον κοίταξε με αυστηρότητα και είπε· «Τι μου λές, Αμμούν; Δεν έφτανε και μόνο η ελευθερία του λογισμού μου στην έρημο;».

ΚΑΘΟΤΑΝ κάποτε ο αββάς Σισώης στο κελί του και όταν χτήπησε ο μαθητής του του φώναξε· «Φύγε, Αβραάμ, μην μπεις, εδώ μέσα ακόμη δεν έχουμε σχόλη».

ΕΝΑΣ αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη· «Πώς άφησες τη Σκήτη όπου έμενες με τον αββά Ωρ και ήλθες να καθίσεις εδώ;». Λέει ο γέροντας· «Επειδή άρχισε να γεμίζει η Σκήτη και άκουσα ότι κοιμήθηκε ο αββάς Αντώνιος, σηκώθηκα και ήλθα εδώ στο όρος. Και επειδή βρήκα ησυχία κάθισα λίγο καιρό». Του λέει ο αδελφός· «Πόσο καιρό έχεις εδώ;». Του λέει ο γέροντας· «Είναι εβδομήντα δύο χρόνια».

ΕΙΠΕ ο Σισώης· «Όταν ένας άνθρωπος σε φροντίζει, δεν πρέπει εσύ να τον διατάζεις».

ΕΝΑΣ αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη· «Αν ενώ βαδίζουμε ο οδηγός μας χάσει τον δρόμο, πρέπει να του το πούμε;». Ο γέροντας λέει· «Όχι». Του λέει ο αδελφός· «Αλλά θα τον αφήσουμε να μας πλανήσει;». Του λέει ο γέροντας· «Τι λοιπόν, θα πάρεις ραβδί να τον δείρεις; Εγώ ξέρω ότι κάποιοι αδελφοί πεζοπορούσαν και ο οδηγός τους τη νύχτα πλανήθηκε. Ήταν δώδεκα και όλοι ήξεραν ότι έχασαν τον δρόμο, αλλά καθένας αγωνιζόταν να μη μιλήσει. Όταν ξημέρωσε κατάλαβε ο οδηγός ότι έκανε λάθος και τους λέει· “Συγχωρέστε με, έκανα λάθος”. Και όλοι είπαν· “Κι εμείς το ξέραμε, αλλά δεν  μιλήσαμε”. Κι αυτός θαύμασε και είπε· “Ως τον θάνατο εγκρατεύονται οι μοναχοί να μη μιλήσουν”. Και δόξασε τον Θεό. Και το μήκος του δρόμου που πήραν κατά λάθος ήταν δώδεκα μίλια».

ΗΡΘΑΝ κάποτε Σαρακηνοί και λήστεψαν τον γέροντα και τον αδελφό του. Όταν αυτοί βγήκαν στην έρημο για να βρουν κάτι φαγώσιμο, ο γέροντας βρήκε κοπριές από καμήλες. Τις άνοιξε και μέσα βρήκε σπυριά από κριθάρι. Έτρωγε αυτός ένα σπυρί και το άλλο έβαζε στο χέρι του. Όταν ήλθε ο αδελφός του, τον βρήκε να τρώει και του λέει· «Αυτή είναι η αγάπη; Βρήκες κάτι φαγώσιμο και τρως μόνος και δεν με φώναξες;». Του λέει ο αββάς Σισώης· «Δεν σε αδίκησα, αδελφέ, να, το μερίδιό σου το φύλαξα στο χέρι μου».

ΚΑΠΟΙΟΣ από τους πατέρες ρώτησε τον αββά Σισώη· «Αν, ενώ κάθομαι στην έρημο, έλθει ένας βάρβαρος και θέλει να με σκοτώσει, αν μπορέσω να τον σκοτώσω εγώ;». Είπε ο γέροντας· «Όχι, αλλά παράδωσέ τον στον Θεό. Για αν κάποιος πειρασμός έλθει στον άνθρωπο, αυτός ας λέει· “Εξ αιτίας των αμαρτιών μου συνέβη αυτό”. Αν έλθει κάτι καλό ας λέει· “Είναι οικονομία Θεού”».

ΕΝΑΣ αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη· «Τι να κάνω, αββά, γιατί έπεσα σε αμαρτία;». Του λέει ο γέροντας· «Σήκω πάλι». Λέει ο αδελφός· «Σηκώθηκα και πάλι έπεσα». Λέει ο γέροντας· «Σήκω πάλι και πάλι». Και τότε είπε ο αδελφός· «Ως πότε;». Και λέει ο γέροντας· «Ώσπου να σε βρει ο θάνατος είτε στο καλό είτε στην πτώση. Γιατί όπως βρεθεί ο άνθρωπος, έτσι και θα φύγει».

ΕΝΑΣ αδελφός ρώτησε κάποιον γέροντα· «Τι να κάνω, που με στενοχωρεί η χειρονακτική εργασία μου; Γιατί αγαπώ τη δουλειά μου, αλλά δεν μπορώ να την κάνω». Και ο γέροντας απάντησε ότι ο αββάς Σισώης έλεγει ότι δεν πρέπει να κάνουμε το έργο που μας ξεκουράζει.

Ο ΑΒΒΑΣ Σισώης είπε· «Να ζητάς τον Θεό και να μην ερευνάς πού κατοικεί».

ΕΙΠΕ πάλι ότι η ντροπή και η έλλειψη φόβου πολλές φορές φέρνουν την αμαρία.

ΕΝΑΣ αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη· «Τι να κάνω;». Του λέει ο αββάς· «Αυτό που ζητάς είναι να έχεις τέλεια σιωπή και ταπείνωση. Γιατί είναι γραμμένο· “Μακάριοι αυτοί που μένουν σταθεροί σ’ αυτόν”, έτσι μπορείς να στέκεσαι στην πίστη».

Ο ΑΒΒΑΣ Σισώης είπε· «Εξουθένωσε τον εαυτό σου και απαρνήσου το θέλημά σου και να μη μεριμνάς. Έτσι θα έχεις ανάπαυση».

ΕΝΑΣ αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη· «Τι να κάνω με τα πάθη μου;». Και λέει ο γέροντας· «Καθένας από μας πειράζεται από τη δική του επιθυμία».

ΕΝΑΣ αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη· «Πες μου ωφέλιμο λόγο». Κι εκείνος είπε· «Γιατί με αναγκάζεις να πω περιττά λόγια; Κάνε αυτό που βλέπεις».

ΕΦΥΓΕ κάποτε ο αββάς Αβραάμ, ο μαθητής του αββά Σισώη, σε κάποιο διακόνημα. Για πολλές μέρες ο γέροντας δεν ήθελε να διακονηθεί από άλλον και έλεγε· «Μπορώ να αφήσω άλλον άνθρωπο να με συντροφεύει εκτός από τον αδελφό μου;». Και δεν δέχτηκε, ώσπου ήλθε ο μαθητής του υπομένοντας την ταλαιπωρία.

ΕΛΕΓΑΝ ότι εκεί που καθόταν ο αββάς Σισώης φώναξε με δυνατή φωνή· «Τι ταλαιπωρία!». Τον ρωτάει ο μαθητής του· «Τι έχεις, πάτερ;». Και ο γέροντας απαντά· «Έναν άνθρωπο ζητώ για να μιλήσω και δεν τον βρίσκω».  

ΒΓΗΚΕ κάποτε ο αββάς Σισώης από το όρος του αββά Αντωνίου στο μακρινό όρος της Θηβαΐδος και κατοίκησε εκεί. Βρίσκονταν εκεί Μελιτιανοί που κατοικούσαν στον Καλαμώνα του Αρσενοΐτου. Μερικοί που άκουσαν ότι βγήκε στο μακρινό όρος επιθύμησαν να τον δουν, αλλά έλεγαν· «Τι να κάνουμε; Σ’ αυτό το όρος είναι Μελιτιανοί. Ξέρουμε ότι ο γέροντας δεν βλάπτεται από αυτούς, εμείς όμως μήπως θέλοντας να συναντήσουμε τον γέροντα πέσουμε στον πειρασμό των αιρετικών». Και δεν πήγαν στον γέροντα, για να μη συναντήσουν τους αιρετικούς.

ΕΛΕΓΑΝ για τον αββά Σισώη ότι όταν πήγε στο Κλύσμα αρρώστησε. Ενώ καθότανε με τον μαθητή του στο κελί, χτύπησε η πόρτα. Κατάλαβε ο γέροντας (ότι ήταν πειρασμός) και λέει στον μαθητή του τον Αβραάμ· «Πες σ’ αυτόν που χτύπησε· “Εγώ ο Σισώης είμαι στο όρος, εγώ ο Σισώης στη χαράδρα”. Κι αυτός άκουσε κι έγινε άφαντος.

ΑΝ ρωτούσε κάποιος τον αββά Σισώη για τον αββά Παμβώ, έλεγε· «Ο Παμβώ ήταν μεγάλος, μεγάλος στα έργα του».

Ο ΑΒΒΑΣ Σισώης ρώτησε κάποιον αδελφό· «Πώς είσαι;». Κι εκείνος είπε· «Ξοδεύω τις μέρες, πάτερ». Κι ο γέροντας είπε· «Αν κι εγώ ξόδευα μία μέρα, ευχαριστώ».

ΕΛΕΓΕ ο αββάς Σισώης· «Όταν ήμουν στη Σκήτη με τον Μακάριο πήγαμε να θερίσουμε μαζί του επτά μοναχοί. Και να πίσω μας μια χήρα σταχομαζώχτρα, που έκλαιγε ασταμάτητα. Φώναξε ο γέροντας τον ιδιοκτήτη του χωραφιού και τον ρώτησε· “Τι έχει αυτή η γριά και κλαίει συνεχώς;”. Αυτός απαντά· “Ο άνδρας της φύλαγε κάτι πολύτιμο που του εμπιστεύθηκαν σαν παρακαταθήκη, αλλά πέθανε ξαφνικά και δεν είπε πού το έκρυψε και ο ιδιοκτήτης της παρακαταθήκης θέλει να πάρει δούλους αυτήν και τα παιδιά της”. Του λέει ο γέροντας· “Πές της να ρθει σε μας εκεί όπου αναπαυόμαστε από τη ζέστη”. Όταν ήλθε η γυναίκα της λέει ο γέροντας. “Γιατί κλαις συνέχεια;”. Κι αυτή είπε· “Ο άνδρας μου πέθανε ενώ είχε την παρακαταθήκη κάποιου και πεθαίνοντας δεν είπε πού την έβαλε”. Της είπε ο γέροντας· “Έλα, δείξε μου πού τον έθαψες”. Τότε πήρε τους αδελφούς και βγήκε μαζί της. Όταν έφτασαν στον τόπο του μνήματος της λέει· “Πήγαινε στο σπίτι σου”. Τότε προσευχήθηκαν αυτοί και ο γέροντας φώναξε στον νεκρό· “Ε, συ, πού έβαλες την ξένη παρακαταθήκη;”. Αυτός απάντησε· “Είναι κρυμμένη στο σπίτι μου κάτω από το πόδι του κρεβατιού”. Του λέει ο γέροντας· “Κοιμήσου πάλι ως την ημέρα της αναστάσεως”. Όταν είδαν αυτά οι αδελφοί έπεσαν από φόβο στα πόδια του. Και τους είπε ο γέροντας· “Αυτό δεν έγινε για μένα, γιατί εγώ δεν είμαι τίποτε, αλλά ο Θεός το έκανε για τη χήρα και τα ορφανά. Αυτό είναι σπουδαίο· ότι ο Θεός θέλει την ψυχή αναμάρτητη και ό,τι ζητήσει το παίρνει”. Και πήγε και ανήγγειλε στη χήρα πού βρίσκεται η παρακαταθήκη. Αυτή την πήρε και την έδωσε στον ιδιοκτήτη της και ελευθέρωσε τα παιδιά της». Και όλοι, όσοι το άκουσαν, δόξασαν τον Θεό.

ΚΑΠΟΙΟΣ από τους γέροντες έλεγε· «Ζήτησα από τον αββά Σισώη να μου πει κάποιο λόγο και απάντησε· “Όσα μπορεί να αποφύγει ο άνθρωπος και δεν το κάνει, αυτή η πράξη του είναι αμαρτία”».

Ο ΙΔΙΟΣ είπε· «Υπάρχουν μερικοί που ξοδεύουν το χρόνο τους ζώντας με αμέλεια και με τα λόγια και τις σκέψεις ζητούν να σωθούν, αλλά δεν το επιδιώκουν με τα έργα και ενώ διαβάζουν τους βίους των πατέρων δεν μιμούνται την ταπείνωσή τους, την ακτημοσύνη, την προσευχή, την αγρυπνία, την εγκράτεια, την ησυχία, την χαμαικοιτία και την γονυκλισία, αλλά με την αλαζονεία τους νοθεύουν τους βίους των πατέρων λέγοντας· “Είναι αδύνατο να υπομείνει κανείς αυτά”. Γιατί δεν υπολογίζουν, ότι όπου υπάρχει ο Θεός, με τη χάρη του αγίου βαπτίσματος και την εκτέλεση των εντολών του, τα πράγματα και τα χαρίσματα πραγματοποιούνται ξεπερνώντας τον φυσικό νόμο».

ΕΙΠΕ ο αββάς Σισώης· «Νομίζω ότι αν ο άνθρωπος δεν φυλάξει καλά την καρδιά του, ξεχνά όλα όσα άκουσε και αμελεί, κι έτσι ο εχθρός βρίσκει τόπο σ’ αυτόν και τον νικά. Όπως δηλαδή το λυχνάρι, αφού στηθεί και φέγγει, αν αμεληθεί να πάρει λάδι, σιγά-σιγά σβήνει κι έτσι δυναμώνει το σκοτάδι. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά πολλές φορές έρχεται γύρω του ποντίκι και θέλει να φάει το φυτίλι. Πριν σβήσει το λυχνάρι δεν μπορεί, αν όμως δει ότι όχι μόνο φως δεν έχει, αλλά ούτε και ζέστη φωτιάς, τότε θέλοντας να κόψει το φυτίλι, ρίχνει και το λυχνάρι. Και αν αυτό είναι οστράκινο καταστρέφεται, αν κατά τύχη είναι χάλκινο ξανατοποθετείται στη θέση του από τον οικοδεσπότη.
Έτσι και στην ψυχή που αμελεί, το άγιο Πνεύμα λίγο-λίγο υποχωρεί, ώσπου να σβήσει τελείως η φλόγα της κι έτσι ο εχθρός αφού καταφάγει την προθυμία της ψυχής, καταστρέφει και το σώμα με την κακία. Αν όμως ο άνθρωπος είναι καλοπροαίρετος προς τον Θεό και χωρίς να το καταλάβει έπεσε στην αμέλεια, ο Θεός, επειδή είναι ελεήμονας, αφού του έβαλε στην ψυχή τον φόβο του και τη σκέψη της τιμωρίας τον προετοιμάζει να έχει νήψη και στο μέλλον να φυλάγει τον εαυτό του με πολλή ασφάλεια έως ότου έλθει να τον κρίνει».

Ο ΑΒΒΑΣ Σισώης ύστερα από πολλές παρακλήσεις αδελφού για να μιλήσει είπε· «Μείνε στο κελί σου με νήψη και εμπιστεύσου τον εαυτό σου στον Θεό χύνοντας πολλά δάκρυα και θα βρεις ανάπαυση».

ΕΝΑΣ αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη· «Θέλω να φυλάξω την καρδιά μου από την αμαρτία, αλλά δεν μπορώ». Του λέει ο γέροντας· «Πώς μπορούμε να φυλάξουμε την καρδιά μας, όταν η θύρα της γλώσσας μας είναι ανοιχτή;».

ΚΑΠΟΙΟΣ από τους γέροντες έλεγε· «Ρώτησα τον αββά Σισώη· “Πώς χαρακτηρίζουν τα είδωλα οι ψαλμοί;”. Και ο γέροντας είπε· “Έχει γραφεί για τα είδωλα ότι· “Στόμα έχουν αλλά δεν μπορούν να μιλήσουν, μάτια έχουν αλλά δεν βλέπουν, έχουν αυτιά αλλά δεν μπορούν να ακούσουν”. Έτσι πρέπει να είναι και ο μοναχός. Ακόμη έχει γραφεί ότι τα είδωλα είναι σίχαμα, έτσι και ο ίδιος πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του σίχαμα”».

Ο ΑΒΒΑΣ Πιστός διηγήθηκε τα εξής· «Επτά αναχωρητές επισκεφθήκαμε τον αββά Σισώη, που κατοικούσε στο Κλύσμα, και τον παρακαλούσαμε να μας πει κάτι ωφέλιμο. Αυτός είπε· “Συγχωρέστε με, είμαι ένας αμαθής άνθρωπος, αλλά πήγα στον αββά Ωρ και στον αββά Αθρέ ― ο αββάς Ωρ δεκαοχτώ χρόνια ήταν άρρωστος ― και έβαλα μετάνοια να μου πούνε κάποιο λόγο. Ο αββάς Ωρ μου είπε· “Τι μπορώ να σου πω; Πήγαινε και κάνε αυτό που βλέπεις. Ο Θεός είναι με το μέρος εκείνου που επιδιώκει τα περισσότερα, δηλαδή εκείνου που αγωνίζεται πιέζοντας τον εαυτό του σε όλα”.
Δεν ήταν από την ίδια περιοχή ο αββάς Ωρ και ο αββάς Αθρέ. Ανάμεσά τους υπήρχε μεγάλη ειρήνη, ώσπου έφυγε η ψυχή από το σώμα τους. Γιατί ήταν μεγάλη η υπακοή του αββά Αθρέ και πολλή η ταπεινοφροσύνη του αββά Ωρ.
Έμεινα λίγες μέρες κοντά τους παρατηρώντας τους και είδα ένα μεγάλο θαύμα που έκανε ο αββάς Αθρέ. Κάποιος έφερε σ’ αυτούς ένα μικρό ψάρι και θέλησε ο αββάς Αθρέ να το ετοιμάσει για τον γέροντα. Ενώ έκοβε το ψάρι τον φώναξε ο αββάς Ωρ κι εκείνος άφησε το μαχαίρι στη μέση του ψαριού χωρίς να κόψει το υπόλοιπο. Τότε θαύμασα τη μεγάλη του υπακού, γιατί δεν είπε· “Κάνε υπομονή, ώσπου να κόψω το ψάρι”. Τότε είπα στον αββά Αθρέ· “Πού βρήκες αυτή την υπακοή;”. Και μου απάντησε· “Δεν είναι δική μου, αλλά του γέροντα”, και μ’ έπιασε λέγοντας· “Έλα, πρόσεξε την υπακοή του”. Και έψησε το ψάρι και επίτηδες το κακομαγείρεψε, το σέρβιρε στον γέροντα και εκείνος έφαγε χωρίς να πει τίποτε. Έπειτα τον ρώτησε· “Είναι καλό, γέροντα;”. Εκείνος απάντησε· “Είναι πολύ καλό”. Ύστερα από αυτό του έφερε ένα κομμάτι πολύ καλομαγειρεμένο και του είπε· “Το κακομαγείρεψα, γέροντα”. Κι αυτός απάντησε· “Ναι, το κακομαγείρεψες λίγο”. Και μου είπε ο αββάς Αθρέ· “Είδες ότι η υπακοή είναι του γέροντα;” Και έφυγα από αυτούς και ό,τι είδα το έκανα, για να φυλάξω τη δύναμή μου.
Αυτά είπε στους αδελφούς ο αββάς Σισώης. Και κάποιος από μας τον παρακάλεσε και του είπε· “Δείξε αγάπη, πες και συ ένα λόγο”. Τότε απάντησε· “Αυτός που δεν έχει δικό του θέλημα, εφαρμόζει τέλεια τη Γραφή”.
Πάλι κάποιος από μας τον ρώτησε· “Τι είναι ξενιτεία, πάτερ;”. Και απάντησε· “Σώπασε και πες· Δεν έχω τίποτε, όπου κι αν πάω. Αυτό είναι η ξενιτεία”».

ΕΛΕΓΑΝ για τον αββά Σισώη ότι αρρώστησε και ενώ κάθονταν κοντά του γέροντες μίλησε σε κάποιους. Του λένε· «Τι βλέπεις, αββά;». Και τους απαντά· «Βλέπω κάποιους που ήλθα σε μένα και τους παρακαλώ να μ’ αφήσουν λίγο να μετανοήσω». Του λέει ένας από τους γέροντες· «Κι αν σ’ αφήσουν, τι μπορείς να κάνεις από δω και πέρα για να μετανοήσεις;». Του λέει ο γέροντας· «Κι αν δεν μπορώ, όμως στενάζω λίγο για την ψυχή μου κι αυτό μου είναι αρκετό».

ΕΛΕΓΑΝ ότι· «Όταν επρόκειτο να πεθάνει ο αββάς Σισώης, ενώ οι πατέρες κάθονταν κοντά του, το πρόσωπό του έλαμψε σαν ήλιος και τους λέει· “Να, ήλθε ο αββάς Αντώνιος”. Και ύστερα από λίγο λέει· “Να, ήλθε η χορεία των Προφητών”. Και πάλι το πρόσωπό του έλαμψε ακόμη πιο πολύ και είπε· “Να, ήλθε η χορεία των Αποστόλων”. Και πάλι έλαμψε διπλά το πρόσωπό του και ήταν σαν να μιλούσε με κάποιους. Τον ρώτησαν οι γέροντες· «Με ποιον μιλάς, πάτερ;». Και αυτός είπε· “Να, οι άγγελοι ήλθαν να με πάρουν και τους παρακαλώ να μ’ αφήσουν λίγο ακόμα να ζήσω, για να μετανοήσω”. Του λένε οι γέροντες· “Δενέχεις ανάγκη να μετανοήσεις, πάτερ”. Και ο γέροντας είπε· “Πραγματικά δεν ξέρω αν έχω αρχίσει να μετανοώ”. Και όλοι έμαθαν ότι έφτασε στην τελειότητα. Και πάλι ξαφνικά έγινε το πρόσωπό του σαν ήλιος και όλοι φοβήθηκαν. Και τους λέει ο γέροντας· “Βλέπετε, ο Κύριος ήλθε και λέει· “Φέρτε μου το σκεύος της ερήμου”. Και αμέσως παρέδωσε το πνεύμα. Και έγινε σαν αστραπή και γέμισε όλο το κελί από


[1] «Σισώη του μεγάλου Ακολουθία και Βίος», έκδοσις Ι.Μ. Ξενοφώντος Άγιον Όρος
[2] Το όνομα Σισώης είναι Αιγυπτιακό και στους αρχαίους κώδικες αναγράφεται με ο. Στην ελληνική γραμματολογία επεκράτησε να γράφεται με ω.

via

Pages