Ἡ Ἁγία Γραφή λέει ὅτι ἐκεῖνες οἱ μαῖες πού χάριζαν τή ζωή στά ἀρσενικά παιδιά τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἐπειδή εἶχαν φόβο Θεοῦ ἔκτισαν γιά τούς ἑαυτούς τους σπίτια ( Ἐξ. 1, 21). Ἄραγε μιλάει γιά ὁρατά κτίσματα; Καί ποιά σημασία ἔχει τό ὅτι κτίστηκαν αὐτά τά σπίτια ἀπό τό φόβο τοῦ Θεοῦ; Γιατί βέβαια ἐμεῖς διδασκόμαστε καί τά σπίτια πού ἔχουμε νά τά ἐγκαταλείπουμε, ἄν χρειαστεῖ γιά νά κερδίσουμε τό φόβο τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 19, 29). Ὥστε λοιπόν δέν μιλάει γιά ὁρατό σπίτι, ἀλλά γιά τό οἰκοδόμημα τῆς ψυχῆς, πού τό κτίζει κανείς γιά τόν ἑαυτόν του, τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Μ' αὐτό μᾶς διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφή, ὅτι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ προετοιμάζει τήν ψυχή νά τηρεῖ τίς ἐντολές καί μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν κτίζεται καί τό οἰκοδόμημα τῆς ψυχῆς. Ἄς φροντίσουμε καί ἐμεῖς τούς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί μου, ἄς φοβηθοῦμε καί ἐμεῖς τό Θεό καί ἄς κτίσουμε γιά τούς ἑαυτούς μας σπίτια, γιά νά στεγαστοῦμε σ' αὐτά, ὅταν ἔρθει ὁ χειμώνας, οἱ βροχές, οἱ ἀστραπές, οἱ βροντές. Γιατί βρίσκεται σέ πολύ μεγάλη δυσκολία, ὅποιος δέν ἔχει τό χειμώνα σπίτι.
Πῶς ὅμως κτίζεται τό οἰκοδόμημα τῆς ψυχῆς; Ἀπό τό κτίσιμο τοῦ ὁρατοῦ σπιτιοῦ μποροῦμε νά διδαχθοῦμε πῶς ἀκριβῶς ἔχει τό πράγμα. Γιατί αὐτός πού θέλει νά κτίσει ἕνα ὑλικό σπίτι, πρέπει νά τό σιγουρέψει ἀπ' ὅλες τίς μεριές καί νά ὑψώσει τήν οἰκοδομή ταυτόχρονα καί ἀπό τίς τέσσερις πλευρές καί ὄχι τόν ἕναν τοῖχο νά φροντίζει καί τούς ἄλλους νά τούς παραμελεῖ - γιατί ἔτσι δέν κερδίζει τίποτα, μόνο κάνει ἄδικο κόπο καί ἔξοδα. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν ψυχή. Πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά μήν ἀμελεῖ κανένα μέρος ἀπό τό οἰκοδόμημά του, ἀλλά νά τό ὑψώνει συμμετρικά. Αὐτό ἀκριβῶς σημαίνει ἐκεῖνο πού λέει ὁ ἀββάς Ἰωαννης: ''Θέλω ὁ ἄνθρωπος νά κατορθώσει λίγο ἀπό κάθε ἀρετή καί νά μήν κάνει ὅπως μερικοί, πού ἀγωνίζονται γιά μιά μόνο ἀρετή καί ἐπιμένουν σ' αὐτή καί γι' αὐτή μόνον ἐργάζονται, παραμελώντας τίς ὑπόλοιπες''. Γιατί αὐτοί ἴσως νά ἔχουν καί κάποια προτίμηση σ' αὐτή τήν ἀρετή καί γι' αὐτό δέν ἐνοχλοῦνται ἀπό τό πάθος πού τῆς ἐναντιώνεται. Ἔτσι τούς ξεγελᾶνε καί τούς βαραίνουν τ' ἄλλα πάθη, καί δέν τούς ἐνδιαφέρει, ἀλλά ἔχουν τήν ἐντύπωση ὅτι κάνουν καί μεγάλο κατόρθωμα. Αὐτοί μοιάζουν μ' ἐκεῖνον πού κτίζει ἕνα τοῖχο καί τόν ὑψώνει ὅσο μπορεῖ, συγκεντρώνοντας ὅλη του τήν προσοχή στό ὕψος του καί ἔχοντας τήν ἐντύπωση ὅτι κατόρθωσε κάτι μεγάλο. Δέν καταλαβαίνει ὅμως ὅτι ἄν ἔρθει δυνατός ἄνεμος θά τόν γκρεμίσει, γιατί στέκεται μόνος του, χωρίς νά ἔχει σύνδεσμο μέ τούς ἄλλους τοίχους. Οὔτε σκεπή δέν μπορεῖ νά φτιάξει γιά τόν ἑαυτόν του, μέ ἕνα μόνο τοῖχο, ἐπειδή εἶναι ἐκτεθειμένος ἀπ' ὅλες τίς τίς ἄλλες πλευρές. Δέν πρέπει ὅμως νά γίνεται ἔτσι. Ἀλλά ὅποιος θέλει νά κτίσει τό σπίτι του καί νά φτιάξει γιά τόν ἑαυτόν του στέγη, πρέπει νά ὑψώσει τήν οἰκοδομή ἀπ' ὅλες τίς πλευρές καί νά τήν σιγουρέψει ἀπό κάθε κίνδυνο.
Καί σᾶς λέω πῶς: Πρῶτα - πρῶτα πρέπει νά ρίξει τό θεμέλιο πού εἶναι ἡ πίστη -γιατί ''χωρίς τήν πίστη'', ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, ''εἶναι ἀδύνατον νά εὐαρεστήσει κανείς στό Θεό'' ( Ἑβρ. 11, 6)- καί ἔτσι πάνω σ' αὐτό τό θεμέλιο, νά κτίζει συμμετρικά τήν οἰκοδομή. Τοῦ δόθηκε μιά εὐκαιρία νά κάνει ὑπακοή; Πρέπει νά βάλει ἕνα λιθάρι ὑπακοῆς. Συνέβηκε νά ὀργισθεῖ κάποιος ἀδελφός μαζί του; Πρέπει νά βάλει ἕνα λιθάρι μακροθυμίας. Τοῦ δόθηκε μιά εὐκαιρία γιά ἐγκράτεια; Πρέπει νά βάλει ἕνα λιθάρι ἐγκράτειας. Ἔτσι σέ κάθε εὐκαιρία πού συναντάει γιά νά ἀσκήσει μιά ἀρετή, πρέπει νά βάζει ἕνα λιθάρι στήν οἰκοδομή καί ἔτσι ὁλόγυρα νά τήν ὑψώνει μ' ἕνα λιθάρι συμπάθειας, ἕνα λιθάρι ἐκκοπῆς θελήματος, ἕνα λιθάρι πραότητας καί μέ τά παρόμοια. Πάνω ἀπ' ὅλα πρέπει νά καλλιεργεῖ τήν ἀρετή τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ἀνδρείας. Γιατί αὐτές εἶναι οἱ γωνίες καί μ' αὐτές στερεώνεται ἡ οἰκοδομή καί ἑνώνονται οἱ τοῖχοι μεταξύ τους, χωρίς νά γέρνουν καί νά κάνουν ἐνδιάμεσα ρωγμές. Χωρίς αὐτές δέν ἔχει κανείς τή δύναμη νά ὁλοκληρώσει καμιά ἀπολύτως ἀρετή. Γιατί ἄν δέν ἔχει κανείς ἀνδρεία στήν ψυχή, οὔτε ὑπομένει. Καί χωρίς ὑπομονή δέν μπορεῖ κανείς νά κατορθώσει τίποτα. Γι' αὐτό καί ὁ Κύριος εἶπε: ''Μέ τήν ὑπομονή σας θά κερδίσετε τίς ψυχές σας'' (Λουκ. 21, 19).
Πρέπει ἀκόμα αὐτός πού κτίζει νά βάλει ἐνδιάμεσα στά λιθάρια λάσπη. Γιατί ἄν βάλει λιθάρι πάνω σέ λιθάρι, χωρίς νά βάλει ἐνδιάμεσα λάσπη, σπάζουν τά λιθάρια καί γκρεμίζεται ἡ οἰκοδομή. Λάσπη εἶναι ἡ ταπείνωση, ἐπειδή γίνεται ἀπό χῶμα καί πατιέται ἀπ' ὅλους. Κάθε ἀρετή λοιπόν πού γίνεται χωρίς ταπείνωση δέν εἶναι ἀρετή, ὅπως ἀκριβῶς λέει καί τό Γεροντικό: ''Ὅπως εἶναι ἀδύνατον νά φτιάξουμε βάρκα χωρίς καρφιά, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νά σωθεῖ κανείς χωρίς ταπεινοφροσύνη''. Πρέπει λοιπόν, ὅ,τι καλό κάνει κανείς νά τό κάνει μέ ταπείνωση, ὥστε μέ τήν ταπείνωση νά διατηρηθεῖ τό καλό. Ἀκόμα πρέπει ἡ οἰκοδομή νά ἔχει καί τά λεγόμενα ἰμαντώματα. Αὐτά εἶναι ἡ διάκριση πού στερεώνει τήν οἰκοδομή καί ἑνώνει τό ἕνα λιθάρι μέ τό ἄλλο, τή δένει γερά καί τήν ὀμορφαίνει.
Ἡ στέγη εἶναι ἡ ἀγάπη, πού εἶναι ἡ τελείωση ὅλων τῶν ἀρετῶν, ὅπως ἀκριβῶς καί ἡ στέγη τοῦ σπιτιοῦ (Κολ. 3, 14). Κατόπιν μετά τή στέγη τό περιτείχισμα τῆς ταράτσας. Ποιό εἶναι τό περιτείχισμα; Εἶναι γραμμένο στό Νόμο: ''Ἄν κτίσετε τό σπίτι σας καί φτιάξετε τό δῶμα, φτιάξτε καί περιτείχισμα ὁλόγυρά του, γιά νά μή πέσουν κάτω τά παιδιά σας (Δευτ. 22, 8). Τό περιτείχισμα εἶναι ἡ ταπείνωση. Αὐτή εἶναι ἐκείνη πού ζώνει ὁλόγυρα καί φυλάει ὅλες τίς ἀρετές. Καί ὅπως ἀκριβῶς κάθε ἀρετή πρέπει νά γίνεται μέ ταπείνωση -σύμφωνα μέ τόν τρόπο πού εἴπαμε ὅτι κάθε λιθάρι τοποθετεῖται πάνω σέ λάσπη- ἔτσι καί ἡ τελείωση τῆς ἀρετῆς ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν ταπείνωση. Καί ὅταν οἱ ἅγιοι προοδεύουν στήν ἀρετή, φτάνουν φυσικά στήν ταπείνωση. Ὅπως ἀκριβῶς πάντοτε σᾶς λέω: ''Ὅσο πλησιάζει κανείς στό Θεό, τόσο πιό ἁμαρτωλό βλέπει τόν ἑαυτόν του''.
Ποιά ὅμως εἶναι τά παιδιά, πού εἶπε ὁ Νόμος ''νά μήν πέσουν ἀπό τό δῶμα''; Τά παιδιά εἶναι οἱ λογισμοί πού γεννιοῦνται στήν ψυχή τούς ὁποίους πρέπει νά φυλάει κανείς μέ τήν ταπείνωση, γιά νά μήν πέσουν κάτω ἀπό τό δῶμα, πού εἴπαμε ὅτι εἶναι ἡ τελείωση τῶν ἀρετῶν.
Δέστε, τελείωσε τό σπίτι. Ἔχει καί τά δοκάρια του. Ἔχει καί τή στέγη του. Νά καί τό περιτείχισμα τοῦ δώματος καί μ' ἕνα λόγο εἶναι ἕτοιμο τό σπίτι. Μήπως ὅμως τοῦ λείπει τίποτα; Ναί, παραλείψαμε κάτι. Καί ποιό εἶναι αὐτό; Νά εἶναι ὁ οἱκοδόμος τεχνίτης. Γιατί, ἄν δέν εἶναι καλός τεχνίτης, στραβοκτίζει λίγο τήν οἰκοδομή καί ὁποιαδήποτε δύσκολη στιγμή γκρεμίζεται τό σπίτι. Τεχνίτης εἶναι ἐκεῖνος πού κτίζει μέ ἐπίγνωση. Γιατί καμιά φορά συμβαίνει νά καταβάλει κανείς τόν κόπο τῆς ἀρετῆς ἐπειδή ὅμως δέν ἐργαζέται μέ ἐπίγνωση, νά τόν χάνει ἤ νά ἔρχεται γύρω-γύρω χωρίς νά μπορεῖ νά τελειώσει τό ἔργο, βάζοντας καί βγάζοντας τό ἴδιο λιθάρι. Εἶναι ἀκόμα καί ἄλλοι πού βάζουν ἕνα λιθάρι καί βγάζουν δυό. Νά, τί ἐννοῶ. Ἔρχεται ἕνας ἀδελφός καί σοῦ λέει ἕνα λόγο πού σέ στενοχωρεῖ καί σέ πληγώνει καί σύ σιωπᾶς καί βάζεις μετάνοια. Νά, ἔβαλες κιόλας ἕνα λιθάρι. Μετά πᾶς καί λές σ' ἄλλον ἀδελφό: ''Μ' ἔβρισε ὁ τάδε. Αὐτό καί αὐτό μοῦ εἶπε. Καί ἐγώ ὄχι μόνον δέν μίλησα, ἀλλά τοῦ ἔβαλα καί μετάνοια''. Δές, ἔβαλες ἕνα λιθάρι καί ἔβγαλες δυό. Πάλι συμβαίνει νά βάζει κανείς μετάνοια, θέλοντας νά δοξαστεῖ καί ἔτσι νοθεύεται ἡ ταπείνωση μέ τήν κενοδοξία. Αὐτό σημαίνει τό νά βάζει κανείς ἕνα λιθάρι καί νά τό ξαναβγάζει. Ἐκεῖνος ὅμως πού μετανοεῖ μέ ἐπίγνωση, πείθει τόν ἑαυτόν του ὅτι εἶναι δικό του τό σφάλμα, καί ὅτι αὐτός εἶναι ὁ αἴτιος. Αὐτό σημαίνει τό νά μετανοεῖ κανείς μέ ἐπίγνωση. Ἄλλος ἐπίσης ἀσκεῖ τή σιωπή, ἀλλ' ὄχι μέ ἐπίγνωση, ἐπειδή πιστεύει ὅτι κάνει ἀρετή. Αὐτός δέν κάνει τίποτα. Ἐκεῖνος ὅμως πού σιωπάει μέ ἐπίγνωση, πιστεύει ὅτι εἶναι ἀνάξιος νά μιλήσει, ὅπως εἶπαν οἱ Πατέρες. Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ σιωπή μέ ἐπίγνωση. Πάλι συμβαίνει νά μήν ἔχει κανείς μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτόν του ἀπό ἀδιαφορία καί ἄγνοια καί νά νομίζει ἔτσι ὅτι, ἔχοντας αὐτήν τήν ἀντίληψη, καταφέρνει κάτι σπουδαῖο καί ὅτι ταπεινώνεται. Δέν καταλαβαίνει ὅμως ὅτι μ' αὐτόν τόν τρόπο δέν κερδίζει τίποτα ἀπολύτως. Γιατί αὐτό πού κάνει δέν τό κάνει μέ ἐπίγνωση. Τό νά μήν ἔχει ὅμως κανείς μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτόν του μέ ἐπίγνωση, σημαίνει ὅτι ἔχει τή βαθιά συναίσθηση καί τή βιωματική ἐμπειρία πώς δέν εἶναι τίποτα, καί πώς δέν εἶναι ἄξιος νά θεωρηθεῖ οὔτε κἄν ἄνθρωπος, ὅπως ἀκριβῶς εἶπε καί ὁ ἀββάς Μωϋσῆς: ''Παλιοαράπη, ἀφοῦ δέν εἶσαι ἄνθρωπος, τί θέλεις μέσ' τούς ἀνθρώπους'';
Πάλι ὅταν ὑπηρετεῖ κανείς κάποιον ἄρρωστο μόνο καί μόνο γιά νά πάρει μισθό καί αὐτό ἐπίσης τό ἔργο δέν γίνεται μέ ἐπίγνωση. Καί ἄν τοῦ συμβεῖ κάτι λυπηρό, ἀμέσως σταματάει τό καλό ἔργο του καί δέν τό ὁλοκληρώνει, γιατί δέν τό κάνει μέ ἐπίγνωση. Ἐκεῖνος ὅμως πού ὑπηρετεῖ μέ ἐπίγνωση, τό κάνει γιατί ἔχει ἤδη ἀποκτήσει συμπάθεια γι' αὐτόν πού πάσχει, γιατί ἔχει ἀποκτήσει εὐσπλαχνική διάθεση. Ὅποιος ἔχει τέτοιο σκοπό, ὁ,τιδήποτε καί ἄν τοῦ συμβεῖ, εἴτε θλίψη ἐξωτερική, εἴτε ὁ ἴδιος ὁ ἄρρωστος δυσανασχετήσει μαζί του, αὐτός ὑπόμενει ἀτάραχα, ἔχοντας συγκεντρώσει τήν προσοχή του στό σκοπό του καί πιστεύοντας ὅτι περισσότερο εὐεργετεῖ ὁ ἄρρωστος αὐτόν, παρά ἐκεῖνος τόν ἄρρωστο. Πιστέψτε με, ὅτι καί ἀπό πάθη καί ἀπό πολέμους ἀνακουφίζεται, ὅποιος μέ ἐπίγνωση ὑπηρετεῖ ἕναν ἄρρωστο. Ἐγώ, πραγματικά, γνώρισα ἀδελφό πού τόν πολεμοῦσε ἡ αἰσχρή ἐπιθυμία καί ἐπειδή ἀκριβῶς ὑπηρετοῦσε μέ ἐπίγνωση κάποιον ἄρρωστο πού ἔπασχε ἀπό δυσεντερία, ἀπαλλάχτηκε ἀπό τόν πόλεμο. Καί ὁ Εὐάγριος λέει γιά κάποιον μεγάλο Γέροντα, ὅτι ἀπάλλαξε ἕναν ἀδελφό, πού ταραζόταν ἀπό νυκτερινές φαντασίες, προστάζοντάς τον νά νηστεύει καί νά ὑπηρετεῖ ἀσθενεῖς. Καί ὅταν τόν ρώτησαν γιατί τό ἔκανε αὐτό εἶπε: ''Τίποτα ἀπολύτως δέν σβήνει τά πάθη, ὅπως ἡ εὐσπλαχνία''. Καί ἄν ἀσκεῖται κανείς ἀπό κενοδοξία ἤ πιστεύοντας ὅτι αὐτό πού κάνει εἶναι ἀρετή, αὐτός δέν ἀσκεῖται μέ ἐπίγνωση. Γι' αὐτό λοιπόν ἀρχίζει νά ἐξουδενώνει τόν ἀδελφό του, πιστεύοντας γιά τόν ἑαυτόν του ὅτι εἶναι κάτι σπουδαῖο καί ἔτσι βρίσκεται στήν κατάσταση ἐκείνου πού ὄχι μόνον βάζει ἕνα λιθάρι καί χαλάει δυό, ἀλλά κινδυνεύει νά γκρεμίσει καί ὁλόκληρο τόν τοῖχο, κατακρίνοντας τόν πλησίον του. Αὐτός ὅμως πού ἐγκρατεύεται μέ ἐπίγνωση, δέν πιστεύει ὅτι κάνει ἀρετή, οὔτε θέλει νά τόν ἐπαινοῦν σάν ἀσκητή, ἀλλά πιστεύει ὅτι μέ τήν ἐγκράτεια ἀποκτάει τή σωφροσύνη, καί ἀπό αὐτή φτάνει στήν ταπείνωση, ὅπως λένε καί οἱ Πατέρες: ''Ὁ δρόμος τῆς ταπεινώσεως εἶναι οἱ σωματικοί κόποι πού γίνονται μέ ἐπίγνωση'' καί ἄλλα σχετικά. Καί μέ λίγα λόγια, μέ τέτοιο τρόπο πρέπει νά ἀσκεῖ κανείς τήν ἀρετή, ὥστε νά τήν ἀποκτήσει καί νά γίνει ἕνα μ' αὐτήν. Καί ἔτσι ἀποδεικνύεται, ὅπως εἴπαμε, καλός καί τεχνίτης οἰκοδόμος, ἔχοντας τή δυνατότητα νά κτίσει μέ ἀσφάλεια τό σπίτι του.
Ὅποιος λοιπόν θέλει νά φτάσει σέ τέτοια καλή κατάσταση, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, δέν πρέπει νά λέει: ''Εἶναι μεγάλες οἱ ἀρετές καί δέν μπορῶ νά τίς φτάσω''. Γιατί αὐτό τό λέει ὅποιος δέν ἐλπίζει στή βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἤ ὅποιος ἀπό ὀκνηρία εἶναι ἀπρόθυμος νά καταπιεστεῖ μέ ζῆλο σέ κάτι καλό. Παίρνουμε ὅποια ἀρετή θέλετε γιά παράδειγμα. Θά δεῖτε ὅτι εἶναι στό χέρι μας, ἄν θέλουμε, νά τήν κατορθώσουμε. Λέει π.χ. ''Νά ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου, ὅπως ἀγαπᾶς τόν ἑαυτό του'' (Λευϊτ. 19). Νά μήν σταθεῖς στό πόσο ἀπέχεις ἀπό τήν ἀρετή καί ν' αρχίσεις νά δειλιάζεις καί νά λές: ''Πῶς μπορῶ ν' ἀγαπήσω τόν πλησίον μου σάν τόν ἑαυτό μου; Πῶς μπορῶ νά νοιάζομαι γιά τίς στενοχώριες του σάν νά ἦταν δικές μου, καί μάλιστα ὅσες βρίσκονται κρυμμένες στήν καρδιά του, πού οὔτε τίς βλέπω οὔτε τίς ξέρω, ὅπως τίς δικές μου''; Μήν ἀπασχολεῖσαι μ' αὐτούς τούς λογισμούς καί μή νομίζεις ὅτι εἶναι ὑπερφυσική καί ἀκατόρθωτη ἡ ἀρετή, ἀλλά βάλε ἀπό τώρα ἀρχή, πιστεύοντας στό Θεό. Δεῖξε Του τό ἐνδιαφέρον καί τήν προαίρεσή σου καί θά δεῖς τή βοήθεια πού θά σοῦ δώσει γιά νά τό κατορθώσεις.
Νά, τί ἐννοῶ. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι ὑπάρχουν δυό σκάλες πού ἡ μιά ὁδηγεῖ στόν οὐρανό καί ἡ ἄλλη φέρνει κάτω στόν Ἅδη καί σύ βρίσκεσαι πάνω στή γῆ ἀνάμεσα στίς δυό σκάλες. Μή θελήσεις νά σκεφτεῖς καί νά πεῖς: ''Πῶς μπορῶ μέ μιᾶς νά πετάξω ἀπό τή γῆ καί νά βρεθῶ στήν κορυφή τῆς σκάλας''; Δέν εἶναι δυνατόν νά γίνει αὐτό, οὔτε ζητάει ἀπό σένα κάτι τέτοιο ὁ Θεός. Ἀλλά ἀγωνίσου γι' αὐτή τουλάχιστον τή στιγμή νά μήν πάρεις τήν ἄλλη σκάλα πού πάει πρός τά κάτω. Νά μήν κάνεις κακό στόν πλησίον, νά μήν πληγώσεις, νά μήν καταλαλήσεις, νά μήν προσβάλεις, νά μήν ἐξουδενώσεις. Καί ἔτσι ἀρχίζεις καί νά εὐεργετεῖς λίγο τόν ἀδελφό σου, ἀνακουφίζοντάς τον μέ τόν καλό σου λόγο, πάσχοντας μαζί του καί δίνοντάς του κάτι ἄν χρειαστεῖ. Καί ἀνεβαίνοντας μ' αὐτόν τόν τρόπο μιά-μιά βαθμίδα, φτάνεις, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, στήν κορυφή τῆς σκάλας. Γιατί βοηθώντας λίγο-λίγο τόν πλησίον, φτάνεις καί νά ἐπιθυμεῖς τόν συμφέρον τοῦ πλησίον, ὅπως ἀκριβῶς καί τό δικό σου, καί τήν ὠφέλειά του, ὅπως ἀκριβῶς τή δική σου. Καί αὐτό σημαίνει τό ''νά ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὅπως τόν ἑαυτό σου''. Ἄν ζητοῦμε κάτι θά τό βροῦμε, καί ἄν παρακαλοῦμε τό Θεό θά μᾶς φωτίσει. Γιατί λέει στό Εὐαγγέλιο: ''Παρακαλέστε καί θά σᾶς δοθεῖ, ζητῆστε καί θά βρεῖτε, κτυπῆστε τήν πόρτα καί θά σᾶς ἀνοιχτεῖ'' (Ματθ. 7, 7). ''Παρακαλέστε'' λέει γιά νά ἱκετεύουμε μέ τήν προσευχή. Τό ''ζητῆστε'' σημαίνει τό νά ἐρευνάει κανείς πῶς ἔρχεται κάθε συγκεκριμένη ἀρετή, ποιό εἶναι αὐτό πού τή φέρνει καί τί πρέπει νά κάνουμε γιά τήν ἀποκτήσουμε. Τό νά ἐρευνᾶμε καθημερινά ἔτσι, εἶναι αὐτό ἀκριβῶς πού λέει τό Εὐαγγέλιο ''ζητῆστε καί θά βρεῖτε''. Τό δέ ''κτυπῆστε'' εἶναι τό νά ἐφαρμόσουμε πρακτικά τίς ἐντολές. Γιατί καθένας πού κτυπάει, μέ τά χέρια κτυπάει. Καί τά χέρια θεωροῦνται σύμβολο τῆς πρακτικῆς ἐργασίας.
Πρέπει λοιπόν, ὄχι μόνο νά παρακαλοῦμε, ἀλλά καί νά ζητᾶμε καί νά ἐφαρμόζουμε, φροντίζοντας, ὅπως εἶπε ὁ Ἀπόστολος, νά εἴμαστε ''καταρτισμένοι'' σέ κάθε καλό ἔργο (Β' Τιμ. 3, 17). Τί σημαίνει ''καταρτισμένοι''; Ὅταν θέλει νά φτιάξει κανείς ἕνα πλοῖο, πρῶτα-πρῶτα ἑτοιμάζει ὅλα τά ὑλικά πού θά χρειαστοῦν μέχρι καί τά μικρότερα καρφιά, τή λίγη πίσσα καί τό λίγο στουπί. Κατά τόν ἴδιο τρόπο, ἄν μιά γυναίκα θέλει νά στήσει ἀργαλειό, ἑτοιμάζει μέχρι τό παραμικρό καλάμι καί τή μικρότερη κλωστή. Αὐτό σημαίνει νά εἶναι κανείς ''καταρτισμένος'', τό νά ἔχει δηλαδή κάνει καί τήν παραμικρή προετοιμασία πού θά τοῦ χρειαστεῖ γιά τήν ἐργασία του.
Ἔτσι λοιπόν νά εἴμαστε καί ἐμεῖς καταρτισμένοι σέ κάθε ἀγαθό ἔργο, κάνοντας κάθε εἴδους προετοιμασία γιά τήν ἐφαρμογή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ μέ ἐπίγνωση, ὅπως εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ὅπως αρέσει σ' Αὐτόν. Τί σημαίνει ὅμως αὐτό πού λέει ὁ Ἀπόστολος: ''Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ τό ἀγαθό καί εὐάρεστο καί τέλειο''; (Ρωμ. 12, 2).
Ὅλα ὅσα γίνονται ἤ τά παραχωρεῖ ὁ Θεός ἤ ἔτσι εὐδοκεῖ ὅπως λέει ὁ Προφήτης: '' Ἐγώ εἶμαι ὁ Κύριος πού ἀνατέλλω τό φῶς καί δημιουργῶ τό σκοτάδι'' (Ἡσ. 45, 7). Καί πάλι: ''Δέν ὑπάρχει καμιά κακία σέ μιά πόλη πού νά μήν τήν ἐπέτρεψε ὁ Κύριος'' (Ἀμῶς 3, 6). Κακία ὀνομάζει καθετί πού κάνει κακό, ὅπως τά θλιβερά πού μᾶς συμβαίνουν σάν παιδαγωγία γιά τήν κακία μας. Τέτοια εἶναι: ἡ πείνα, ἡ ἐπιδημία, ἡ ἀνομβρία, οἱ ἀρρώστιες, οἱ πόλεμοι. Αὐτά δέν γίνονται μέ τήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά γιατί ἔτσι ἐπιτρέπει, παραχωρώντας νά μᾶς βροῦν αὐτά γιά τό συμφέρον τῆς ψυχῆς μας. Αὐτά λοιπόν, δέν εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ νά τά ἐπιθυμοῦμε κι ἐμεῖς, οὔτε νά τά ὑποβοηθοῦμε. Νά, τί ἐννοῶ. Εἶναι θέλημα Θεοῦ, ὅπως εἴπαμε, ''κατά παραχώρηση'' νά καταστραφεῖ μιά πόλη. Δέν θέλει ὅμως, ἐπειδή εἶναι θέλημά Του νά καταστραφεῖ, νά βάλουμε ἐμεῖς φωτιά καί νά τήν κάψουμε ἤ νά πάρουμε ἀξίνες καί νά τήν καταστρέψουμε. Κατά τόν ἴδιο τρόπο ἐπιτρέπει ὁ Θεός, νά θλιβεῖ κάποιος ἤ νά ἀρρωστήσει. Δέν θέλει ὅμως, ἐπειδή εἶναι θέλημά Του νά θλιβεῖ, νά τόν θλίβουμε ἐμεῖς ἤ νά ποῦμε ὅτι, ἐπειδή ἦταν θέλημα Θεοῦ ν' ἀρρωστήσει, δέν θά τόν ἐλεήσουμε. Αὐτό δέν τό θέλει ὁ Θεός, δέν θέλει νά ὑπηρετήσουμε ἐμεῖς τέτοιου εἴδους θέλημα. Τόσο ἀγαθούς μᾶς θέλει ὁ Θεός, ὥστε ἀκόμα καί σ' αὐτές τίς συμφορές πού Ἐκεῖνος ἐπιτρέπει δέν θέλει νά συγκατατεθοῦμε μέ τό θέλημά μας. Ἀλλά τί ἐπιθυμεῖ νά θέλουμε; Τό θέλημά Του τό ἀγαθό, αὐτό πού γίνεται, ὅπως εἴπαμε, ''κατ' εὐδοκίαν''. Τό ἀγαθό δέ θέλημα εἶναι καθετί πού γίνεται σύμφωνα μέ τήν ἐντολή πού μᾶς ἔδωσε, ὅπως τό νά ἀγαπάει ὁ ἕνας τόν ἄλλο, νά συμπάσχει, νά ἐλεεῖ, καί τά παρόμοια. Νά, αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ τό ἀγαθό.
Ποιό εἶναι ὅμως τό εὐάρεστο; Γιατί, βέβαια, δέν σημαίνει ὅτι κάνοντας κανείς τό ἀγαθό, ὁπωσδήποτε εἶναι καί εὐάρεστο στό Θεό. Καί σᾶς λέω ἕνα παράδειγμα. Τυχαίνει νά βρεῖ κάποιος μιά ὀρφανή, πτωχή καί ὄμορφη κοπέλα πού τοῦ ἀρέσει, ἐπειδή εἶναι ὄμορφη καί τήν παίρνει καί τήν ἀνατρέφει μέ τό πρόσχημα ὅτι ἀνατρέφει μιά ὀρφανή. Δέστε, καί θέλημα Θεοῦ εἶναι αὐτό καί ἀγαθό, δέν εἶναι ὅμως καί εὐάρεστο. Εὐάρεστο εἶναι ὅταν κάνει κανείς λ.χ. ἐλεημοσύνη, νά μήν τήν κάνει ἀπό κάποιο ἀνθρώπινο λογισμό, ἀλλά γιά τό ἴδιο τό καλό, γιά τήν ἴδια τή συμπάθεια. Αὐτό εἶναι τό εὐάρεστο στό Θεό.
Τό τέλειο ἐπίσης εἶναι ὅταν κάνει κανείς ἐλεημοσύνη νά μήν τήν κάνει στενόκαρδα, οὔτε μέ ἀπροθυμία καί καταφρόνηση, ἀλλά μέ ὅλη του τή δύναμη μέ ὅλη του τήν προαίρεση, δίνοντας μέ τέτοιο τρόπο σάν νά παίρνει ὁ ἴδιος, εὐεργετώντας ἔτσι, σάν νά δεχόταν ὁ ἴδιος τήν εὐεργεσία. Τότε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γίνεται τέλειο. Καί ἔτσι φτάνει νά κάνει κανείς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος, ''τό ἀγαθό καί εὐάρεστο καί τέλειο''. Νά, αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνο πού γίνεται μέ ἐπίγνωση.
Πρέπει νά μάθει κανείς τό ἀγαθό αὐτό τῆς ἐλεημοσύνης, πόση Χάρη κρύβει, γιατί ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι μεγάλη καί μπορεῖ ἡ ἴδια νά ἐξαλείψει καί ἁμαρτίες καθώς λέει ὁ Προφήτης: ''Τό λύτρο γιά τήν ἐξαγορά τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τά ἴδια του τά πλούτη'' (Παρ. 13, 8). Καί ἀλλοῦ ἐπίσης λέει: ''Μέ ἐλεημοσύνες ἐξαγόρασε τίς ἁμαρτίες σου'' (Δαν. 4, 24). Καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε: ''Νά γίνετε οἰκτίρμονες, ὅπως καί ὁ οὐράνιος Πατέρας σας εἶναι οἰκτίρμων'' (Λουκ. 6, 36). Δέν εἶπε: ''Νηστεύετε, ὅπως ὁ οὐράνιος Πατέρας σας νηστεύει'', οὔτε πάλι εἶπε: ''Νά μήν ἔχετε περιουσία, ὅπως καί ὁ οὐράνιος Πατέρας σας δέν ἔχει''. Ἀλλά τί λέει: ''Νά γίνετε οἰκτίρμονες, ὅπως ὁ οὐράνιος Πατέρας σας εἶναι οἰκτίρμων''. Γιατί ἰδιαίτερα μ' αὐτήν τήν ἀρετή ὁ ἄνθρωπος μιμεῖται τό Θεό. Αὐτή εἶναι ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς ἀγάπης Του. Πρέπει λοιπόν ὅπως εἴπαμε, σ' αὐτό τό σκοπό νά συγκεντρώνουμε τήν προσοχή μας πάντοτε, ὥστε ὅ,τι κάνουμε νά τό κάνουμε μέ ἐπίγνωση. Ὑπάρχει βέβαια πολλή διαφορά καί στό σκοπό τῆς ἐλεημοσύνης. Κάνει κανείς ἐλεημοσύνη γιά νά εὐλογηθεῖ τό χωράφι του καί ὁ Θεός τό εὐλογεῖ. Ἄλλος κάνει ἐλεημοσύνη γιά νά σωθεῖ τό πλοῖο του καί ὁ Θεός τό σώζει. Ἄλλος τήν κάνει γιά τά παιδιά του καί ὁ Θεός φυλάει τά παιδιά του. Ἄλλος τήν κάνει γιά νά δοξαστεῖ καί ὁ Θεός τόν δοξάζει. Καί δέν παραβλέπει ὁ Θεός κανέναν, ἀλλά αὐτό πού θέλει καθένας αὐτό καί τοῦ δίνει. Ἀρκεῖ νά μήν βλάπτεται ἀπ' αὐτό ἡ ψυχή του. Ἀλλά ὅλοι αὐτοί ἔχουν πάρει ἤδη τό μισθό τους, γιατί δέν ἔδωσαν περιθώρια στό Θεό νά τούς δώσει κάτι παραπάνω, ἐπειδή ὁ σκοπός πού ἔβαλαν, δέν ἦταν ἡ ὠφέλεια τῆς ψυχῆς τους. Γιά νά εὐλογηθεῖ τό χωράφι σου τό ἔκανες; Ὁ Θεός τό εὐλόγησε. Γιά τά παιδιά σου τό ἔκανες; Ὁ Θεός τά φύλαξε. Γιά νά δοξαστεῖς τό ἔκανες; Σέ δόξασε. Τί σοῦ χρωστάει ἀκόμα ὁ Θεός; Σέ πλήρωσε γιά ὅ,τι ἔκανες.
Εἶναι καί ἄλλος πού κάνει ἐλεημοσύνη γιά νά γλυτώσει ἀπό τήν κόλαση. Αὐτός τήν κάνει γιά τήν ψυχή του, αὐτός ἐνεργεῖ ''κατά Θεόν'', πλήν ὅμως δέν κάνει καί ὅπως ἀκριβῶς θέλει ὁ Θεός. Ἀκόμα βρίσκεται στή δουλική κατάσταση. Γιατί ὁ δοῦλος δέν κάνει τό θέλημα τοῦ Κυρίου του, ἐπειδή καί ὁ ἴδιος τό θέλει, ἀλλ' ἐπειδή φοβᾶται μήπως τιμωρηθεῖ. Καί αὐτός κατά τόν ἴδιο τρόπο ἐλεεῖ γιά νά γλυτώσει ἀπό τήν κόλαση καί ὁ Θεός τόν γλυτώνει ἀπ' αὐτήν. Ἄλλος ἐλεεῖ γιά νά πάρει μισθό. Αὐτός ὁ σκοπός εἶναι ἀνώτερος ἀπό τόν πρῶτο, ἀλλ' οὔτε αὐτός δέν εἶναι ἀκόμα, ὅπως ἀκριβῶς θέλει ὁ Θεός. Γιατί δέν βρίσκεται ἀκόμα ἀπό πλευρᾶς ψυχικῆς διαθέσεως στήν κατάσταση τοῦ υἱοῦ. Ἀλλ' ὅπως ἀκριβῶς ὁ μισθωτός δέν κάνει τό θέλημα τοῦ ἀφεντικοῦ του, παρά μόνο καί μόνο γιά νά πάρει ἀπ' αὐτόν μισθό καί νά ἔχει κέρδη, ἔτσι καί αὐτός ἐλεεῖ γιά νά πάρει μισθό.
Γιατί ὑπάρχουν τρία εἴδη ψυχικῶν διαθέσεων πού μᾶς ὁδηγοῦν στό νά κάνουμε τό καλό, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Αὐτά νομίζω ὅτι καί ἄλλη φορά σᾶς τά εἶπα. Κάνουμε τό καλό ἤ γιατί φοβόμαστε τήν κόλαση καί τότε βρισκόμαστε στήν κατάσταση τοῦ δούλου ἤ γιά νά πάρουμε μισθό καί ἔχουμε τήν κατάσταση τοῦ μισθωτοῦ ἤ γιά τό ἴδιο τό καλό καί τότε βρισκόμαστε στήν κατάσταση τοῦ υἱοῦ. Γιατί ὁ υἱός δέν κάνει τό θέλημα τοῦ πατέρα του ἀπό φόβο, οὔτε γιατί θέλει νά πάρει ἀπ' αὐτόν μισθό, ἀλλά ἐπειδή θέλει νά τόν διακονήσει, νά τόν τιμήσει καί νά τόν ἀναπαύσει. Καί ἐμεῖς ἔτσι πρέπει νά κάνουμε τήν ἐλεημοσύνη, γιά τήν ἴδια τήν ἀρετή, συμμετέχοντας στίς δυσκολίες τῶν ἄλλων, σάν νά ἦταν μέλη τοῦ σώματός μας. Νά διακονοῦμε κάποιον σάν νά ἀπολαμβάνουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τόν καρπό τῆς διακονίας μας. Νά δίνουμε ἔτσι σάν νά εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι πού παίρνουμε. Αὐτή εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη πού γίνεται μέ ἐπίγνωση. Ἔτσι, ὅπως εἴπαμε, βρισκόμαστε στήν ψυχική κατάσταση τοῦ υἱοῦ.
Κανένας δέν μπορεῖ νά πεῖ: ''Εἶμαι φτωχός καί δέν ἔχω νά ἐλεήσω''. Γιατί, καί ἄν ἀκόμα δέν μπορεῖς νά δώσεις, ὅπως ἐκεῖνοι οἱ πλούσιοι πού ἔβαζαν τά δῶρα τους στό γαζοφυλάκιο, δῶσε δυό λεπτά (Μαρκ. 12, 41 - Λουκ. 21, 3), ὅπως ἡ φτωχιά ἐκείνη χήρα. Καί τά δέχεται ὁ Θεός ἀπό μέρους σου καλύτερα κι ἀπό τά δῶρα τῶν πλουσίων. Οὔτε αὐτά δέν ἔχεις; Ἔχεις ὅμως δύναμη σωματική καί μπορεῖς μέ τή διακονία σου νά ἐλεήσεις τόν ἄρρωστο. Δέν μπορεῖς οὔτε αὐτό; Μπορεῖς μέ τόν καλό σου λόγο νά παρηγορήσεις τόν ἀδελφό σου. Ἐλέησέ τον λοιπόν μέ τόν καλό σου λόγο καί ἄκουσε αὐτόν πού λέει: ''Εἶναι προτιμότερος ὁ καλός λόγος ἀπό τά ὑλικά δῶρα'' (Σοφ. Σειρ. 18, 16). Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι οὔτε μέ τό λόγο δέν μπορεῖς νά ἐλεήσεις. Μπορεῖς ὅμως, ἄν ὀργιστεῖ μαζί σου ὁ ἀδελφός σου, νά τόν ἐλεήσεις καί νά τόν ὑπομείνεις τήν ὥρα τῆς ταραχῆς του, ἀφοῦ τόν βλέπεις νά ἐπηρεάζεται ἀπό τόν κοινό ἐχθρό (διάβολο). Καί ἀντί νά τοῦ πεῖς ἕνα λόγο καί νά τόν ταράξεις περισσότερο, νά σιωπήσεις καί νά ἐλεήσεις τήν ψυχή του, παίρνοντας τήν ἀπό τά χέρια τοῦ ἐχθροῦ. Μπορεῖς πάλι ἄν ἁμαρτήσει εἰς βάρος σου ὁ ἀδελφός σου, νά τόν ἐλεήσεις καί νά τοῦ συγχωρέσεις τήν ἁμαρτία, γιά νά πάρεις καί σύ ἀπό τό Θεό ἄφεση. Γιατί λέει ἡ Ἁγία Γραφή: ''Συγχωρέστε γιά νά συγχωρεθεῖτε'' (Λουκ. 6, 37). Καί βρίσκεσαι στή θέση νά ἐλεεῖς τήν ψυχή τοῦ ἀδελφοῦ σου, συγχωρώντας τον γιά ὅσα ἁμάρτησε εἰς βάρος σου. Γιατί ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τήν ἐξουσία, ἄν θέλουμε, νά συγχωροῦμε ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τά ἁμαρτήματα. Καί ναί μέν, δέν ἔχεις τή δυνατότητα νά ἐλεήσεις τό σῶμα τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἐλεεῖς ὅμως τήν ψυχή του. Καί ποιά μεγαλύτερη ἐλεημοσύνη ὑπάρχει ἀπό ἐκείνη πού προσφέρεται στήν ψυχή; Γιατί ὅπως ἀκριβῶς ἡ ψυχή ἔχει μεγαλύτερη ἀξία ἀπό τό σῶμα, ἔτσι καί ἡ ἐλεημοσύνη πού προσφέρεται στήν ψυχή ἔχει μεγαλύτερη ἀξία ἀπ' αὐτή πού γίνεται στό σῶμα. Ὥστε λοιπόν κανένας δέν μπορεῖ νά πεῖ: ''Δέν μπορῶ νά κάνω ἐλεημοσύνη''. Ὁ καθένας μπορεῖ, κατά τή δύναμή του καί ἀνάλογα μέ τήν κατάστασή του. Μόνον, νά ἔχει κανείς τό νοῦ του, τό καλό πού κάνει, νά τό κάνει μέ ἐπίγνωση, ὅπως εἴπαμε καί γιά κάθε ἄλλη ἀρετή. Γιατί εἴπαμε ὅτι ἐκεῖνος πού ἐνεργεῖ μέ ἐπίγνωση, αὐτός εἶναι ὁ ἀναγνωρισμένος τεχνίτης, πού οἰκοδομεῖ μέ ἀσφάλεια τό σπίτι του. Γι' αὐτόν λέει τό Εὐαγγέλιο. ''Ὁ φρόνιμος ἄνθρωπος κτίζει τό σπίτι του πάνω στήν πέτρα καί δέν μπορεῖ καμιά δύναμη νά τό διασαλέψει'' (Ματθ. 7, 24).
Ὁ φιλάνθρωπος Θεός νά δώσει ν' ἀκοῦμε καί νά ἐφαρμόζουμε ὅσα διδασκόμαστε, γιά νά μήν γίνουν αὐτά τά λόγια τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, αἰτία κολάσεως, γιατί σ' Αὐτόν ἁρμόζει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.
ΑΓΙΟΥ ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ
ΙΔ' Διδασκαλία