Είναι ποίημα ποιητικής, ανήκει στα «Ορφικά» ποιήματα των Απάντων του, στην ποιητική ενότητα «Λυρικά Β».
Έχει δραματικό και φιλοσοφικό αφηγηματικό χαρακτήρα.
Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο ενικό πρόσωπο, ο ποιητής – αφηγητής συμμετέχει στη δράση, η εστίαση είναι εσωτερική.
Ο τίτλος του είναι ένας σαφής υπομνηματισμός του ιερού για το Σικελιανό αρχαίου παρελθόντος, είναι τίτλος συμβολικός. Ο ποιητής εμφανίζεται ως περιπατητής της Ιεράς Οδού, κι οδεύει προς τον προσφιλή του τόπο των Ελευσίνιων Μυστηρίων.
Στην διάρκεια της πλοκής μεταφέρεται έξω από το χρόνο της αφήγησης, τεχνική που ο Σικελιανός χρησιμοποιεί για να θίξει τη διαχρονικότητα των ιδεών που θα αναπτύξει (στ. 26-27 και 68-72).
Το ποίημα διακρίνεται για τον πυκνότατο συμβολισμό του.
Το πρόσωπο του «Ατσίγγανου» ή «γύφτου», που κακομεταχειρίζεται τις αρκούδες, συμβολίζει το πρόσωπο του κάθε δυνάστη και καταπιεστή.
Η αρκούδα εμφανίζεται αρχικά ως σύμβολο της μητρότητας, σύμβολο της μάνας – γης και ως αιώνιας μάνας που υποφέρει για το μαρτύριο του παιδιού της. (στ. 45 και 61-65)
Ύστερα γίνεται το διαχρονικό – μαρτυρικό σύμβολο όλου του σκλαβωμένου κόσμου που πονάει και υποφέρει ( στίχος 76-79).
Στο βασανιστικό για τον ποιητή ερώτημα : αν κάποτε οι άνθρωποι θα ελευθερωθούν από τα δεσμά τους, τίθεται ως απάντηση το θέμα της συμφιλίωσης και της ενότητας (στ. 93-96). Ο τρόπος που αυτή αναβλύζει από το βαθύτερο «εγώ» του ποιητή (σαν «μούρμουρο») (στ. 104,105) καθρεφτίζει τον χαμηλότονο λυρισμό του, ο οποίος είναι χαρακτηριστικός στην περίοδο που έγραψε το ποίημα.
Στο ποιητικό σύμπαν του Σικελιανού κυριαρχεί απόλυτη αρμονία και πρυτανεύει το στοιχείο της ενότητας. Το πρόβλημα του πόνου και της ανελευθερίας εκφρασμένο σε παγκόσμια διάσταση και η αισιόδοξη στο μέλλον λύση του συνάδουν με την κοσμοθεωρία του, για την οποία αγωνίστηκε με ολόκληρο το έργο του.
Η αισιοδοξία δεν εμφανίζεται στο ποίημα σαν μια δεδομένη εξαρχής ψυχική κατάσταση του ποιητή, αλλά ως αποτέλεσμα μιας επίπονης διαδικασίας μύησής του. Η κεντρική θέση που αυτός κατέχει στο ποίημα, ως ο εκλεκτός, εμπνευσμένος και μυημένος δημιουργός, απηχεί τις αρχές του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, της αντιλογοκρατίας (ιρρασιοναλισμός),αλλά και εκείνες της αρχαϊκής περιόδου του ελληνισμού, με κύριο πρότυπο τον Πίνδαρο. Πρόκειται για μια βαθιά αριστοκρατική αντίληψη για την ποίηση και τον ποιητή, ο οποίος συνδυάζει στο πρόσωπό του τις ιδιότητες του οραματιστή, του προφήτη, του ιερέα και του μύστη, και παίζει με το έργο του ζωτικό κοινωνικό ρόλο.
Διακρίνουμε επίσης το χαρακτηριστικό στην ποίηση του Σικελιανού θρησκευτικό συγκρητισμό: «ξάφνου τρανή […] Παναγία» (στ. 44-50). Το μαρτυρικό πανανθρώπινο σύμβολο της Μάνας εμφανίζεται τόσο στην αρχαιοελληνική του εκδοχή, με τις αναφορές στη Δήμητρα και στην Αλκμήνη, όσο και στη χριστιανική του εκδοχή, με την αναφορά στη μητέρα του θεανθρώπου Παναγία.
Εντοπίζουμε την δεξιοτεχνική αφηγηματική οργάνωση του ποιήματος, την περίπλοκη και μακροπερίοδη συντακτική του ανάπτυξη, τον μεγάλο πλούτο των εκφραστικών μέσων: πολλές μεταφορές, μεγάλες παρομοιώσεις, πλούσιους επιθετικούς προσδιορισμούς, ζωντανές εικόνες, επαναλήψεις.
Γλώσσα του ποιήματος είναι η δημοτική με πολλά παλαιοδημοτικά στοιχεία: λ.χ. αβασκαντήρα, κάματον, οκνούσε, πιδέξιο, ρείπια, αθεμωνιές, θρονί, αγνάντια, ακλούθααν, πλάγι, ανασκώθηκε, κοίτααν, μούχρωμα κλπ.
Το μέτρο του είναι ο ανομοιοκάταληκτος ιαμβικός εντεκασύλλαβος, εκτός του πρώτου στίχου που είναι δεκατρισύλλαβος.
Το ύφος του είναι λυρικό, έντονο, δραματικό, φιλοσοφικό.
Με το δρώμενο και τους συμβολισμούς του ο Σικελιανός αποκαλύπτει το κοινωνικό έργο της ποίησής του, της οποίας στόχος είναι να περάσει στον αναγνώστη ιδέες, συναισθήματα, μηνύματα.