Υπάρχει μια κοφτή και καθαρή σαν όμορφος κρύσταλλος κουβέντα του Αριστοτέλη που συμβουλεύει: «Πίσω από κάθε πόνο σου στέκει ένα λάθος σου».
Η θεωρία πως η ζωή είναι μια ατέλειωτη, βασανιστική και ανερμήνευτη περιπέτεια δεν είναι πάντα μια τίμια θεωρία. Έχω προσέξει πως γύρω μου οι πιο γκρινιάρηδες είναι συνήθως εκείνοι που έχουν τα περισσότερα αγαθά, τις μεγαλύτερες ευκολίες. Επίσης είναι οι πιο τεμπέληδες. «Τεμπελιάζω», κατά τη γνώμη μου, σημαίνει κυρίως «αρνούμαι να δω και να αναλάβω την ευθύνη μου». Τον πραγματικό ρόλο μου στο «δράμα» που «κάθε τόσο με καταδιώκει».
Τα παντρεμένα ζευγάρια, μέσα στα άλλα βολικά ψευδοτεχνάσματα που προσφέρει ο γάμος, εύκολα αποδίδουν ο ένας στον άλλον όσα δυσάρεστα συμβαίνουν στη ζωή τους. Όταν χωρίσεις κι απομείνεις μόνος, τότε ανακαλύπτεις το νέο κενό. Το κενό έδρανο του φταίχτη! Ξαφνικά δεν υπάρχει εκεί κοντά ο σύζυγος να του πετάξεις το ανάθεμα και να ανακουφίσεις, ρίχνοντας πάνω του σαν κάδο σκουπιδιών, τον μπελά της συνείδησής σου. Στέκεσαι ολομόναχη πια στο άδειο σπίτι, κρατώντας το πρόβλημα σαν αναμμένο κάρβουνο στην παλάμη σου. Υπάρχει δηλαδή η τρομαχτική πιθανότητα να αναγκαστείς να δεις ότι φταις εσύ!
Οι άνθρωποι που έχουν χωνέψει την παραπάνω κουβέντα του Αριστοτέλη: «Πίσω από κάθε πόνο σου στέκει ένα λάθος σου», που την έχουν κάνει βίωμα και τρόπο σκέψης, στάση και έξοδο, είναι τελικά οι πιο αισιόδοξοι άνθρωποι. Γιατί αισθάνονται πως κρατούν στα χέρια τους τη ζωή τους. Τα συμβάντα που έρχονται δεν κρύβουν την απειλή του απρόβλεπτου, οι ταλαιπωρίες τους δεν είναι διαστροφές μιας τυφλής μοίρας. Γι’ αυτούς υπάρχει νομοτέλεια και, το πιο χαρούμενο, υπάρχει δικαιοσύνη. Τι ανακούφιση να ζω σε έναν κόσμο δίκαιο και συνετό, ακόμα κι όταν λειτουργεί αυστηρά εναντίον μου αυτός ο δίκαιος αόρατος κριτής!
Όταν πάψεις να παραπονιέσαι για ότι δεν έχεις, έκθαμβος θα ανακαλύψεις πόσα πολλά έχεις. Προσέξτε γύρω σας πως εκείνοι που προκόβουν που εργάζονται, που δημιουργούν, που ονειρεύονται είναι τελικά οι πιο αισιόδοξοι.
Μέσα στην οικογένεια – αυτό το καζάνι ανακύκλωσης και βρασμού των υπεκφυγών μας – άνετα, σχεδόν αυτόματα, εκτοξεύονται οι κατηγορίες πως είναι ο άλλος σύζυγος ο υπαίτιος για κάθε αναποδιά, πως τα ελαττώματα του παιδιού είναι κληρονομημένα από τα ελαττώματα του άλλου, έτσι όπως τα προτερήματά του προέρχονται όλα «από εμένα».
Αρκετοί από πολύ νωρίς, αρκετοί με τα χρόνια και με τα δύσκολα του βίου, καταφεύγουν να θυματοποιούν τον εαυτό τους. Να μοιρολογούν για μια ζωή άδικη που κερδίζεται μονάχα από τους αναίσθητους, από τους δόλιους, τους απατεώνες και τους αδίστακτους. Για ότι δηλαδή δεν μπορούν και δεν καταδέχονται να γίνουν ποτέ οι ίδιοι.
Και η ηδονή της θυματοποίησης είναι η μέγιστη ηδονή της γκρίνιας. Ο εγωισμός έχει δυο δρόμους να ακολουθήσει, προκειμένου να ξεδιψάσει τις αξεδίψαστες ανάγκες του. Πρώτο: Με το να είμαι αξιοθαύμαστος. Και δεύτερο, στην περίπτωση που δεν κατορθώνω το πρώτο: Με το να είμαι αξιολύπητος.
Η θυματοποίησή μου, η έκθεση και η περιφορά του πόνου μου, της ατυχίας μου, της συμφοράς μου, ελκύει την προσοχή, τη φροντίδα και τον ποθητότατο θαυμασμό των άλλων. Όσο πιο άτυχος και βασανισμένος καταντώ, τόσο και πιο ηρωικός στα μάτια των τρίτων. Είναι μια ύπουλη εναλλακτική για να γίνω τελικά το κέντρο του μικρόκοσμού μου. Του μίζερου μικρόκοσμου όπου έχω συρρικνώσει το άπειρο σύμπαν σαν βραστή πατάτα μες στη χούφτα μου και το ελέγχω κατά βούληση. Ο ναρκισσισμός άλλωστε δεν ηδονίζεται μόνο με την έπαρση, ηδονίζεται εξίσου και με τις ταπεινολογίες.