Όταν δίνει κανείς μια διαβεβαίωση ή υπόσχεση ή ορκίζεται πως θα κάνει κάτι, πρέπει να φροντίσει να πραγματοποιηθεί. Αν κάποιος λέει πως πρόκειται να κάνει κάτι, θα πρέπει να το κάνει. Αν λέει πως δεν πρόκειται να κάνει κάτι, θα πρέπει να μην το κάνει.
Η εκτίμηση προς κάποιο άτομο βασίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στο αν το άτομο αυτό κρατάει το λόγο του ή όχι. Για παράδειγμα, ακόμα κι οι γονείς, θα εκπλήσσονταν με το πόσο πέφτουν στην εκτίμηση των παιδιών τους όταν δεν κρατούν μια υπόσχεση.
Τους ανθρώπους που κρατούν το λόγο τους τους εμπιστεύονται και τους θαυμάζουν. Τους ανθρώπους που δεν τον κρατούν τους θεωρούν σκουπίδια.
Σ’ εκείνους που αθετούν το λόγο τους συχνά ποτέ δεν τους δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία.
Ένα άτομο που δεν κρατά το λόγο του μπορεί σύντομα να βρει τον εαυτό του μπερδεμένο και παγιδευμένο σε κάθε είδους «εγγυήσεις» και «περιορισμούς» και μπορεί ακόμα να βρει τον εαυτό του αποκλεισμένο από τις κανονικές σχέσεις με τους άλλους. Δεν υπάρχει πιο σίγουρη απομόνωση από τους συνανθρώπους του από το να παραλείψει κανείς να κρατήσει τις υποσχέσεις που έδωσε.
Ποτέ δε θα πρέπει να επιτρέπει κανείς σ’ έναν άλλο να δίνει το λόγο του επιπόλαια. Θα πρέπει να επιμένει πως, όταν δίνεται μια υπόσχεση, πρέπει να τηρείται. Η ίδια η ζωή του μπορεί να διαταραχτεί πολύ αν προσπαθήσει να συνδεθεί με ανθρώπους που δεν τηρούν τις υποσχέσεις τους. Δεν είναι μια απλή υπόθεση.
Είναι κατά πολύ ευκολότερο να διαβεί κανείς το δρόμο προς την ευτυχία μαζί με ανθρώπους που μπορεί να εμπιστεύεται.