Τα πιο πικρά δάκρυα που χύνονται πάνω σε τάφους, είναι για λόγια που δεν ειπώθηκαν και για πράξεις που έμειναν μισοτελειωμένες.
Harriet Beecher Stowe
Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν ανάγκη να ακούσουν εκείνες τις «δύο μαγικές λεξούλες». Που και πού, κάποιοι, τις ακούνε την ώρα που πρέπει.
Harriet Beecher Stowe
Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν ανάγκη να ακούσουν εκείνες τις «δύο μαγικές λεξούλες». Που και πού, κάποιοι, τις ακούνε την ώρα που πρέπει.
Γνώρισα την Κόνυ την ημέρα της εισαγωγής της στην πτέρυγα των ανιάτων, στο νοσοκομείο που εργαζόμουν εθελοντικά. Ο άντρας της, ο Μπιλ, στεκόταν κοντά μας γεμάτος νευρικότητα, καθώς τη μεταφέραμε από το φορείο στο κρεβάτι του δωματίου της. Παρ’ όλο που η Κόνυ βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο της μάχης της με τον καρκίνο, ήταν ζωηρή και ευδιάθετη. Την τακτοποιήσαμε στο κρεβάτι της. Αφού έγραψα το όνομα της σε όλα τα αντικείμενα του νοσοκομείου που θα χρησιμοποιούσε, τη ρώτησα αν χρειαζόταν κάτι.
«Α, ναι», μου είπε. «Μπορείτε σας παρακαλώ να μου δείξετε πώς να χρησιμοποιώ την τηλεόραση; Μου αρέσουν πάρα πολύ οι σαπουνόπερες και δεν θέλω να χάνω επεισόδια». Η Κόνυ ήταν ρομαντική. Της άρεσαν οι σαπουνόπερες, τα ρομάντζα, οι νουβέλες και τα κινηματογραφικά έργα με καλές ιστορίες αγάπης. Όταν γνωριστήκαμε καλύτερα μου εκμυστηρεύτηκε πόσο απογοητευτικό ήταν να είναι παντρεμένη για 32 χρόνια με έναν άνθρωπο που πολύ συχνά την αποκαλούσε «ανόητη».
«Ξέρω πως ο Μπιλ με αγαπάει», είπε, «αλλά δεν είναι ο τύπος που θα μου το πει ή θα μου στείλει κάρτες». Υπέγραψε και γύρισε το βλέμμα της προς το παράθυρο, στα δέντρα της αυλής. «Θα έδινα τα πάντα για να τον ακούσω να μου λέει «σ’ αγαπώ», αλλά δεν είναι στη φύση του».
Ο Μπιλ ερχόταν κι έβλεπε την Κόνυ κάθε μέρα. Στην αρχή, όσο εκείνη παρακολουθούσε τις σαπουνόπερες, ο Μπιλ καθόταν δίπλα στο κρεβάτι της.
Αργότερα όταν η Κόνυ κοιμόταν όλο και πιο πολύ, εκείνος βημάτιζε πάνω κάτω στο διάδρομο, έξω από το δωμάτιο της. Σύντομα, όταν εκείνη σταμάτησε τελείως να βλέπει τηλεόραση και ήταν για λίγα μόνο λεπτά ξύπνια, άρχισα να περνάω περισσότερο από τον εθελοντικό μου χρόνο με τον Μπιλ.
Μου μίλησε για τη δουλειά του σαν ξυλουργός και για τη μεγάλη αγάπη που είχε στο ψάρεμα. Δεν είχαν αποκτήσει παιδιά, αλλά απολάμβαναν τη συνταξιοδότηση τους ταξιδεύοντας, μέχρι που η Κόνυ αρρώστησε. Ο Μπιλ δεν μπορούσε να εκφράσει τα συναισθήματα του για το γεγονός ότι η γυναίκα του θα πέθαινε.
Μια μέρα, πίνοντας τον καφέ μας στην καφετέρια του νοσοκομείου, πιάσαμε κουβέντα για τις γυναίκες και για το πόσο χρειαζόμαστε το ρομάντζο στη ζωή μας. Λέγαμε για το πόσο μας αρέσει να μας στέλνουν κάρτες συγκινητικές και γράμματα αγάπης.
«Εσύ λες στην Κόνυ πόσο την αγαπάς;» το ρώτησα (γνωρίζοντας την απάντηση του). Με κοίταξε σαν να ήμουν τρελή.
«Δεν χρειάζεται», μου είπε. «Το ξέρει ότι την αγαπάω!»
«Είμαι σίγουρη ότι το ξέρει», απάντησα, πιάνοντας τα χέρια του – χέρια σκληρά, χέρια ξυλουργού που είχαν γραπώσει το φλιτζάνι σαν να ήταν το μόνο πράγμα από το οποίο μπορούσε να κρατηθεί – «αλλά έχει την ανάγκη να το ακούσει, Μπιλ. Έχει ανάγκη να ακούσει τι σήμαινε για σένα όλα αυτά τα χρόνια. Σκέψου το σε παρακαλώ».
Γυρίσαμε πίσω στο δωμάτιο της Κόνυ. Ο Μπιλ εξαφανίστηκε μέσα κι εγώ έφυγα για να δω έναν άλλον ασθενή. Αργότερα, είδα τον Μπιλ να κάθεται στο κρεβάτι. Κρατούσε το χέρι της Κόνυ, καθώς εκείνη κοιμόταν. Ήταν 12 Φεβρουαρίου.
Δύο μέρες αργότερα, το μεσημέρι, πήγα στην πτέρυγα των ανιάτων. Εκεί στεκόταν ο Μπιλ, ακουμπισμένος στον τοίχο και κοίταζε με απλανές βλέμμα το ταβάνι. Είχα ήδη μάθει από την προϊσταμένη ότι η Κόνυ είχε πεθάνει στις 11 το πρωί.
Μόλις με είδε ο Μπιλ, άφησε τον εαυτό του ελεύθερο και χώθηκε μέσα στην αγκαλιά μου. Έτρεμε και το πρόσωπο του ήταν μούσκεμα από τα δάκρυα. Μετά, ακούμπησε πάλι στον τοίχο και πήρε μια βαθιά αναπνοή.
«Πρέπει να σου πω κάτι», είπε. «Πρέπει να σου πω πόσο καλά ένιωσα που της το είπα». Σταμάτησε για να φυσήξει τη μύτη του. «Σκέφτηκα πολύ όλα όσα μου είπες, και σήμερα το πρωί της είπα πόσο πολύ την αγάπησα… και πόσο ευτυχισμένος είμαι που την παντρεύτηκα. Έπρεπε να έβλεπες το χαμόγελο της!»
Μπήκα μέσα στο δωμάτιο να πω το δικό μου αντίο στην Κόνυ. Εκεί, στο τραπεζάκι δίπλα στο κρεβάτι της, υπήρχε μια μεγάλη κάρτα αγάπης από τον Μπιλ. Ξέρετε, από εκείνες τις τρυφερές κάρτες που λένε: «Στην υπέροχη γυναίκα μου… Σ’ αγαπώ».
Bobbie Lippman