Υπήρχαν πάντα. Αλλά ήταν μόνο σκόρπιες, μεμονωμένες περιπτώσεις, που δίσταζαν να αποκαλυφθούν.
Κάθε χωριό είχε και από μία. Και συνήθως τη φώναζαν «η τρελή του χωριού».
Τα χωριά όμως άδειασαν κι αυτές ήρθαν στην πόλη.
Συνάντησαν κι άλλες, συσπειρώθηκαν, έφτιαξαν μια γροθιά και πλέον κυκλοφορούν ανάμεσά μας, υπό τη μορφή επιδημίας.
Με απωθούν περισσότερο από τις κατσαρίδες και το χειρότερο είναι ότι δεν μπορώ απλώς να τις κλωτσήσω σε μια γωνία και να τις πατήσω με τη μυτερή άκρη του παπουτσιού μου.
Είναι οι μεγαλοκοπέλες, που επιμένουν να συμπεριφέρονται σαν λυκειοκόριτσα.
Είναι οι γυναίκες που με κάνουν να ντρέπομαι ώρες-ώρες.
Είναι αυτό που φοβάμαι περισσότερο από οτιδήποτε μη γίνω μεγαλώνοντας.
Γι’ αυτό κι έχω ζητήσει από τους δικούς μου ανθρώπους, αν ποτέ με δουν να περπατάω στα χνάρια τους, να με λιθοβολήσουν δημοσίως και χωρίς έλεος.
Ανήκω σε αυτές που πιστεύουν πως το να 'χεις γεννηθεί γυναίκα είναι τύχη, δώρο, ευλογία.
Και όχι βέβαια –μόνο– επειδή γεννάμε.
Ο κύκλος της ζωής μιας γυναίκας έχει περισσότερα πρόσωπα από τον αντίστοιχο αντρικό.
Η γυναίκα καλείται να παίξει πολλαπλούς ρόλους.
Η έξυπνη τα καταφέρνει.
Η χαζή διαλέγει έναν, συνήθως τον πιο βολικό, και μένει εσαεί σε αυτόν.
Συνήθως βολεύονται στο σκαλοπάτι μεταξύ δεύτερης και τρίτης δεκαετίας.
Εκεί γύρω στα 21. Τι και αν η ταυτότητα γράφει 41 ή 51;
Ψιλά γράμματα.
Θα τις δεις να φορούν καρό φουστίτσες και διχτυωτά χρωματιστά καλσόν.
Έχω συναντήσει και κάνα δυο με κοκαλάκια Hello kitty στα μαλλιά.
Τα μαλλιά, που μερικές τα αφήνουν μακριά ως τη μέση, ασχέτως αν διαθέτουν πλέον τα μισά.
Υπάρχουν και τα extensions.
Θα τις ακούσεις να νιαουρίζουν στο τηλέφωνο και να αποκαλούν τον αγαπημένο τους «λουκουμαδάκι μου».
Στο φανάρι θα χαμηλώσουν το παράθυρο του αυτοκινήτου, για να ακουστεί η Shakira από τα ηχεία, ως το επόμενο τετράγωνο.
Και όταν βγουν για «κυνήγι», θα βάλουν στο μάτι τον εικοσιπεντάρη και όχι το συνομήλικό τους.
Γιατί στο πρόσωπό του βλέπουν την... ηλικία τους.
Είναι οι γυναίκες που ποτέ δεν κατάλαβαν τη διαφορά μεταξύ «childlike» και «childish».
Το πρώτο περιγράφει κάτι χαριτωμένα παιδικό, που μπορεί να γίνει γοητευτικό ανά περιστάσεις και συνθήκες.
Το νάζι είναι (ή θα 'πρεπε να είναι) αναπόσπαστο στοιχείο της θηλυκότητας μας.
Όχι σε πλεόνασμα όμως. Όχι συνέχεια. Όχι κόντρα στο ρεαλισμό.
Το «childish» όμως, καθόλου τιμητικό δεν είναι.
Ειδικότερα όταν συνοδεύεται από ρυτιδιασμένα πρόσωπα και κρεμασμένα βυζάκια.
Το στιλάκι της «Λολίτας» είναι επιτρεπόμενο μέχρι τα 25, το πολύ.
Κι αυτό μόνο αν είσαι αδύνατη, σχετικά μικροκαμωμένη και ναζιάρα από φυσικού σου.
Το είχα υιοθετήσει για αρκετά χρόνια και νομίζω πως το έκανα με επιτυχία.
Το έκοψα πρόσφατα γιατί άρχισε να δείχνει περισσότερο αστείο, παρά ελκυστικό.
Το να προσπαθείς όμως μανιωδώς να πλασαριστείς ως κάτι που δεν είσαι πια, ως κάτι που έπαψες εδώ και δυο δεκαετίες να εκπροσωπείς, δεν καταλαβαίνεις ότι σε οδηγεί κυρίως στην αυτογελοιοποίηση ακόμα και αν οι αυλικοί σου –σε περίπτωση που έχεις– χειροκροτούν;
Καταλαβαίνω απόλυτα πως όλα ξεκινάνε από την αγωνία για τα γηρατειά και τον αρχέγονο φόβο του θανάτου.
Πόσα άλλοθι όμως να του καταλογίσουμε;
Πόση καλογουστιά, ωριμότητα και ευγένεια, θα θυσιάσουμε στο βωμό του;
Ανοίγω το κεφάλαιο της αγένειας, γιατί αυτό είναι άλλο ένα συνηθισμένο χαρακτηριστικό των 40+ Λολιτών.
Αγένεια προς τις πραγματικές Λολίτες.
Προς τις νέες κοπέλες, που το μόνο τους σφάλμα είναι πως έτυχε να γεννηθούν κάποιες δεκαετίες αργότερα.
Μία μίξη από ζήλια, παραφροσύνη και παντελή έλλειψη τακτ, που πάνε και ξερνάνε επάνω σε όποια πιτσιρίκα βρίσκεται σε ακτίνα πέντε μέτρων.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα βράδυ πριν μερικά χρόνια που είχα πάει για ποτό σε ένα μπαρ με την παρέα μου.
Παρασκευή βράδυ λοιπόν κι έρχεται πάλι εκείνη. Οι σχέσεις μας ανέκαθεν τυπικές.
Περιοριζόμασταν στις κλασικές κουβέντες που μπορεί να κάνουν δύο άνθρωποι όταν τύχει να διασκεδάζουν στον ίδιο χώρο.
Μουσική, επικαιρότητα, γαμώτο-μας-έφαγε-η-κρίση. Μια σούμα από αυτά.
Προσπαθούσα πάντα να είμαι ευγενική, παρ'όλο που αντιλαμβανόμουν μια υφέρπουσα εχθρότητα.
Είχα μάθει να διασκεδάζω τις ξελιγωμένες που την έπεφταν σε φίλους μου κάθε βράδυ και μάλιστα να πίνω και σφηνάκια μαζί τους, χαζογελώντας και περιμένοντας να κλείσει το στέκι ή να πάμε στο επόμενο μαγαζί.
Εκείνη τη νύχτα όμως, η 45άρα Λολίτα είχε έρθει φορτσάτη κι έτοιμη για μάχη.
Θυμάμαι ακόμα τον τρόπο που κατέβαζε το ντεκολτέ της και ύψωνε το σιλικονάτο στήθος της, λίγο πριν πάει να χωθεί στο επόμενο θύμα της κάπου γύρω μου.
Χωρισμένη δύο φορές, η τελευταία προσφάτως, ήρθε να βρει παρηγοριά σε μια φρέσκια αντρική αγκαλιά, νιαουρίζοντας όλο το βράδυ σε μια περίεργη αργκό, που στα αυτιά μου ακουγόταν σαν κορακίστικα.
Δεν θα ξεχάσω τις φούξια και πορτοκαλί τούφες στα μαλλιά της, ούτε το νύχι της με στρας swarovksi, που λίγα λεπτά μετά με ακούμπησε σε ένα σημάδι μου και με ρώτησε:
«Τι είναι αυτό;»
«Τομή από χειρουργείο.»
«Τι εννοείς;»
«Επέμβαση, πώς το λένε; Έχω κάνει μια επέμβαση.»
«Αλήθεια λες; Αχ, το χάλασες το σωματάκι σου, καημενούλα μου!»
Σάστισα. Έχω δεχτεί διάφορες αντιδράσεις όλα αυτά τα χρόνια στη θέα της τομής μου.
Τις απομυθοποίησα όλες πολύ νωρίς κι έβαλα την υγεία πάνω απ' όλα.
Τις δικαιολόγησα, γνωρίζοντας καλά τις ανθρώπινες αδυναμίες που υπαγορεύουν την ανάγκη μας για υπεροχή.
Στο τέλος, έμαθα να τις αγνοώ.
Εδώ όμως εξοργίστηκα. Και δεν με εξόργισε το σχόλιο, ούτε ξύπνησε μέσα μου κανένα παράπονο.
Με τρέλανε όμως το κίνητρο της!
Βρήκε να με «χτυπήσει», παρουσία βέβαια και των φίλων μου, στο μοναδικό σημείο που νόμιζε πως υπερέχει.
Και το θεώρησα άτιμη επίθεση.
Αν η τομή ήταν ένα λίγο απεριποίητο μαλλί ή μια κρεατοελιά ή ένα σπασμένο νύχι, είμαι σίγουρη ότι θα ακολουθούσε ακριβώς την ίδια μέθοδο, για να πετάξει το μελάνι της.
Θα μπορούσα βέβαια να κάτσω να επιχειρηματολογήσω ενάντια στην ανοησία της, η υπομονή μου όμως εκεί είχε ήδη κάνει φτερά. Αν γύριζα το χρόνο πίσω ίσως να μην αντιδρούσα με τον ίδιο εκρηκτικό τρόπο που ταίριαζε τότε στο νεαρό της ηλικίας μου.
Με θύμωσε όμως και το μόνο που θυμάμαι είναι να εκσφενδονίζω το ποτό μου στη μούρη της και λίγο μετά να τη βλέπω να φεύγει.
Ήταν η πρώτη και μοναδική ως τώρα φορά στη ζωή μου που μπλέχτηκα σε γυναικίστικο καυγά.
Αργότερα μόνο είδα με κατανόηση και απογοήτευση τις αγωνίες της, όλες αυτές που οδηγούν κάποιες γυναίκες της ηλικίας της στην παράνοια.
Είμαι περήφανη για το φύλο μου, δεν είμαι όμως για πολλές τις εκπροσώπους του.
Για εκείνες που δεν είναι πρωτίστως οι ίδιες περήφανες για τους εαυτούς τους και κακογερνάνε.
Που τρελαίνονται να σταματήσουν το χρόνο.
Που κάνουν τις έφηβες κόρες τους, να ντρέπονται γι’ αυτές.
Τις φίλες τους, να κρυφογελάνε πίσω απ΄ την πλάτη τους.
Τους άντρες να τις ξεπετάνε με ένα όρθιο.
Το εκλαμβάνω σαν γενικό ξεφτίλισμα, που μας αφορά όλες και αγανακτώ!
Εκτιμώ πραγματικά λίγες γυναίκες και ακόμα λιγότερες επιλέγω να έχω πολύ κοντά μου.
Πολλές φορές απορώ. Μα γιατί; Είναι τόσο υπέροχο να είσαι γυναίκα.
Γιατί διαλέγεις να είσαι γυναικούλα;