Κάποτε ζούσαν στην έρημο δυο Βεδουίνοι, ο Νάμπεκ κι ο Ντάγκαρ, που ήταν αχώριστοι φίλοι.
Ο Νάμπεκ είχε ένα άλογο που όμοιό του δεν υπήρχε. Ο Ντάγκαρ θαύμαζε το άλογο του φίλου του, όμως μέρα με τη μέρα άρχισε να το θέλει όλο και περισσότερο, που έφτασε να το βλέπει ακόμη και στον ύπνο του!
Είπε λοιπόν στο φίλο του ότι θα πλήρωνε όσο-όσο για να το αποκτήσει. Ο Νάμπεκ όμως αρνήθηκε, λέγοντας πως δε θα πουλούσε ποτέ το αγαπημένο του άλογο για κανένα τίμημα.
Μη μπορώντας ο Ντάγκαρ να το βγάλει από το μυαλό του, αποφάσισε να κάνει το άλογο δικό του με άλλο τρόπο. Μια μέρα ντύθηκε ζητιάνος και κάθισε σε ένα σημείο του δρόμου, απ’ όπου ήξερε ότι κάθε μέρα περνούσε ο φίλος του καβάλα στο περίφημο άλογο.
Πράγματι, μόλις πλησίασε ο Νάμπεκ, ο Ντάγκαρ με αλλαγμένη και αδύναμη φωνή ζήτησε βοήθεια, λέγοντας ότι είναι ένας διψασμένος και νηστικός φτωχός άνθρωπος. Ο Νάμπεκ, που δεν αναγνώρισε τον φίλο του, θέλοντας να βοηθήσει τον άνδρα που υπέφερε, τον ανέβασε στη σέλα του αλόγου και ξεκίνησε να τον πάει στη σκηνή του ώστε εκεί να τον φροντίσει.
Μόλις όμως ο Ντάγκαρ βρέθηκε πάνω στο άλογο, έριξε με μια δυνατή σπρωξιά κάτω τον Νάμπεκ και ξεκινώντας να καλπάζει, φώναξε στο φίλο του: «Δεν είμαι ζητιάνος! Είμαι ο Ντάγκαρ! Και δε θα πάρεις ποτέ πίσω το άλογό σου!
Ο Νάμπεκ χωρίς να κάνει βήμα, είπε στον Ντάγκαρ:
«Φίλε μου, το μόνο που σου ζητώ είναι να σταματήσεις για ένα λεπτό και να με αφήσεις να σου πω κάτι».
Ο Ντάγκαρ, βλέποντας ότι δεν υπήρχε περίπτωση ο Νάμπεκ να τον φτάσει περπατώντας, σταμάτησε για να ακούσει.
«Συγχαρητήρια!» είπε στον κλέφτη ο Νάμπεκ. «Με τη θέληση του Θεού, είσαι πια ο ιδιοκτήτης αυτού του αλόγου. Όμως για ένα πράγμα προσεύχομαι: σε παρακαλώ, να μην πεις ποτέ σε κανέναν πως το απέκτησες!»
«Γιατί;» Ρώτησε απορημένος ο Ντάγκαρ.
«Γιατί αν οι άνθρωποι μάθουν τον τρόπο με τον οποίο με εξαπάτησες, δεν θα σταματήσουν ποτέ ξανά στη μέση της ερήμου για να βοηθήσουν έναν άνθρωπο που ζητά απεγνωσμένος φαγητό και νερό. Θα φοβούνται να τον πλησιάσουν και θα τον αφήσουν να πεθάνει. Αν η ιστορία αυτή μαθευτεί, το αποτέλεσμα θα είναι ότι στο εξής πολλοί άνθρωποι θα υποφέρουν σε όλο τον κόσμο…»
Ο Ντάγκαρ έμεινε σκεπτικός για λίγο ακούγοντας αυτά τα λόγια. Τελικά κατέβηκε από το άλογο και το επέστρεψε στον Νάμπεκ μετανιωμένος. Η φιλεύσπλαχνη καρδιά του Νάμπεκ τον συγχώρεσε αμέσως για το λάθος του και συμφιλιωμένοι οι δυο παλιοί φίλοι επέστρεψαν στις σκηνές τους. Η αγάπη νίκησε τον φθόνο.
Ελεήμων καρδιά έχει ο άνθρωπος που αναγνωρίζει ότι τα πάντα αλληλοσυνδέονται με ένα αόρατο δίχτυ σε έναν ατέρμονο ιερό χορό και έτσι φλέγεται από αγάπη για ολόκληρη την κτίση χωρίς να ξεχωρίζει το κάθε κτίσμα από τον εαυτό του. Εργάζεται δε αφιλοκερδώς για την μείωση του ανθρώπινου πόνου και την ανύψωση της συλλογικής συνειδητότητας.