Θα έπρεπε να σκεφτούμε σοβαρά: γιατί πηδούμε στο νερό για να ανασύρουμε κάποιον που βλέπουμε να πνίγεται, ενώ δεν τρέφουμε καμιά συμπάθεια γι’ αυτόν;
Από έλεος: εδώ δεν σκέφτεσαι πια παρά τον πλησίον σου, -
απαντά ο παραλογισμός. Η αλήθεια είναι ότι στον οίκτο, - εννοώ σ’ αυτό
που συνήθως αποκαλούμε εσφαλμένα οίκτο - δεν σκεπτόμαστε πια τον εαυτό
μας συνειδητά, αλλά τον σκεφτόμαστε πολύ έντονα με ασυνείδητο τρόπο,
όπως όταν το πόδι μας γλιστρά και κάνουμε ασυνείδητα τις αντίθετες
κινήσεις που αποκαθιστούν την ισορροπία μας, χρησιμοποιώντας καταφανώς
όλη μας τη λογική.
Το ατύχημα ενός άλλου προσώπου μας προσβάλλει γιατί μας κάνει να
νιώσουμε την αδυναμία μας, ίσως και τη δειλία μας, αν δεν τον
βοηθήσουμε. Ή μάλλον αυτό προκαλεί ήδη από μόνο του μείωση της τιμής μας
μπροστά στους άλλους ή και στον ίδιο τον εαυτό μας.
Ακόμη περισσότερο βρίσκουμε στο ατύχημα και στον πόνο ένα σήμα κινδύνου
που παραμονεύει για μας. Και ήδη αυτές οι ενδείξεις της ανθρώπινης
αβεβαιότητας και αδυναμίας μπορούν να μας προκαλέσουν οδυνηρές
συνέπειες. Απωθούμε αυτό το είδος αθλιότητας και προσβολής και
απαντούμε σ’ αυτό με μια πράξη συμπόνιας που μπορεί να κρύβει μια λεπτή
άμυνα και ακόμη μια εκδίκηση.
Μαντεύει κανείς ότι στο βάθος σκεφτόμαστε πολύ τον εαυτό μας, όταν
βλέπει την απόφαση που παίρνουμε σε όλες τις περιπτώσεις όπου μπορούμε να αποφύγουμε το θέαμα του άλλου που πάσχει, που στερείται, που οδύρεται: αποφασίζουμε να μην το
αποφύγουμε όταν μπορούμε να το πλησιάζουμε ως άνθρωποι δυνατοί και
συμπονετικοί, σίγουροι για την επιδοκιμασία, θέλοντας να νιώσουμε την
αντίθεση της δικής μας ευτυχίας, ή καλύτερα ελπίζοντας να διασκεδάσουμε
την πλήξη μας.
Οδηγούμε στην παραπλάνηση όταν αποκαλούμε οίκτο (Mitleid) την οδύνη
(Leid) που μας προκαλεί ένα τέτοιο θέαμα και που μπορεί να είναι πολύ
ποικιλόμορφο, επειδή σε κάθε περίπτωση, είναι μια οδύνη από την οποία
λυτρώνεται αυτός που υποφέρει μπροστά μας: αυτό είναι δικό μας, όπως
εκείνου είναι δικός του ο πόνος του.
Οταν λοιπόν επιδιδόμαστε σε συμπονετικές πράξεις, απαλλασσόμαστε μόνο από τον προσωπικό πόνο.
Ωστόσο, δεν ενεργούμε ποτέ έτσι από ένα μόνο κίνητρο: όπως είναι
βέβαιο ότι θέλουμε να λυτρωθούμε από ένα πόνο, το ίδιο βέβαιο είναι
ότι, για την ενέργεια, υποχωρούμε σε μια παρόρμηση ευχαρίστησης -
και η ευχαρίστηση προκαλείται από το θέαμα μιας κατάστασης αντίθετης
με τη δική μας, επειδή η σκέψη της δύναμης να βοηθούμε μόνο αν θέλουμε,
αποσκοπεί σε επαίνους και σε αναγνώριση στην περίπτωση που θα
βοηθούσαμε, με την πράξη της ίδιας της βοήθειας, εφόσον η πράξη
πετυχαίνει (και όπως πετυχαίνει προοδευτικά, προκαλεί από μόνη της χαρά
στον εκτελεστή της), αλλά κυρίως από το αίσθημα ότι η παρέμβασή μας
θέτει ένα όρο σε μια εξοργιστική αδικία (η εκτόνωση της οργής αρκεί ήδη
για να ανακουφίσει).
Όλα αυτά μαζί με πολλά ακόμη λεπτότερα στοιχεία, είναι «οίκτος»
(«Mitleid»): -πόσο αδέξια επιτίθεται η γλώσσα μας μ’ αυτή τη λέξη για
ένα τόσο περίπλοκο οργανισμό! - Το ότι, αντίθετα, η συμπόνια είναι ταυτόσημη
με την οδύνη που την προκαλεί η θέα της, ή το ότι έχει γι’ αυτό μια
ιδιαίτερα διεισδυτική και ευαίσθητη κατανόηση - αυτά αντιτίθενται στην εμπειρία, κι εκείνος που έχει εγκωμιάσει τον οίκτο μ’ αυτές τις δύο σχέσεις, στερείται αρκετής πείρας στο ηθικό πεδίο.
Γι’ αυτό μου εγείρονται αμφιβολίες όταν διαβάζω τα απίστευτα πράγματα
που αναφέρει ο Σοπενχάουερ για την ηθική: αυτός που θα ήθελε με όλα
αυτά να μας πείσει να πιστέψουμε στην μεγάλη καινοτομία της εφεύρεσής
του, ότι δηλαδή ο οίκτος - αυτός ο οίκτος που παρατηρεί τόσο επιπόλαια
και που περιγράφει τόσο αδέξια - είναι η πηγή κάθε ηθικής πράξης για το
παρόν και για το μέλλον - ακριβώς εξαιτίας των ικανοτήτων που αυτός
πρώτος επινόησε γι’ αυτόν.
Στο κάτω- κάτω, τι ξεχωρίζει τα άτομα χωρίς έλεος από τα συμπονετικά
άτομα; Πριν απ’ όλα -για να δώσουμε ακόμη ένα σκίτσο με αδρές γραμμές-
δεν έχουν την ευερέθιστη φαντασία που προκαλεί ο φόβος, ούτε την
επιδεξιότητα να προαισθάνονται τον κίνδυνο. Έτσι, η ματαιοδοξία τους
πληγώνεται πιο αργά αν γίνει κάτι που θα μπορούσαν να το είχαν αποφύγει
(για να διαφυλαχτεί η περηφάνια τους, τους προστάζει να μην αναμιχτούν
ανώφελα σε υποθέσεις των άλλων, και μάλιστα, εφόσον ενεργούν έτσι, τους
αρέσει να βοηθά ο καθένας τον εαυτό του και να παίζει με τα δικά του
χαρτιά) . Επιπλέον, έχουν συνηθίσει γενικά να υπομένουν περισσότερα
βάσανα απ’ όσο οι συμπονετικοί άνθρωποι, και δεν τους φαίνεται άδικο να
υποφέρουν οι άλλοι εφόσον έχουν υποφέρει κι αυτοί οι ίδιοι.
Στο κάτω-κάτω, το θέαμα των ευαίσθητων αισθημάτων τους προκαλεί τον ίδιο
πόνο που προκαλεί το θέαμα της στωικής απάθειας στους συμπονετικούς
ανθρώπους. Κι έχουν για τις ευαίσθητες καρδιές περιφρονητικά λόγια και
φοβούνται ότι το αρρενωπό πνεύμα τους και η ψύχραιμη ανδρεία τους
κινδυνεύουν: μπροστά στους άλλους κρύβουν τα δάκρυά τους και όταν είναι
μόνοι τους τα σφουγγίζουν οργισμένοι με τον ίδιο τους τον εαυτό. Αυτοί
ανήκουν σε ένα άλλο είδος εγωιστών από τους συμπονετικούς ανθρώπους.
Αλλά με το να τους χαρακτηρίσουμε κακούς με διακριτική σημασία και να αποκαλέσουμε τα συμπονετικά άτομα καλούς, δεν σημαίνει τίποτα άλλο από μια ηθική της μόδας: ακριβώς όπως είχε η αντίθετη μόδα στην εποχή της, μια πολύ μακρόχρονη εποχή!
Νίτσε: Αυγή, Σκέψεις για τις ηθικές προλήψεις