Πάνε χρόνια πολλά από τότε, από εκείνον τον Αύγουστο.
Ήμουν ένας μπερδεμένος νεαρός, με εικοσιπέντε χρόνια πάνω στην πλάτη μου. Μόλις είχα γυρίσει από ένα ταξίδι στην Ευρώπη, όπου είχα ξοδέψει σε τρεις μήνες τα λεφτά που είχα μαζέψει δουλεύοντας τρία χρόνια.
«Πόσα σου “μειναν;» ρώτησε ο πατέρας μου.
«Πενήντα ευρώ», του είπα
Κόντεψε να πάθει έμφραγμα.
«Και τι κατάλαβες;» είπε ο μεγαλύτερος αδελφός. «Θα μπορούσες να “χεις πάρει ένα μηχανάκι, μια τηλεόραση, ρούχα. Κάτι να σου μείνει. Τώρα τι σου “μεινε;»
«Πενήντα ευρώ», του είπα
Κόντεψε να πάθει έμφραγμα.
«Και τι κατάλαβες;» είπε ο μεγαλύτερος αδελφός. «Θα μπορούσες να “χεις πάρει ένα μηχανάκι, μια τηλεόραση, ρούχα. Κάτι να σου μείνει. Τώρα τι σου “μεινε;»
Θυμήθηκα τον καταρράκτη από σύννεφα που είδα στα Πυρηναία. Και τη τσιγγάνα που τραγουδούσε τα φλαμένκο -με duende- στην Καταλονία.
«Τίποτα», είπε ο αδελφός μου, απαντώντας στη δική του ερώτηση.
Στο σακίδιο μου είχα εκατό σελίδες απ” το πρώτο μου μυθιστόρημα. Ένα συνονθύλευμα ιστοριών και σκέψεων που σίγουρα δεν μπορούσες να το αποκαλέσεις μυθιστόρημα. Ούτε καν λογοτεχνία.
«Τίποτα», του είπα, για να τελειώνει η άσκοπη συζήτηση.
Το επόμενο πρωινό έφτιαξα το σακίδιο μου για να πάω στην Νάξο.
«Πάλι φεύγεις;» ρώτησε η μάνα μου. «Πάντα έτσι ήσουν».
Έπρεπε να φύγω, δεν άντεχα. Από μακριά και αγαπημένοι, αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης των συγγενών.
Το πενηντάρικο έφτασε ακριβώς για τα εισιτήρια -χωρίς επιστροφή. Βρέθηκα στο λιμάνι της Νάξου με λίγα κέρματα στην τσέπη. Αλλά είχα φίλους.
Ο Βασίλης έριξε ένα στρώμα στο φωτογραφικό του στούντιο, ανάμεσα στις λεκάνες με τα χημικά και τα μηχανήματα απ” τη μία, τα βινύλια και το πικάπ απ” την άλλη.
Όλα μου τα υπάρχοντα ήταν το σακίδιο και η κιθάρα. Δεν νομίζω να ήμουν ποτέ πιο ελεύθερος, από τότε που δεν είχα τίποτα.
Όμως αισθανόμουν μετέωρος. Ίσως αυτό να προκαλεί η πολλή ελευθερία: Ιλίγγους.
Μίλησα στον Βασίλη για τον Αδάμ, τον ήρωα που είχα επινοήσει.
«Θα τον βάλω να αυτοκτονήσει», του είπα στο τέλος, «να πέσει απ” τον έβδομο όροφο.»
«Θα σου περάσει», είπε ο Βασίλης. «Έζησες μια κατάσταση μανίας έξω. Τώρα περνάς στην κατάθλιψη. Έτσι γίνεται πάντα.»
Είχε δίκιο. Το θυμικό μας είναι σαν εκκρεμές. Όσο πιο ψηλά στη μανία βρεθείς, τόσο πιο ψηλά στην κατάθλιψη θα φτάσεις.
Αλλά τότε δεν μπορούσα να το καταλάβω. Ο Βασίλης μου πρότεινε να βγούμε έξω, να βρούμε τους φίλους. Δεν μπορούσα, δεν ήθελα. Έμεινα στο στούντιο να πίνω απεραθίτικο κρασί και ν” ακούω βινύλια.
Ο Βασίλης διάλεγε μουσική. Καθώς έψαχνε στους δίσκους με ρώτησε αν είχα ακούσει Leonard Cohen. Ήξερα μόνο τις πιο πρόσφατες επιτυχίες, απ” τη δεκαετία του ογδόντα.
«Δεν έχεις ακούσει τους πρώτους δίσκους;» ρώτησε με απορία. «Κι είσαι και κιθαρίστας.»
Έβαλε στο ντεκ το «Songs of love and hate». Ακούμπησε τη βελόνα στον δίσκο κι έφυγε, αφού έκλεισε το φως.
Κάτω απ” τον κόκκινο λαμπτήρα άκουσα για πρώτη φορά το Avalanche. Και στη δεύτερη πλευρά το Famous Blue Raincoat. Το έβαλα να παίξει αρκετές φορές, διαβάζοντας και τους στίχους.
Έπειτα, κάπως γιατρεμένος, ντύθηκα και βγήκα. Βρήκα την παρέα στον Κήπο.
«Sincerely, L. Cohen», είπε ο Βασίλης και σήκωσε το ποτήρι του.
Το εκκρεμές είχε ξεκινήσει να φεύγει απ” την κατάθλιψη και ο Αδάμ δεν θα αυτοκτονούσε.
Δέκα χρόνια μετά δούλευα σ” ένα μπαρ στο Πανόραμα. Γυρνούσα στο σπίτι στις 3 το πρωί. Ο Τηλέμαχος, ένα μωρό που γεννήθηκε με μακριά μαλλιά, βραχνή φωνή και γαλάζια μάτια, ίδιο με τον Φρόντο, ξυπνούσε. Η Νέλλη το θήλαζε και μου τον έδινε.
Πηγαίναμε στο σαλόνι και έβαζα να παίζει το cd με επιλογές από τους πρώτους δίσκους του Cohen.
Χορεύαμε και του τραγουδούσα:
«Suzanne takes you down to her place near the river,
You can hear the boats go by you can spend the night beside her»
«Suzanne takes you down to her place near the river,
You can hear the boats go by you can spend the night beside her»
Ο Τηλέμαχος ρευόταν. Εωσφορικός απ” τα γεννοφάσκια.
Άλλα οκτώ χρόνια πέρασαν, έτσι όπως συνηθίζουν να κάνουν.
Αύγουστος και τα πεζοδρόμια λιώνουν. Δεν θέλω να σηκωθώ απ” το κρεβάτι, η ζωή είναι τόσο βαριά. Νιώθω τόσο κοντά στο τέλος και θέλω να βάλω έναν ήρωα μου να αυτοκτονήσει.
Το απόγευμα πιάνει λίγη δροσιά και καθώς περιπλανιέμαι στα δωμάτια βλέπω την κιθάρα σκονισμένη. Ανοίγω το παλιό τετράδιο με τις ταμπλατούρες και βρίσκω το Famous Blue Raincoat.
«The last time we saw you you looked so much older
Your famous blue raincoat was torn at the shoulder»
Your famous blue raincoat was torn at the shoulder»
Το τραγουδάω με βραχνή φωνή και μαλλιά που έχουν αρχίσει να γκριζάρουν. Ο Τηλέμαχος στέκεται για μια στιγμή να μ” ακούσει. Έχει μεγαλώσει αλλά όταν βγαίνουμε έξω δέχεται -ακόμη- να του κρατάω το χέρι. Με κοιτάει, γρήγορα βαριέται και συνεχίζει να παίζει με την Πέρλα, τον σκύλο.
Έπειτα νυχτώνει, μπουμπουνίζει, αλλά δεν βρέχει.
Το τέλος δεν έρχεται, το εκκρεμές πηγαινοέρχεται. Πάνω-κάτω, πέρα-δώθε, μια ζωή μεταπτώσεων και υποθέσεων.
Τραγούδια έρωτα και μίσους, μπαλάντες αστικής άπνοιας με κλειστά μάτια κι άλλοτε εκστατικές στιγμές χορού.
Ν” ακούς μουσική, να γράφεις, ν” αγαπάς, να κρατάς το παιδί σου απ” το χέρι.
Να είσαι άφραγκος, να πελαγώνεις, να βρίζεις τη μοίρα σου, να μισείς, να μη θες να σηκωθείς απ” το κρεβάτι.
Κι όλο να νομίζεις ότι ήρθε το τέλος κι όλο κάτι να ξαναρχίζει.
Όσο είσαι ζωντανός τίποτα δεν τελειώνει.
Sincerely, Sanejoker.
sanejoker