Την κοίταξε με βλέμμα θυμωμένο. Αυτήν τη μάσκα φορούσε όταν έβγαινε εκτός εαυτού και τη φορούσε πολλές φορές τον τελευταίο καιρό. Με μάτια κατακόκκινα από την πίεση, πλημμυρισμένα από δάκρυα που τα κρατούσε με μεγάλη προσπάθεια μην κυλήσουν και χαθούν.
«Χαμένα δάκρυα», σκέφτηκε «για ένα άτομο που δεν άξιζε ούτε ένα δάκρυ».
Την είχε αγαπήσει τόσο πολύ, ακόμα την αγαπούσε και αυτή για αντάλλαγμα έκλεισε πίσω της την πόρτα των αισθημάτων του. Με μια σπρωξιά, σφραγίζοντας μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο όλα αυτά που έζησαν. Πετώντας το κλειδί για να μην έχει ξανά την ευκαιρία να ανοίξει.
Αλλά έστω και μια σχισμή να υπήρχε, δεν ήξερε αν θα ήθελε να απελευθερώσει ξανά τα αισθήματα του για αυτήν. Για αυτήν που του άφηνε το χέρι.
Ένιωθε τόσο προδομένος, τόσο μόνος. Ήθελε να κλειστεί στο καβούκι του και να μην ξαναβγεί από εκεί. Νόμιζε ότι αυτή η καταιγίδα του αποχωρισμού δεν θα τελείωνε ποτέ.
«Σε παρακαλώ μείνε», την ικέτευσε κρατώντας δυνατά το χέρι της.
«Μα πώς είχε μπλέξει έτσι με το εγώ του; Εκεί που ήταν σίγουρος για τη φυγή της, τώρα της κρατούσε το χέρι και την ικέτευε, πόσο είχε γονατίσει τον εγωισμό του», αναρωτήθηκε.
«Σε παρακαλώ», του απάντησε και η φωνή της μόλις που έβγαινε από το στόμα της. «Αφού το ξέρεις ότι αυτή η θέση που μου πρότειναν στην Αμερική είναι κάτι που το ήθελα πολύ. Εξάλλου πώς θα ζήσουμε εδώ, βλέπεις ότι τα πράγματα έχουν δυσκολέψει και η δημιουργία οικογένειας είναι δύσκολη με ένα μισθό. Έλα μαζί μου, μπορείς να το κάνεις για μένα, πρέπει να φύγουμε από την Ελλάδα –δεν το βλέπεις;– δεν μας χωράει αυτήν η χώρα. Αύριο μπορεί να είσαι και εσύ ένας από τους χιλιάδες ανέργους».
«Μα πώς μπορώ; Είναι δυνατόν να φεύγεις και να ζητάς να κάνω κάτι για σένα. Είσαι απίστευτη. Δεν μπορώ να φύγω, δεν αφήνω τον τόπο μου, θα μείνω εδώ και θα πολεμήσω όποιο και να είναι το τίμημα, ακόμα και αν πεινάσω. Δεν μπορώ να αφήσω τους ασθενείς μου, είναι μικρά παιδιά που δίνουν τον δικό τους αγώνα της επιβίωσης. Τους θεραπεύω και θεραπεύομαι και εγώ μαζί τους. Αν φύγω θα αρρωστήσω».
Μια σιωπή δευτερολέπτων κάλυψε την ατμόσφαιρα.
«Σε παρακαλώ μείνε», έπεσε στα δίχτυα της να την ικετεύσει ξανά.
«Εσύ μου έλεγες ότι οι στιγμές μας είναι σαν τα μπουμπούκια από τα τριαντάφυλλα, που ανοίγουν κάθε μέρα για να απελευθερώσουν το άρωμα τους. Και εσύ μέσα σε μια στιγμή τα κόβεις και τα πετάς σε ένα ραγισμένο βάζο να μαραθούν, να χάσουν το ζωντανό τους χρώμα, τη μεθυστική τους μυρωδιά. Μου είναι δύσκολο να κρατήσω τις στιγμές μας σαν τα αποξηραμένα λουλούδια στο βάζο. Δεν πετιούνται τόσο εύκολα κάποια πράγματα».
Πόσο την είχε αγαπήσει, πόσο της είχε δοθεί! Ήξερε ότι αυτή θα είναι η συνοδοιπόρος της ζωής του, από την πρώτη φορά που την αντίκρισε. Τότε στο λούνα παρκ που την είδε να δουλεύει. Είχε ρίξει πολλές βολές όχι όμως για να κερδίσει ένα κουκλάκι, αλλά για να στοχέψει ένα βλέμμα, αργότερα την καρδιά της. Και τώρα έπρεπε να απολογηθεί για τα αισθήματα που ένιωσε γιατί ο στόχος ήταν λάθος.
«Λάθος καρδιά, χτύπησες», του ψιθύριζε ο άλλος του εαυτός τα βράδια που ξάπλωνε και έψαχνε να απαντήσει στα αμέτρητα “γιατί”.
Ήταν αρχές καλοκαιριού όταν γνωρίστηκαν. Κάποιοι μικροί ασθενείς τού είχαν δώσει δωρεάν εισιτήρια για το λούνα παρκ και τον παρακάλεσαν να έρθει μαζί τους. Δεν το ήθελε, ένιωθε πολύ κουρασμένος, αλλά το έκανε για αυτούς τους μικρούς ήρωες. Ήταν και αυτήν μια μέθοδος θεραπείας να δραπετεύουν από τις χημειοθεραπείες τους.
Πέρασε η μέρα τριγυρίζοντας από παιχνίδι σε παιχνίδι. Πριν νυχτώσει κατευθύνθηκαν προς τα συγκρουόμενα, κάτι όμως του τράβηξε την προσοχή και κοντοστάθηκε. Άκουσε γέλια μελωδικά, γύρισε το κεφάλι και αντίκρισε το πιο όμορφο χαμόγελο. Έτσι ξεκίνησαν όλα.
Κάθε μέρα πήγαινε στο Λούνα Παρκ, ήθελε να την γνωρίσει. Αυτήν η θετική αύρα που έβγαζε όταν του μιλούσε τον είχε τυφλώσει. Την ήθελε, ήθελε να είναι δικιά του.
«Νομίζω ότι έχω γίνει καλός σκοπευτής πλέον, τι λες;»
«Αυτό είναι σίγουρο» του είπε χαμογελώντας.
Άρχισαν να βγαίνουν ραντεβού, είχαν πολλά κοινά και αυτό τους έκανε να δεθούν πολύ γρήγορα. Κάθε φορά την περίμενε να σχολάσει και να αποδράσουν για λίγες ώρες.
«Σήμερα θα ήθελα να πάμε κάπου αλλού, θέλω μαζί σου να ανέβω ψηλά. Έχω υψοφοβία βλέπεις και νομίζω ότι είσαι η μοναδική που μπορείς να με βοηθήσεις.»
«Εγώ τι μπορώ να κάνω;» ρώτησε απορημένη.
«Μόνο να μου κρατάς το χέρι, μόνο αυτό φτάνει.»
«Εντάξει», του απάντησε και τον κοίταξε με μια κλεφτή ματιά.
Έτσι ανέβηκαν στον πιο ψηλό μύλο και καθώς γύριζε όλη η πόλη φαινόταν σαν ένα μικρό επιτραπέζιο παιχνίδι.
Του κρατούσε το χέρι, έτσι του είχε υποσχεθεί.
«Θέλω να είμαστε για πάντα μαζί», της είπε «θέλω η ζωή μας να είναι σαν τον μύλο που γυρίζει, να είμαστε πάντα ψηλά και να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες από εκεί, και αν τελειώσει ο χρόνος θα βγάζουμε καινούργιο εισιτήριο να μην αφήνουμε τις δυσκολίες να μα σταματάνε χαμηλά, πάντα ψηλά. Το μόνο που θέλω από σένα είναι να μου κρατάς το χέρι, τα αλλά θα τα καταφέρω, μου το υπόσχεσαι;»
«Σου το υπόσχομαι, θα είμαι πάντα δίπλα σου, θα είμαι πάντα εδώ να σου κρατάω το χέρι», του είπε.
Αυτή ήταν η αρχή.
Σαν τα μικρά παιδιά που βάζουν κανόνες πριν ξεκινήσει το παιχνίδι.
Μια υπόσχεση που δεν κρατήθηκε…
Γιατί τα λουλούδια κόπηκαν νωρίς.
Γιατί κάποιος άργησε να βγάλει εισιτήριο.
Γιατί σταμάτησε να του κρατά το χέρι.
_
γράφει η Δέσποινα Γκουτζολίκα