Αγαπητέ εαυτέ μου,
Σου γράφω αυτό το γράμμα γιατί μοιάζει να πέρασε καιρός από την τελευταία φορά που τα είπαμε. Σαν να 'χες φύγει ταξίδι, από εκείνα που κάνουν τα καράβια και ξεχνούν πόσους ναύτες έχουν πάνω, και η επιστροφή είναι υπόσχεση. Μοιάζει να πέρασε καιρός από τότε που είχαμε καθίσει και κοιτιόμασταν, ανακαλύπτοντας ο ένας τον άλλον, σαν να χρειαζόταν να συστηθούμε ξανά.
Θέλω σήμερα πάλι, με αυτό μου το γράμμα, να σου θυμίσω ποιος είμαι, και να σε προσκαλέσω να μου μιλήσεις για σένα, όχι όμως σαν να μην γνωριζόμαστε αλλά σαν να έχουμε ξεχάσει να συναντηθούμε.
Πάει λοιπόν καιρός, από τότε που σε είχα πρωτοσυναντήσει, όταν πια νόμιζα πως ήξερα ποιος είμαι. Νόμιζα πως η ταυτότητά μου, έγραφε ξεκάθαρα τα στοιχεία μου. Ημερομηνία γέννησης, ύψος, ιδιοσυγκρασία, ευελιξία στις συνθήκες, ακαμψία στις αλλαγές, προσόντα, κουσούρια. Τα είχα γράψει τόσο καθαρά, πριν χρόνια και με αυτά ερχόμουν και σε έβρισκα. Νόμιζα πως μόνο αυτά είμαι. Και μέσα στα πολλά ταξίδια μας, στις τεράστιες διαδρομές, στα χιλιόμετρα που βαδίσαμε μέσα στην καθημερινότητά μας, ξεχνούσα να ελέγξω εάν όλα αυτά εξακολουθούν να ισχύουν με τον ίδιο τρόπο, στον ίδιο βαθμό.
Πέρναγε ο χρόνος λοιπόν, κι εγώ σαν να είχα μάθει πως δεν μπορώ να υπάρξω διαφορετικά, σαν τα δέντρα που από όταν γεννιούνται με κάποιον τρόπο μαθαίνουν πως θα ζουν μια ζωή που έχει αποφασιστεί από πριν. Θα μεγαλώνουν, θα φωτοσυνθέτουν, θα καρποφορούν, θα ρίχνουν τα φύλλα τους και ξανά από την αρχή, μέχρι να έρθει μια μέρα που δεν θα αντέχουν πια και θα έχουν ολοκληρώσει το δρόμο τους. Τότε θα γίνουν ένα με τη μάνα που τα γέννησε. Το χώμα.
Είχε όμως και κάποια αυτοπεποίθηση αυτή η διαδικασία. Ήξερα καλά ποιος είμαι, τι κάνω, πότε θα το κάνω και με εμπιστευόμουν πολύ αισιόδοξα εκεί μέσα. Εγώ με εμπιστευόμουν, το σώμα μου όμως όχι. Αυτό κάθε τόσο μου έβγαζε ένα κουσούρι. Μια με πονούσε το χέρι, μια η πλάτη. Κάθε φορά προσπαθούσε να μου στείλει ένα μήνυμα, και θεέ μου, το έκανε με τόσο άβολο τρόπο. Όσο δεν το άκουγα, τόσο δυνάμωνε τη φωνή του. Όπως ακριβώς τα μικρά παιδιά, που όταν οι γονείς τους είναι τρόπο τινά απασχολημένοι, αυτά γίνονται δαίμονες και φωνάζουν σαν να ‘ναι περισσότερα. Έτσι σε μένα, εαυτέ μου, σαν δαίμονας μου λεγε το σώμα μου να μην ξεχνάω να ελέγχω την ταυτότητά μου.
Και με εξοργίζει κάθε φορά που το κάνει. Με εξοργίζει όχι γιατί είναι επώδυνο, αλλά γιατί κατά βάθος ξέρω πως έχει δίκιο. Θυμάσαι εαυτέ μου την ιστορία του Χόρχε Μπουκάι με τον ελέφαντα στο τσίρκο, που μου άρεσε να σου διαβάζω; Θυμάσαι τον ελέφαντα που νόμιζε πως δεν μπορεί να δραπετεύσει ακόμα κι όταν ήταν δεμένος σε έναν τοσο δα μικρό πάσαλο, επειδη μια φορά όταν ήταν μικρός δοκίμασε και δεν τα κατάφερε; Έτσι αισθάνομαι κι εγώ εαυτέ μου, δεμένος σε ένα πάσαλο, κουρασμένος όχι από την προσπάθεια, αλλά από την πλημμύρα της απογοήτευσης που εξαντλεί κάθε απόθεμα ενέργειας.
Θα ‘θελα να έρθεις και να μου πεις να μην βαλτώνω και να μου υπενθυμίζω να κοιτάω που και που το είδωλό μου στον καθρέφτη. Θα ‘θελα να μην με ξεχνάς και να έρχεσαι με τη μελωδική φωνή σου να μου τραγουδάς στίχους βγαλμένους από μία άρια, που δεν θα απαιτείς να τους καταλαβαίνω, θα περιμένεις μόνο να συναντιόμαστε στα συναισθήματα που θα νιώθουμε. Θα ΄θελα να μου λες πως όσο μεγαλώνω δεν είναι τίποτα ικανό να κλονίσει όλα αυτά που έφτιαξα. Θα ‘θελα να μου λες να μην βιάζομαι και πως για να μάθω θα πρέπει να σταθώ να δω που βρίσκομαι. Να μου ψιθυρίζεις, όταν απογοητεύομαι, πως κανένας δεν με εμπιστεύεται περισσότερο από εσένα εαυτέ μου. Πως έχω κάθε δικαίωμα να καταρρέω, πως το να είμαι ευάλωτος δεν με κάνει αδύναμο, πως δεν χρειάζεται πάντα να κολυμπάω στις παλίρροιες.
Εαυτέ μου κουράστηκα, κι εκεί στην κούρασή μου θέλω να έρχεσαι και να μου θυμίζεις να ξαποσταίνω. Σε αυτή την κούρασή μου, θέλω να μου γνέφεις με κατανόηση, όχι με συμπόνοια ούτε με δικαιολογία. Μόνο με κατανόηση. Γιατί μονάχα αν με καταλάβεις, ίσως μπορέσω κι εγώ με τη σειρά μου να καταλάβω κάτι περισσότερο από εμένα, κι έτσι, ποιος ξέρει, ίσως δοκιμάζω να δω τι από την ταυτότητά μου χρειάζεται να ξανακοιτάξω.