Το λογοτεχνικό βεληνεκές της «μεταμόρφωσης» του Κάφκα κρίνεται δεδομένο. Ο Κάφκα κατατάσσεται στους κορυφαίους λογοτέχνες του 20ου αιώνα και η «Μεταμόρφωση», μαζί με τη «Δίκη» αποτελούν όχι μόνο τα πιο γνωστά, αλλά και τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα της καφκικής σκέψης. Η υπόθεση του έργου συγκεκριμενοποιείται από την αρχή. Ο Γκρέγκορ Σάμσα ξυπνά ένα τυχαίο πρωί και διαπιστώνει ότι είναι κατσαρίδα (αν και οι πιο σύγχρονες μεταφράσεις τον θέλουν σκαθάρι). Εγκλωβισμένος στο νέο του σώμα προβαίνει στη λογική σκέψη: «Τι μου συνέβη;» κι αμέσως μετά: «πώς θα μπορούσα να κοιμηθώ ακόμα λίγο και να ξεχάσω αυτές τις τρέλες;»
Προσπαθεί να γυρίσει πλευρό, αλλά κάτι τέτοιο κρίνεται αδύνατο καθώς είναι αναποδογυρισμένος με τα μικρά του ποδαράκια να σαλεύουν στον αέρα. Ισορροπώντας στο μεταίχμιο του συνειδητού και του ασυνείδητου, του ύπνου και του ξύπνιου, ο Γκρέγκορ προβαίνει στις σκέψεις: «Αχ, θεέ μου, πόσο επίπονο επάγγελμα διάλεξα! Μέρα νύχτα ταξιδεύω. Κι όλη αυτή η επαγγελματική ένταση είναι πολύ μεγαλύτερη από κείνη που θα είχα σ’ ένα δικό μου μαγαζί…..Δεν πάνε όλα στο διάβολο!» και λίγο αργότερα όταν πια βλέπει το ξυπνητήρι συνειδητοποιώντας ότι η ώρα είναι εξήμιση και ότι έχει αργήσει ανεπανόρθωτα στη δουλειά το μόνο που σκέφτεται είναι η οργή του αφεντικού και το αν μπορεί να προλάβει το τρένο των εφτά. Το αφεντικό δεν θα έδειχνε καμία κατανόηση «θα ερχόταν με το γιατρό του ταμείου, θα τον κατηγορούσε στους γονείς του για τεμπελιά κι έπειτα με τη βοήθεια του γιατρού θα υποστήριζε πως γενικά όλοι οι άνθρωποι είναι υγιείς, αλλά δεν θέλουν να δουλεύουν».
Με δυο λόγια βρισκόμαστε μπροστά στο εξωφρενικό που αποτελεί μοναδική πραγματικότητα. Μπροστά στην αδιαπέραστη υπερβολή που δεν εξαντλείται στο παράλογο της μεταμόρφωσης, αλλά εξελίσσεται σ’ ένα παραληρηματικό κυκεώνα ανορθολογισμού ισοπεδώνοντας τα πάντα. Ο Γκρέγκορ δεν έχει να πει απολύτως τίποτε για την ουσία της τραγωδίας που είναι η καθαυτή μεταμόρφωσή του σε κατσαρίδα. Το ανήμπορο της κατάστασής του, σε προσωπικό επίπεδο, τον αφήνει τελείως αδιάφορο μπροστά στην ανημποριά των κοινωνικών του υποχρεώσεων που φυσικά κορυφώνονται στο θέμα της εργασίας. Θα έλεγε κανείς ότι αν μπορούσε να εκτελεί τα εργασιακά του καθήκοντα δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Όμως το θέμα της εργασίας δεν είναι τόσο απλό, αφού σχετίζεται με τη συντήρηση της οικογένειάς του. Μετά τη χρεοκοπία του πατέρα τα οικονομικά αναλαμβάνει ο Γκρέγκορ που χρηματοδοτεί εξολοκλήρου την οικογένεια. Ο πατέρας, η μητέρα και η μικρή του αδερφή κρέμονται κυριολεκτικά από αυτόν. Το αξιοπρεπές σπίτι που ο ίδιος πληρώνει είναι η μέγιστη περηφάνια. Είναι η ίδια η καταξίωση. Η ανέλιξή του στη δουλειά δρα ευεργετικά όχι μόνο γιατί βελτιώνει τα οικονομικά της οικογένειας, αλλά και γιατί προσδίδει κοινωνικό κύρος στην οικογένεια. Και φυσικά, εδώ δεν υπονοείται καθόλου το οικογενειακό δράμα της εκμετάλλευσης που θέλει όλους να απομυζούν τον ένα και να προβαίνουν σε προσωπικές απολαύσεις στερώντας του τα πάντα. Εδώ μιλάμε για τις ίδιες τις ανθρώπινες σχέσεις που ορίζονται αποκλειστικά από τον καθορισμό του εαυτού, δηλαδή από τη μέγιστη εσωστρέφεια. Οι σχέσεις των μελών της οικογένειας με τον Γκρέγκορ καθορίζονται αποκλειστικά από τον ίδιο τον Γκρέγκορ και είναι ο ίδιος που πρέπει να προβεί στον καθορισμό του εαυτού προκειμένου να τις καθορίσει. Τι γνωρίζουμε για τον Γκρέγκορ; Τι γνωρίζει ο Γκρέγκορ για τον εαυτό του; Τι επιθυμεί; Τι θα ήθελε να αγοράσει για τον εαυτό του με όλα αυτά τα χρήματα που έβγαλε; Το μόνο που ξέρουμε είναι η δεδομένη απέχθεια για τη δουλειά του.
Τελικά, το πορτρέτο του Γκρέγκορ, ως αξιοπρεπή γιου που θυσιάζεται για την οικογένεια, ανατρέπεται καθώς βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν ανυπόστατο άνθρωπο. Οι δυο αυτοί πόλοι (εργασία και οικογένεια) δεν είναι παρά η αφορμή της απόλυτης θυσίας του εαυτού, δηλαδή η τεκμηρίωση της ανυπόστατης φύσης του Γκρέγκορ, που οφείλει να υποταχθεί μπροστά σε οποιαδήποτε εξουσία. Ο Γκρέγκορ δεν επιθυμεί ποτέ τίποτε για τον εαυτό του γιατί αντικατέστησε την επιθυμία με το καθήκον. Όμως η άρνηση της επιθυμίας είναι η ίδια η άρνηση της ύπαρξης, δηλαδή η υπέρτατη ενοχή. Και κάπου εδώ βρίσκεται ο υπαρξιακός πυρήνας του Κάφκα, που μόνο η σκοτεινότητα της παραιτημένης ύπαρξης μπορεί να εκφράσει. Γιατί μόνο η παραίτηση νομιμοποιεί τις προσβολές κι ο Γκρέγκορ (ως κατσαρίδα) αν και αντιλαμβάνεται απολύτως όλους τους διαλόγους (το να κρυφακούει είναι η αγαπημένη του ενασχόληση) δεν αγανακτεί ποτέ για τη συμπεριφορά που εισπράττει. Αντίθετα φορτώνεται κάθε ευθύνη χωρίς ίχνος αυτολύπησης. Η μοναδική πρωτοβουλία που οραματιζόταν όταν ακόμα ήταν άνθρωπος, η εγγραφή της αδερφής του σε ωδείο, θα παραμείνει ανεκπλήρωτη. Κι εδώ δεν αναφερόμαστε και πάλι στην άρνηση του εαυτού, αφού και πάλι η ύψιστη χαρά είναι η υλοποίηση της ξένης επιθυμίας, ούτε στην απολύτως ανθρώπινη ανιδιοτελή προσφορά στην αδερφή. Εδώ μιλάμε για τη δειλία της ύπαρξης και την αναβλητικότητα μπροστά στην όψη της εξουσίας, γιατί ο Γκρέγκορ θέλει από καιρό να στείλει την αδερφή του στο ωδείο, αλλά σκοντάφτει στην άρνηση του πατέρα που επί της ουσίας αδυνατεί να αντιμετωπίσει.
Όμως ο Κάφκα δεν σταματά στην οπτική του μεταμορφωμένου υποκειμένου, αλλά συνεχίζει περικλείοντας όλες τις οπτικές. Ο πατέρας τον τρομάζει ουρλιάζοντας και τον τραυματίζει πετώντας του μήλα. Η μητέρα θέλει να λιποθυμήσει όταν τον βλέπει. Τον απομονώνουν στο δωμάτιό του κι απαιτούν να μη βγαίνει ποτέ. Η αδερφή του είναι η μόνη που μπαίνει στο δωμάτιο και του φέρνει καθημερινά φαγητό. Η εμφάνιση του Γκρέγκορ μπροστά στους νοικάρηδες (που αναγκάστηκε να βάλει η οικογένεια στο σπίτι για οικονομικούς λόγους) ήταν η ολοκληρωτική καταστροφή. Οι νοικάρηδες απειλούν ότι θα φύγουν χωρίς να πληρώσουν, ο πατέρας γίνεται έξαλλος, η μητέρα δεν ανασαίνει και η αδερφή δηλώνει: «Πρέπει οπωσδήποτε να απαλλαχτούμε από αυτό. ….Όταν κανείς έχει δουλειές δεν μπορεί συνάμα να έχει στο κεφάλι του κι αυτή την ασταμάτητη τυραννία. Εγώ δεν μπορώ άλλο» και ο πατέρας αναφωνεί: «αν μπορούσε να μας καταλάβει».
Η αναφώνηση του πατέρα δεν σηματοδοτεί ούτε την αχαριστία, ούτε την απανθρωπιά, ούτε οτιδήποτε τέτοιο, αλλά την αποθέωση της ανθρώπινης ασυνεννοησίας, δηλαδή την οριστική ματαίωση του Γκρέγκορ που και ως άνθρωπος και ως κατσαρίδα δεν επιζητούσε παρά την ελάχιστη αποδοχή. Γι’ αυτό δεν έκανε ποτέ τίποτε για τον εαυτό του. Γι’ αυτό ήθελε να περνά απαρατήρητος. Να μην ενοχλεί. Να προσφέρει χωρίς αντιρρήσεις. Γι’ αυτό φοβόταν την απόρριψη του αφεντικού ή του πατέρα ή της οποιασδήποτε εξουσίας. Γι’ αυτό ζούσε στα κατάβαθα των ενοχών. Γιατί το εκτόπισμα των άλλων κουρέλιαζε το δικό του. Γιατί και η ελάχιστη διεκδίκηση μπορεί να φέρει συγκρούσεις. Γιατί ο Γκρέγκορ αδυνατούσε να υποφέρει την πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων σχέσεων «που διαρκώς αλλάζουν χωρίς ποτέ να γίνονται εγκάρδιες». Κι αυτή ακριβώς είναι η κατά Κάφκα μεταμόρφωση. Είναι η ψυχική μεταμόρφωση της παραίτησης από την ίδια τη ζωή. Η ατολμία που δρα ως παραλυτικός μηχανισμός. Ο φόβος που διαλύει τη βούληση. Η σιωπή που εξασφαλίζει την ησυχία. Οι ενοχές που διαλύουν όλες τις πρωτοβουλίες. Το καθήκον που καταβροχθίζει την επιθυμία. Η υποταγή που συντρίβει τον άνθρωπο. Η ύψιστη παθητικότητα που σηματοδοτεί την κατσαριδοποίηση του ανθρώπου. Τελικά η μεταμόρφωση του Κάφκα ξεπερνά όλες τις μεταμορφώσεις πετυχαίνοντας την απόλυτη αντιστροφή. Γιατί ο Γκρέγκορ δεν μεταμορφώθηκε σε κατσαρίδα εκείνο το πρωί, αλλά μάλλον απέκτησε τη φυσιολογική του όψη. Γιατί η εμφάνιση δεν εξασφαλίζει το είναι και από αυτή την άποψη η μεταμόρφωση ήταν περισσότερο προηγουμένως που βλέπαμε την κατσαρίδα μεταμορφωμένη σε άνθρωπο. Ο άνθρωπος – κατσαρίδα είναι η βασική ιδέα όλου του έργου του Κάφκα. Και στη «Δίκη» και στον «Πύργο» και στην «Αμερική» βλέπουμε τον ίδιο άνθρωπο – κατσαρίδα που φοβάται να ζήσει. Και φυσικά η συντριβή είναι το μόνιμο αποτέλεσμα.