Καλώς τηνα, βρε, βρε πού ήσουν κρυμμένο εσύ τόσο καιρό; Την είδα που προχωρούσε δισταχτικά, στην άκρη του κρεβατιού. Σηκώθηκα και πήγα να την καλωσορίσω. Δισταχτική κι εγώ, μην ξαφνικά ορμήσει και με φάει το θεριό, αλλά και μήπως την τρομάξω και τη χάσω μέσα σε καμιά χαραμάδα. Κι άντε να την ξετρυπώνεις μετά. Μπα … Ρούπι δεν κούνησε.
Μάλλον λίγο έκανε στην άκρη να μ’ αποφύγει, με κοίταξε, την κοίταξα, και συνέχισε κούτσα-κούτσα το δρόμο που είχε αποφασίσει να πάρει από τα πριν. Παράξενη στ’ αλήθεια συμπεριφορά για τη φυλή της, συνήθως μόλις αντιληφθούνε κάτι ξένο να κινείται δίπλα τους, τεντώνουν τις κεραίες, πατάνε γκάζι, ανεβάζουνε στροφές και μην τον είδατε τον Παναγή, ή μάλλον την Τερέζα.
Στρουμπουλή, στρουμπουλή και καλοθρεμμένη, σίγουρα θα είχε έρθει από αλλού, γιατί σ’ αυτό το σπίτι ούτε ψίχουλο δεν περισσεύει. Είχε όμως κάποιο πρόβλημα στην πλάτη, από κάπου φαίνεται θα είχε βάλει ζόρι να περάσει, η χοντρή, και το ένα της φτερό έχασκε απ’ το πλάι λυτό.
Πλάσμα του θεού, είναι κι αυτό, σκέφτηκα, ας το να ζήσει. Τι ζητάει κι αυτό το ζωντανό; Λίγη συντροφιά κι ένα φαγάκι. Συντροφιά ναι, όση θέλει. Αλλά φαγάκι, κομμάτι δύσκολο να βρεθεί. Ικανοποιημένη που άφησα τα αισθήματα ανθρωπισμού ή μάλλον κατσαριδισμού ν’ αναδυθούν, κάθισα στο κρεβάτι και συνέχισα το διάβασμα.
Δεν πέρασε ώρα κι ακούω ένα υπόκωφο ντούπου-ντούπου εκεί κοντά. Βρε, καλώστηνα κι εσύ! Νάσου κουνιστή κουνιστή και μια άλλη παχουλή κατσαρίδα, που φαίνεται είχε ανησυχήσει και είχε βγει στη γύρα ψάχνοντας για το ταίρι της. Δεν έδωσα συνέχεια στο περιστατικό, άλλωστε είναι κρίμα απ’ το θεό να τα βάζεις με ερωτευμένα πλάσματα κι έτσι έδωσα και σ’ αυτή μια ευκαιρία για να ζήσει έναν έρωτα μεγάλο. Εγώ, το βιβλίο, και δυο κατσαρίδες, τετράπαχες σαν αγελάδες στο ίδιο δωμάτιο, φτιάχναμε μια περίεργη ατμόσφαιρα.
Όλο όμως έριχνα κι από μια λοξή ματιά, μπας και αποθρασυνθούν και τους έρθει να σαλτάρουν για περισσότερη θαλπωρή στο κρεβάτι, γιατί είχανε βλέπετε και φτερά· η δεύτερη δε, τετράγερα και καλογυαλισμένα. Κυνηγιόντουσαν απ’ εδώ κι από κει, μυρίζανε, ψάχνανε, αλλά επεκτατικές βλέψεις δεν φαινόταν να έχουν.
Μπορεί όλοι μας να είχαμε κατά καιρούς συμβατικά pets, όπως γατιά, σκυλιά, παπιά, κουνέλια και χελώνες, αλλά οι κατσαρίδες, όσο και να μην θέλαμε να τ’ ομολογήσουμε, αποτελούσαν μια μόνιμη σταθερά των σπιτιών. Με το ξανθό γένος των μικρόσωμων κατσαρίδων εγώ προσωπικά είχα με τα χρόνια εξοικειωθεί. Κάπως, όπως και με τις μύγες. Που και που ξεντέριαζα καμιά, όταν την πρόφταινα στη γωνιά, μπας και πετύχω κάποια αποσυμφόρηση, αλλά άντε να τα βάλεις με τις αναπαραγωγικές ικανότητες του είδους. Μια ξεπάστρευες, εκατό ξεφύτρωναν απ’ την κοιλιά της. Έτσι είχα αποφασίσει να παραιτηθώ και να αποδεχτώ τη συμβίωση. Είχα μάλιστα τόσο πολύ εξοικειωθεί, που δεν με πείραζε καθόλου να χώνω το χέρι μου κατά καιρούς και ν’ αδειάζω τον κότσο της κυρίας Ριρής της γειτόνισσας από τις κατσαρίδες που τον είχανε κάνει στέκι.
Ποιο το πρόβλημα άλλωστε; Τα σκυλιά και τα γατιά, τα παπιά και οι χελώνες θέλουνε φροντίδα καθημερινή, ενώ οι κατσαρίδες, ούτε λουρί χρειαζόντουσαν για να τις βγάζεις βόλτα τα πρωινά, ούτε μπάνιο θέλανε, ούτε ντάντεμα, ούτε γιατρό, μόνες τους πλένονταν, μόνες τους ξεγένναγαν, μόνες τους ταΐζονταν. Το ιδανικό pet!
Το πρόβλημα όμως ήταν με το άλλο γένος, αυτό των κατσαρίδων με σώμα ελέφαντα και φτερά πτερόσαυρου. Εδώ πια είχαμε μια θεμελιακή μετάλλαξη και αναβάθμιση του είδους. Δεν ήταν απλό πράγμα να κάνεις πια μιά με το νύχι για να τις ξεφορτωθείς, ούτε ήταν εύκολο να συνηθίσεις τον ανατριχιαστικό ήχο που έκανε το σώμα όταν έσκαγε με πάταγο κάτω από την παντόφλα που έπεφτε με δύναμη. Τι να κάνεις όμως. Σ’ αυτή τη ζωή όλα συνηθίζονται. Στις αρχές, μικρή και άπειρη, έτρεχα έντρομη και χτύπαγα τα κουδούνια στα διπλανά διαμερίσματα, ψάχνοντας τον ατρόμητο δολοφόνο που θα με απάλλασσε.
Κάποιες φορές τον πετύχαινα, άλλες όμως, όταν η ώρα ήταν τέτοια που δεν μού πήγαινε να ξεσηκώνω τον κόσμο με τα σώβρακα και να τον στέλνω νυχτιάτικα στη μάχη, μάζευα με προσοχή τα μπογαλάκια μου και την έκανα για το ξενοδοχείο. Μια, δυο τρεις, δεν ήταν να το κάνω και σύστημα. Έπρεπε να μάθω να αντιμετωπίζω κι αυτό το πρόβλημα, μόνη μου. Αχ, αυτή η ενηλικίωση!
Αγόρασα ό,τι εγχειρίδιο υπήρχε στην αγορά, για να εξοικειωθώ, όπως «Οι φίλες μας οι κατσαρίδες», παραμύθια όπως «Ρούλα, Ρούλα η μικρή και ορφανή κατσαριδούλα», ξαναδιάβασα τη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα, γέμισα τον τοίχο με εμψυχωτικά stickers όπως «Ι love katsarides» ή «Μια κατσαρίδα την ημέρα τον γιατρό τον κάνει πέρα», επισκέφτηκα σεμινάρια αυτοβοήθειας με τίτλο «Πώς να μάθετε να ζείτε με τις κατσαρίδες», πλήρωσα σε ψυχολόγους για να μάθω τι λέει ο Λακάν για το φόβο μπροστά στην κατσαρίδα, πήγα σε σχολή και παρακολούθησα μαθήματα ανώδυνης εξόντωσης κατσαρίδων, με βιολογικό μάλιστα τρόπο, και χωρίς χημικά και τα ρέστα, έκανα πρακτική εξάσκηση σε υπόγεια νοσοκομείων και κουζίνες εστιατορίων και με τον καιρό αφού μάζεψα ένα σωρό διπλώματα και βεβαιώσεις σπουδών κατσαριδολογίας, αισθάνθηκα πανέτοιμη να αντιμετωπίσω και αυτή την πλευρά της ζωής.
Οι κατσαρίδες στο δωμάτιο, συνέχισαν να παίζουν και να κάνουν θόρυβο, τόσο που δεν μπορούσα πια να συγκεντρωθώ και να διαβάσω. Είχαν μαζευτεί και άλλες πολλές, από τα διπλανά δωμάτια, είχε μαυρίσει το πάτωμα από το πλήθος. Κατά πως φαίνεται έκαναν πάρτι και ήταν όλες στο τσακίρ κέφι. Μερικές δε, μάλλον απ’ το πολύ πιοτό, είχαν ξεπεράσει τις αναστολές και το σύμφωνο συμβίωσης που είχαμε από κοινού υπογράψει και είχαν βάλει πλώρη για το κρεβάτι. Δώσε θάρρος στο χωριάτη, να σ’ ανέβει στο κρεβάτι!, μονολόγησα. Σαν φρουρός ακοίμητος στο κάστρο της Ωριάς είχα πιάσει θέση στο χείλος του κρεβατιού και με μοναδικό όπλο μια οδοντογλυφίδα πάσχιζα απεγνωσμένα να τις αποκρούσω.
Στην αρχή προσπάθησα να τις συνετίσω και να διαπραγματευτώ μαζί τους, τις έπιασα με το καλό, προσπάθησα να εξηγήσω τα δικαιώματά μου, τους έφερα το Σύνταγμα του σπιτιού, που και οι ίδιες είχαν αποδεχτεί και ψηφίσει, τις έπιασα μετά με το άγριο, αλλά πού. Αυτές το χαβά τους. Συνέχισαν να προκαλούν και ν’ αυθαδιάζουν. Να με αγνοούν και να σκαρφαλώνουν, να πατούν στα σεντόνια μου, στις κουβέρτες μου, να χορεύουν και να χέζουν προκλητικά στα βιβλία μου.
Δεν άντεξα άλλο, ένας εσμός ελεεινών κατσαρίδων να θέλει να κάνει κουμάντο στο κρεβάτι μου! Πήγα στο ντουλάπι και έφερα το μπουκάλι με το πετρέλαιο. Τις ράντισα μια μια, σταγόνα, σταγόνα. Τις έβλεπα να γυρνούν ανάποδα, να ξύνουν τις πλάτες τους στο στρώμα, να κουνάνε τα πόδια στον αέρα και να χαχανίζουν, οι γελοίες. Μ’ ένα σπίρτο, δεν υπήρχε πια τίποτα που να τις θυμίζει. Λαμπάδιασαν, τσιτσίρισε για λίγο το τροφαντό τους κρέας, και μετά καπνός.
Μ’ ένα δεύτερο σπίρτο λαμπάδιασε και το σύμφωνο συμβίωσης, και όσα χαρτιά είχαμε όλα αυτά τα χρόνια υπογράψει. Δεν θα χρειαζόταν πια. Δυο μπουκάλια bygone ήταν αρκετά για να σβήσουν κάθε ίχνος τους τόσο στο παρόν, όσο και στα χρόνια που μου έμελλε να ζήσω. Από δω και πέρα, οι κατσαρίδες ήταν εχθρός. Καμιά ανοχή, καμιά φιλία, κανένα κανάκεμα. Bygone και ξερό ψωμί!
e-cynical