Την έχετε δει τη νέα μόδα που έχει ενσκήψει στις κυρίες; Ο λόγος για τα με το βελονάκι ρούχα, μαγιό, παρεό.
«Κάθε γενιά κοροϊδεύει τις παλιές μόδες, αλλά ακολουθεί με θρησκευτική ευλάβεια τις νέες», είχε πει ο Henry David Thoreau, Αμερικανός συγγραφέας. Μέχρι και τη δεκαετία του ’80 τα κεντήματα ήταν μόδα, ήταν επιβεβλημένα στα ελληνικά σπίτια, με θρησκευτική ευλάβεια. Καλά, εννοείται, ακόμη και σήμερα υπάρχουν Ελληνίδες μάνες που βάζουν σεμέν επάνω σε… tft οθόνες!.
Δεν υπήρχε νοικοκυρά που να μην ήξερε, να μην προσπαθούσε ή να μη ζήλευε τις άλλες που ήξεραν να κεντούν ή να πλέκουν με βελονάκι ή βελόνες. Αντίστοιχα περιοδικά κυκλοφορούσαν με σελίδες γεμάτες συμβουλές, κόλπα, σχέδια, φωτογραφίες. Εργοστάσια, που έφτιαχναν κλωστές για κεντήματα, θησαύρισαν. Οι κυρίες, σε μαζώξεις, πήγαιναν κόντρα για το ποια έχει κεντήσει ή πλέξει τα περισσότερα κομμάτια και, εννοείται, τα πιο περίτεχνα.
Η παραγωγή των κεντημάτων είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Κεντητές δημιουργίες υπήρχαν παντού: από οθόνες τηλεόρασης και τραπεζάκια, μέχρι ψυγεία -που για να τα ανοίξεις παραμέριζες τη δημιουργία- και πίνακες σε τοίχους. Υστερία κεντημένη -συνήθως- με λευκό νήμα.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 μέχρι τις μέρες μας, το κέντημα ατόνησε, οι βελόνες και τα σχέδια αποσύρθηκαν, μαζί με τις τεχνικές, αλλά και τις δημιουργίες, σε κάποιο πατάρι σπιτιού. Τα «αθάνατα κεντήματα» έγιναν φθαρτά, είχαν ημερομηνία λήξεως, έμειναν κάποια να τα θυμίζουν, αλλά με μια γερή δόση «παλιακότητας», με τη μυρωδιά του ξεπερασμένου στην ύφανσή τους, στους κόμπους του σχεδίου τους.
Όμως, ξαφνικά, τα κεντήματα έγιναν πάλι της μόδας, όπως γίνεται με κάθε τι κλασικό. Όχι μέσα στο σπίτι, στις συνηθισμένες τους θέσεις, εκείνες που ξέραμε, αλλά πάνω σε… σώματα. Σε γυναικεία σώματα. Από μαγιό και μπλούζες, μέχρι φούστες και εσάρπες. Αυτή είναι, λέει, η μόδα του φετινού καλοκαιριού: Τα κεντητά.
Βάζει η άλλη τον τσεβρέ και πάει στη δουλειά, στην παραλία, στο μπαρ, κυκλοφορεί ντυμένη-κεντημένη. Κάποτε, μπορεί να τα απαξίωνε. Να την έβαζε η μάνα της με το ζόρι να μάθει να κεντάει, ως κόρη-υπόδειγμα, κι εκείνη να έκανε μια βελονιά ανά βδομάδα. Πιθανώς να έβλεπε το σεμέν στο τραπεζάκι της τηλεόρασης και να έβγαζε κόκκινα σπυριά με πύο. Όταν πήγε να μείνει μόνη της ή παντρεύτηκε, ανάμεσα στην προίκα υπήρχε και το ανθολόγιο του «Μπούρντα» (διαβαζόταν και «Μπούρδα») μαζί με όλη τη σειρά των δημιουργιών της μάνας-μητέρας-μανούλας-μαμάς. Κεντήματα να δουν τα μάτια σου. Που σιγά που εμφανίστηκαν στο νέο σπίτι, μέσα στο σεντούκι και στο μπαούλο έμειναν – μαζί με τα υπόλοιπα «περιττά» της ζωής.
Όμως, τώρα, το κεντητό το ρούχο είναι must, σου λέει, όσες ακολουθούν σαν κυνηγόσκυλα τη μόδα οφείλουν στον εαυτό τους να φοράνε κάτι αντίστοιχο. Μέχρι δαχτυλίδια, λέει, βγαίνουν κεντητά, η τάση εξαπλώνεται.
Κι επειδή με ρήση το ξεκίνησα, να το κλείσω έτσι: «Η μόδα είναι μια μορφή ασχήμιας τόσο ανυπόφορης, που πρέπει να την αλλάζουμε κάθε έξι μήνες». Ο Ιρλανδός συγγραφέας Oscar Wilde.
Να υποθέσω, λοιπόν, ότι σε ένα εξάμηνο -που θα έχουμε χειμώνα στην Ελλάδα- θα είναι της μόδας τα ρούχα που φτιάχνονται στον αργαλειό, έτσι; Παλτό-κιλίμι, μπλούζα-βελέντζα (τη λες και «φλοκάτη») και εσώρουχο μάλλινο. Ε, άμα το επιτάσσει η μόδα, τι να κάνεις, ρε φιλενάδα; Να πεις «όχι;»
@Σπύρος Σεραφείμ