Ένας Ιταλός, πολύ φτωχός, αποφάσισε να βελτιώσει την άθλια ζωή του ζητώντας βοήθεια από τον αγαπημένο του άγιο. Πήγαινε λοιπόν κάθε πρωί στον ναό του Αγίου Αντωνίου και τον θερμοπαρακαλούσε: «Άγιε μου Αντώνη, στείλε μου σε παρακαλώ εκατό φλουριά! Αλλά να’ ναι εκατό, γιατί αν είναι έστω 99 δεν τα θέλω!». Αφού είχαν περάσει κάμποσες μέρες, συνέβη ένα πρωί να βρίσκονται εκεί κοντά δύο πολύ πλούσιοι φίλοι, οι οποίοι εξεπλάγησαν με την παράκληση - απαίτηση του φτωχού. Τους κίνησε το ενδιαφέρον και περίμεναν κάθε πρωί στον ναό τον παράξενο φτωχό και κάθε μέρα άκουγαν την ίδια παράκληση με την ίδια πάντα απαίτηση στο τέλος: «o cento, o niente», εκατό ή τίποτα.
Οι δύο φίλοι αποφάσισαν να δοκιμάσουν τη συνέπεια του απαιτητικού φτωχού, καθώς είχαν διαφορετική άποψη για το αν ο φτωχός στ’ αλήθεια θα τηρούσε τον όρο που ο ίδιος έβαλε. Ο ένας είχε πειστεί πως ο φτωχός ήταν αδιάλλακτος, τόσο απόλυτα που εξέφραζε την απαίτησή του. Ο άλλος ήταν βέβαιος πως, στο χάλι που βρισκόταν, δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει οποιοδήποτε ποσόν του χαριζόταν. «Κανείς δεν είναι τόσο ανόητος», ισχυρίστηκε. Έτσι, έβαλαν σ’ ένα σακκούλι 99 φλουριά κι ένα πρωί τα τοποθέτησαν μπροστά στο ιερό, εκεί που στεκόταν πάντα ο φτωχός και προσευχόταν. Όποιος από τους δύο κέρδιζε, θα έπαιρνε από τον χαμένο το μερίδιό του από τα 99 φλουριά συν 100 ακόμα. Έμειναν κρυμμένοι ώστε να μην πάρει τα χρήματα κανένας άλλος και περίμεναν.
Πράγματι, ο φτωχός ήρθε στην ώρα του κι επανέλαβε την ίδια προσευχή, ώσπου έπεσε το βλέμμα του στο σακκούλι. «Έχει γούστο…» σκέφτηκε και πήρε με λαχτάρα το δώρο του «αγίου» στα χέρια του, διαπιστώνοντας γεμάτος συγκίνηση πως όντως περιείχε χρήματα. Ευχαρίστησε τον άγιο και ένιωσε δικαιωμένος που δεν απογοητεύτηκε, αλλά επέμεινε ακούραστα και με πίστη. Εκεί που ετοιμαζόταν όμως να φύγει, ρίχνει μία καχύποπτη ματιά στο ιερό. «Δεν πιστεύω να μου την έσκασες, άγιε! Είπαμε εκατό, έτσι;». Κι αφού κανείς δεν του απάντησε, άνοιξε το σακκούλι και αφού μέτρησε τα φλουριά έχασε τη χαρά του. Μα γιατί να τον κοροϊδέψει έτσι ο άγιος;
«Ή εσύ έκανες λάθος ή εγώ δεν μέτρησα σωστά» μονολόγησε και μέτρησε τα νομίσματα ξανά και ξανά. Δεν υπήρχε αμφιβολία, ήταν 99. «Μα τι καρμίρης άγιος» σκέφτηκε, νιώθοντας προδομένος κι εξευτελισμένος. Αφού είχε ζητήσει 100 και είχε δηλώσει πως δεν θα δεχόταν ούτε ένα λιγότερο, θα κρατούσε τον λόγο του. Άφησε το σακκούλι κάτω και γύρισε να φύγει, αλλά δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από το αναπάντεχο δώρο. Για πόσο θα κατάφερνε ακόμα να επιβιώσει μέσα στην απόλυτη φτώχια του; Αλλά και τι ξευτίλα να αθετήσει τον λόγο του!
Ο πλούσιος που είχε στοιχηματίσει πως ο φτωχός θα υπέκυπτε, χαμογέλασε ευχαριστημένος και ετοιμάστηκε να λάβει πίσω τα φλουριά που είχε διαθέσει σε αυτό το πείραμα και 100 ακόμα! Εκείνος που έχασε, δεν αποδέχτηκε την ήττα του.
- Μα, δεν αθέτησε τον λόγο του, έλεγε και ξανάλεγε, θα έρθει ξανά και θα επιμείνει να πάρει και το ένα φλουρί που απομένει.
- Μπορεί και να ‘ρθει, είπε ο άλλος, αλλά εμείς δεν είμαστε εδώ να του το δώσουμε. Εκτός αν πιστεύεις, όπως κι ο φτωχός αγράμματος, πως θα του τα δώσει ο άγιος.
Έτσι, εκείνος που στοιχημάτισε στην συνέπεια του φτωχού, πλήρωσε το στοίχημα, αν και μέχρι σήμερα δεν είναι σίγουρος πως το είχε χάσει.
Εσείς τι λέτε;
(Παλιά ιστορία που μου διηγήθηκε κάποτε ηλικιωμένος φίλος μου, με τίτλο «o cento, o niente», την οποία είχε ακούσει από τον πατέρα του το 1915. Στην αυθεντική ιστορία ο πλούσιος παρατηρητής είναι ένας, και η ιστορία καταλήγει στο εξής ηθικό δίδαγμα: να μην σε τρομάζουν όσοι δείχνουν ανυποχώρητοι, γιατί η ζωή η ίδια τους οδηγεί στην υποχώρηση, κι ας μην το καταλαβαίνουν ούτε οι ίδιοι). Δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ στον πειρασμό να τη διασκευάσω, ελαφρώς.
skepteon