Γύριζε όλη μέρα στην αγορά όπου οι γονείς της πούλαγαν υφάσματα .
Μοναχικός εκείνος, έστεκε και παρατηρούσε τα πάντα γύρω του με βλέμμα σταθερό , ερευνητικό , βαθύ και καθαρό . Στοχαστής από μικρός , της έκανε εντύπωση, δεν έμοιαζε με τ’ άλλα παιδιά , λιγομίλητος κι απόμακρος έμοιαζε χαμένος σ’έναν δικό του κόσμο .
Aντίθετα με 'κείνη που ήταν η χαρά της ζωής κι όλο έβρισκε με κάτι ν’ασχολείται, ήταν περίεργη κι ανήσυχη φύση ήθελε να μαθαίνει για όλα , ρωτούσε και μάθαινε από τους μεγαλύτερους σε σημείο που γινόταν κουραστική και συνέχεια την έδιωχναν γιατί μπλεκόταν στα πόδια τους και δεν τους άφηνε να κάνουν τη δουλειά τους.
Εκείνος πήγαινε και καθόταν σ’ένα πεζούλι και χάζευε τους ανθρώπους από μακρυά , καθόταν εκεί με τις ώρες . Της τράβηξε την προσοχή αυτό το περίεργο παιδί, δεν έμοιαζε θλιμμένος, αλλά ούτε χαρούμενο μπορούσες να τον πεις, ούτε χαζός φαινόταν μα ούτε κι έξυπνος, είχε ένα βλέμμα που κανείς άλλος δεν είχε, χωρίς ανησυχία, χωρίς άγχος, απλώς παρατηρούσε σαν να μην συμμετείχε σε όσα διαδραματίζονταν γύρω του.
Χμμ, αναρωτήθηκε, τι να σκέφτεται άραγε? Τι βλέπει τόσες ώρες εδώ κάθε μέρα? Γιατί δεν παίζει με τ’άλλα παιδιά? ΄Ηταν κι όμορφος , δεν ήθελε και περισσότερα για να κινητοποιηθεί η περιέργεια της. Πάντα της άρεσε να λύνει μυστήρια, οι γρίφοι ήταν το αγαπημένο της παιχνίδι , κι αυτό το παιδί ήταν ένας γρίφος για το μυαλό της.
Τον πλησίασε, κάθησε δίπλα του , εκείνος ούτε που σάλεψε, σαν να μην την είδε, έτσι έκανε μέρες τώρα , σαν να μην την έβλεπε, κι όμως εκείνη φρόντιζε να βρίσκεται στο ορατό του πεδίο , ήταν ο μόνος που δεν υπέκυπτε στην γοητεία της, γιατί όντας μεγαλωμένη στην αγορά , ήξερε τους πάντες και με τον τρόπο της γινόταν το επίκεντρο όλων , δεν της άρεσε να την αγνοούν, αυτός γιατί ήταν τόσο αδιάφορος?
Καθισμένη δίπλα του δεν έβρισκε κάτι να του πει, μα ούτε εκείνος έκανε καμμιά προσπάθεια, παρέμενε απαθής και συγκεντρωμένος στη δουλειά του…να παρατηρεί.
Δεν τόλμησε να τον διακόψει από τις σκέψεις του, αλλά κατά κάποιο περίεργο τρόπο ένιωθε καλά δίπλα του, δεν της είπε να μείνει ούτε να φύγει , δεν της έδειξε ότι ενοχλήθηκε από την παρουσία της αλλά ούτε ότι του άρεσε κιόλας.
Tι περίεργος , σκέφτηκε εκείνη, κανένας μέχρι τότε δεν είχε δει να φέρεται έτσι.
΄Εμεινε εκεί κολλημένη σαν κάποια αόρατη κόλλα να την κρατάει κι άρχισε να παρατηρεί προς την ίδια κατεύθυνση, σαν να προσπαθούσε να μαντέψει τις σκέψεις του, προσπαθούσε να δει τι τόσο ενδιαφέρον έβλεπε εκείνος και ήταν τόσο απορροφημένος .
Εκείνη τα 'χε δει τόσες φορές, δεν τις έκαναν εντύπωση, άνθρωποι πήγαιναν κι ερχόταν, κουβέντιαζαν , παζάρευαν, αντάλλασαν τις πραμάτειες τους. Πιό κάτω τσακώνονταν δυό τρείς, ένας σκύλος άρπαξε το φαγητό απ'το χέρι ενός παιδιού κι εκείνο έκλαιγε, η μάνα της πιο πέρα, διαλαλούσε τα πλουμιστά υφάσματα της, συνηθισμένα πράγματα δηλαδή, ότι γινόταν κάθε μέρα.
Δεν άντεξε περισσότερο και τον ρώτησε , "μα τι βλέπεις με τόσο ενδιαφέρον? Τα ίδια γίνονται κάθε μέρα , τι παρατηρείς με τόση προσοχή ? ....έτσι είναι η αγορά, το ξέρεις αφού κάθε μέρα έρχεσαι, σ’ έχω δει".
Εκείνος γύρισε και την κοίταξε , σαν να την έβλεπε πρώτη φορά, σαν να μην είχε καταλάβει την παρουσία της δίπλα του τόση ώρα, το βλέμμα του ευθύ και διεισδυτικό, την διαπέρασε κι έφτασε μέχρι το στομάχι της που ανακατεύτηκε για μια στιγμή.
Ξαναγύρισε το κεφάλι του χωρίς να πει τίποτα και συνέχισε να κοιτάζει προς την ίδια κατεύθυνση , κάπου στην αγορά, πάνω από την αγορά, μέσα στην αγορά, πέρα από την αγορά, κάπου εκεί γύρω.
Εκείνη μόλις είχε υποστεί ένα μικρό σοκ, κανείς δεν την είχε κοιτάξει έτσι, κανείς δεν είχε ανακατέψει το στομάχι της μέχρι τότε, τι είναι και τούτο πάλι, αναρωτήθηκε.
Να φοβηθώ? να τρέξω ? να φύγω? τι είναι αυτός ο άνθρωπος?
Τίποτα δεν έκανε, παρέμεινε εκεί ακίνητη δίπλα του , ελαφρώς χαμένη και λίγο ζαλισμένη , άρχισε να μυρίζει τ’αρώματα της αγοράς σαν να τα ανακάλυπτε πρώτη φορά. Κανέλα, γαρύφαλο, μπαχάρι ανακετεμένα με τριαντάφυλλα , λεμονανθούς, κύμινο κι ένα μάτσο άλλα μπαχάρια και αρωματικά που πρίν ήταν μια ανακατεμένη μυρωδιά με φαγητά , κρασιά και κοπριές ζώων που καθόλου ευχάριστη δεν της ήταν . Τώρα όμως μοσχομύριζε ο τόπος, χίλια αρώματα ερέθιζαν την μύτη της και ρούφαγε, ρούφαγε τον μυρωδάτο αέρα λες και πρώτη φορά ανάπνεε αληθινά.
Κι ύστερα ήρθαν τα χρώματα και πλημμύρισαν τα μάτια της , λαμπερά χρώματα, πορτοκαλιά, κίτρινα, πράσινα, μπλέ, λιλά, βιολετί, χρυσαφιά και ασημιά , λαμπύριζαν στο φως του ήλιου, που εκείνη την ώρα είχε πάρει τον κατήφορο για τη δύση. ΄Αστραψαν τα μάτια της, πρώτη φορά έβλεπε τέτοια χρώματα, έτριβε τα μάτια της και ξανακοίταζε ,νόμιζε ότι ονειρευόταν. Κάθε μέρα ήταν εκεί και ποτέ δεν είχε δει να έχει η αγορά τόσο πλούσια , καθαρά και λαμπερά χρώματα που παιχνίδιζαν με το φως του ήλιου, ανακατεύονταν με τις μυρωδιές ξεσηκώνοντας έναν μαγικό χορό σε όλες τις αισθήσεις της.
Αποσβολωμένη, μαγεμένη , πρέπει να έμοιαζε με χάνο μ’ανοιχτό στόμα και μάτια , προσπαθούσε να κρατήσει αυτή την ονειρεμένη εικόνα όσο πιο πολύ μπορούσε . Ήθελε, αν γινόταν να την αγκαλιάσει ολόκληρη αυτή η μοναδική αίσθηση , αν γινόταν να έμενε έτσι για πάντα και να μην άλλαζε ποτέ.
Μιά χαρά την πλημύρισε, μια ευφορία μοναδική που έφτασε μέχρι τα νύχια των ποδιών της και την διαπέρασε ολόκληρη. Έκλεισε τα μάτια σφιχτά για να νιώσει όσο πιο πολύ άντεχε , αυτή την αίσθηση που την είχε συνεπάρει .
Και τσαφ! ένα φλας άναψε στο μυαλό της ξαφνικά και την επανέφερε . Βλέπω ότι βλέπει εκείνος σκέφτηκε, εγώ είμαι κάθε μέρα εδώ και δεν ήταν ποτέ έτσι, δεν βλέπουν τα δικά μου μάτια έτσι, αλλά τα δικά του ,γι αυτό κάθεται σαν μαγεμένος, και πώς να μη μαγεύεται με τέτοια ομορφιά που βλέπει.
'Ανοιξε τα μάτια της και γύρισε να τον κοιτάξει, να του πει τι σκέφτηκε, να τον ρωτήσει. Πόσα ήθελε να του πει...πόσα να τον ρωτήσει. Μα εκείνος δεν ήταν πια εκει, είχε φύγει, τόσο ήσυχα κι αθόρυβα που δεν πήρε χαμπάρι τίποτα, αλλά που να πάρει χαμπάρι δηλαδή , αφού είχε χαθεί μέσα στην έκστασή της. ΄Εψαξε με το βλέμμα της αριστερά , δεξιά μήπως τον εντοπίσει, είχε γίνει όμως
άφαντος.
Σηκώθηκε κι άρχισε να τρέχει μήπως τον προλάβει, δεν μπορεί, δεν θα ΄χει πάει μακρυά, θα τον βρω σκεφτόταν.
Η αγωνία την έτρωγε μέσα της όσο εκείνος δεν φαινόταν, οι μέρες περνούσαν και σε λίγο θα έπρεπε να φύγουν. Δεν άντεχε να μη μάθει , ήθελε τόσα να τον ρωτήσει και δεν τολμούσε να ρωτήσει και κανέναν άλλον, ήξερε ότι δεν θα την πίστευε κανείς. Πάντα ρώταγε τους σοφούς και τους περιηγητές , που διηγούνταν παράξενες ιστορίες . Της άρεσε να ακούει και να μαθαίνει, ρούφαγε κάθε λέξη τους και είχε ακούσει πολλές περίεργες ιστορίες για αγάπες και για πολέμους για έρωτες και πάθη για μάγους και προφήτες για θεούς και δαίμονες .
Όμως αυτό που είχε βιώσει πριν λίγες μέρες με κείνον δεν έμοιαζε με τίποτα απ΄όσα ήξερε , κανείς δεν της είχε περιγράψει κάτι παρόμοιο . Έτσι αποφάσισε ότι μόνη της έπρεπε να λύσει το γρίφο , μόνη της έπρεπε να μάθει τι ήταν αυτό που είχε νιώσει , τι ήταν εκείνο το παράξενο αγόρι που την έκανε να βλέπει τόσο διαφορετικά τον κόσμο, που την έκανε να νιώθει όλα αυτά τα υπέροχα συναισθήματα που δεν ήξερε μέχρι τότε ότι υπήρχαν. Είχε ακούσει ότι το συναίσθημα του έρωτα ήταν το ανώτερο συναίσθημα που μπορούσαν να νιώσουν οι άνθρωποι αλλά οι περιγραφές που έκαναν όλοι όταν μιλούσαν γιαυτό, δεν έμοιαζαν μ΄αυτόν τον εκστατικό χορό των αισθήσεων που είχε βιώσει εκείνη. Έλεγαν πως ο έρωτας σου δίνει φτερά για να πετάξεις , πως νιώθεις υπέροχα και σε κάνει να θέλεις κάποιον πάρα πολύ , τόσο πολύ που δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτόν , αλλά εκείνη δεν ένιωθε ακριβώς έτσι. Ήταν κι έτσι δηλαδή αλλά δεν ήταν μόνο αυτό, πέταγε ναι μεν κάθε φορά που τον έφερνε στο μυαλό της και φανταζόταν χίλια πράγματα ότι έκαναν μαζί αλλά δεν ήταν το ίδιο , οι αισθήσεις της δεν χόρευαν το ίδιο, δεν άκουγε με τον ίδιο τρόπο, ούτε έβλεπε με τον ίδιο τρόπο αλλά ούτε ένιωθε όπως όταν ήταν εκείνος δίπλα της εκείνη τη μέρα. Δεν είπε τίποτα σε κανέναν κι αυτή ήταν η πρώτη μυστική συμφωνία τους. Ότι θα συνέβαινε από κει και μετά πάντα έτσι θα το αντιμετώπιζε, ποτέ κανείς δεν θα ήξερε τι ακριβώς έβλεπε μαζί του.
Εκείνος εμφανίστηκε πάλι, λίγες μέρες αργότερα. Αυτή τη φορά τον είδε να κάθεται στο πεζούλι με τη πλάτη στραμμένη στην αγορά, κοιτώντας κάτω την έρημο και τον κάμπο πάλι απορροφημένος και χαμένος στο δικό του κόσμο. Η καρδιά της σκίρτησε απο χαρά και μια αγωνία της κυρίεψε.
Η αγορά ήταν στο κέντρο του χωριού, χτισμένη πάνω σε βράχους, πίσω της εκτείνονταν το χωριό περιμετρικά στο λόφο, μπροστά και κάτω απ’την αγορά που ήταν σαν πλατεία μεγάλη, είχε χτιστεί ένας πέτρινος περίβολος σαν στήριγμα , με πεζούλι γύρω γύρω ,η θέα απ’αυτό το σημείο ήταν εκπληκτική . Μπροστά ήταν η κοιλάδα με τις καλλιέργειες , στο βάθος αριστερά και δεξιά οι αμμόλοφοι και στο βάθος μακρυά μπορούσες να διακρίνεις τη θάλασσα. Προς τα κει κοίταζε κι εκείνος και τα παρατηρούσε και εκείνη με μεγαλύτερη λεπτομέρεια καθώς τον πλησίαζε.
Το δειλινό στην έρημο έχει μια ιδιαίτερη μαγεία, μαλακές και ζεστές αποχρώσεις του κόκκινου και κίτρινου απλώνονται και καλύπτουν τα πάντα , χρώματα του πηλού ανακατεύονται με το γαλάζιο του ουρανού και το χρυσαφί της άμμου, πινελιές πράσινου των χαμηλών δέντρων και των αμπελιών που ήταν διάσπαρτα στην κοιλάδα ανέδυαν μια μαγική και απαλή ατμόσφαιρα γεμάτη αρμονία . Τα χρώματα για μια ακόμα φορά αποκάλυπταν την ομορφιά τους μπροστά της , συνθέτοντας ένα μαγικό χαλί που ήταν σαν να χόρευε κυμματιστά καιτην παρέσερνε στον μαγικό του ρυθμό. Όμοιο του δεν είχε ξαναδεί, την παρέσερνε και την μάγευε και μέσα της άρχισε να χορεύει στον ίδιο ρυθμό. Άρχισε να νιώθει το σώμα της τόσο ελαφρύ που πανεύκολα θα μπορούσε να πετάξει.
"Αχ , πάλι τα ίδια , τι χρώματα βλέπω πάλι, τι υπέροχος που είναι ο κόσμος "σκέφτηκε. Ακόμα και οι μυρωδιές ξαναγύρισαν στα ρουθούνια της καθώς τον πλησίασε και στάθηκε πίσω του.
" Έλα κάθησε " της είπε εκείνος δείχνοντας με το χέρι του το σημείο δίπλα του. Μουσικές άρχισαν να ακούγονται στ’αυτιά της, τέτοια ώρα άρχιζε το γλέντι που σήμαινε το τέλος μιας κουραστικής μέρας. Οργανοπαίχτες έπαιζαν και τραγουδούσαν μαζί με τους αγρότες που γύριζαν απ’τα χωράφια , περνούσαν απ’την αγορά για ένα ποτήρι κρασί κι όλοι γίνονταν ένα. Πολλές φορές χόρευε μαζί τους , λάτρευε τη μουσική, της άρεσε πολύ κι ο χορός κι όταν το παραδιασκέδαζε κατέληγε σ’ένα στροβίλισμα. Στροβιλιζόταν μέχρι να πέσει κάτω και τότε έπεφτε ανάσκελα και χάζευε τον ουρανό , παρατηρούσε τα σύννεφα που έτρεχαν, σαν να κυνηγούσαν το ένα το άλλο ,αλλάζοντας σχήματα, πολλές φορές έμοιαζαν με πρόσωπα , ζώα, πουλιά και ψάρια με δέντρα και βουνά . Εκεί φανταζόταν πως κάποια μέρα θα 'βλεπε το Θεό που ήταν κρυμμένος ,ανάμεσά τους. ΄Ηταν ικανή να χαζεύει τον ουρανό με τις ώρες , ο χρόνος σταματούσε και ξεχνιόταν , χαμένη κι αυτή σ’έναν άλλο κόσμο.Τον κόσμο της φαντασίας της που εκείνος τώρα ζωντάνευε ξανά μέσα της.
Ο ήχος της μουσικής που έφτανε στα αυτιά της ήταν πιο καθαρός τώρα, ξεχώριζε τα όργανα που έπαιζαν και τις φωνές που τραγουδούσαν, απαγγέλοντας ιστορίες βγαλμένες απο τη ζωή των αγροτών,μιλούσαν για το Θεό και για την αγάπη.
Πρώτη φορά παρατήρησε πόσο όμορφα τραγουδούσαν , πόσο γλυκειά ήταν η μελωδία τους όταν μιλούσαν ειδικά για την αγάπη.
Πάλι το στομάχι της φτερούγιζε, και την γέμιζε χαρά , ευφορία, γαλήνη.
Εμεινε εκεί κοντά του για άλλη μια φορά μαγεμένη , να χαζεύει στον κάμπο τα χρώματα , να μυρίζει τ’αρώματα, ν’ακούει τις όμορφες μελωδίες , πλημμυρισμένη κι εκστασιασμένη απ’τα συναισθήματα που ένιωθε..
Δεν μίλησαν πάλι, φοβόταν να μιλήσει μην τυχόν και χαθεί η μαγεία που ένιωθε..
Εκείνος έδειχνε ευχαριστημένος απο την παρουσία της δίπλα του, μπορούσες να πεις και χαρούμενος, ένα αδιόρατο χαμόγελο διαγραφόταν στα όμορφα χείλη του.
Η μυστική τους συμφωνία, ζούσαν κάτι μαζί, έβλεπαν και άκουγαν όλα αυτά μαζί, ήταν το μυστικό τους που κανείς δεν θα μάθαινε.
Το μυστικό που θα την συντρόφευε τα βράδυα στο κρεβάτι της, η παρουσία του που θα γινόταν η μόνιμη συντροφιά της απο κει και πέρα . Ο μυστικός και περίεργος φίλος της που έβλεπε με άλλα μάτια, έτσι της άρεσε να τον αποκαλεί..
Τις επόμενες μέρες ήταν κάθε απόγευμα μαζί, πήγαιναν βόλτες στα χωράφια, κρυβόταν μέσα στ’ αμπέλια και του φώναζε να τη βρει, έτρεχε γρήγορα κι εξαφανιζόταν πίσω από μια καλύβα, μέσα σε στάβλους , πίσω από άχυρα...
Κι εκείνος πάντα την έβρισκε και γελούσαν μαζί για τις τόσο προβλέψιμες επινοήσεις της..
Όταν κουράζονταν απ’το πολύ τρεχαλητό, ξάπλωναν και χάζευαν τον ουρανό, ήταν και δική του αγαπημένη ενασχόληση . Τότε της μιλούσε για τα σύννεφα, για τ’αστέρια για το φεγγάρι και τον ήλιο λέγοντας της πράγματα που κανείς πριν δεν της είχε πει, ή δεν είχε παρατηρήσει.
Πάντα κατέληγαν να συζητάνε για το τι υπήρχε πίσω απ’τον ορίζοντα, πέρα απ’τη θάλασσα , πέρα απ’τα σύννεφα και τα βουνά , λέγοντας ιστορίες ο καθένας που είχε ακούσει από ταξιδευτές και σοφούς.
-Κάποτε θα πάω εκεί πάνω, της είπε μια μέρα, θ’ ανέβω ψηλά στον ουρανό και θα σου γνέφω από κει.. θα με βλέπεις;
-Αν πεθάνεις; Όταν πεθαίνει κάποιος πάει στον ουρανό λένε, κοντά στο θεό, μα εγώ πάντα ψάχνω να τους δω και ποτέ δεν έχω δει κανέναν..
- Εμένα θα με βλέπεις, είπε με τέτοια σιγουριά, που της φάνηκε αστεία κι έσκασαν και οι δυό στα γέλια..