Αναπολώ την ευτυχισμένη μου οικογενειακή ζωή και τελικά φτάνω σε λυπηρές διαπιστώσεις. Τελικά δεν ήταν και τόσο χαρούμενη. Ρουτινιασμένη ήταν και έντονα βαρετή.
Παντρευτήκαμε από έρωτα με την Ελένη. Τα πρώτα χρόνια περάσαν όμορφα. Μετά ήρθαν τα προβλήματα. Παιδιά, φροντιστήρια, υποχρεώσεις, κόντρα υποχρεώσεις.
Εξάλλου είκοσι χρόνια γάμου ήταν αυτά. Ήμουνα νιος και γέρασα. Για την ακρίβεια καβαντζάρισα τα πενήντα.
Δεν ήθελα και πολύ. Ξενοκοιμήθηκα. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Πολλές περιπέτειες της μιας βραδιάς είτε με συναδέλφους, είτε με κοινές γυναίκες.
Πάντα βέβαια με γούστο και εκλεκτικότητα. Δεν υπήρξα ποτέ σαβουρογάμης.
Ποτέ δεν με κατάλαβε η γυναίκα μου. Ή μπορεί να με κατάλαβε και να μη μίλαγε η κακομοίρα. Άλλωστε ήμουν τύπος και υπογραμμός στις υποχρεώσεις μου. Μια αφορμή για σχόλιο δεν έδωσα ποτέ.
Μέχρι που μπήκε εκείνη στην ζωή μου, και τα γάμησε όλα. Πήρε το μυαλό μου ολόκληρο.
Δούλευε στην ασφαλιστική εταιρία στον κάτω όροφο. Μελαχρινή και φευγάτη, τραβούσε σαν μαγνήτης τα αντρικά βλέμματα. Ετών 27.
Την είχα πετύχει αρκετές φορές στο ασανσέρ και είχαμε μείνει στα βλέμματα. Ήταν, όμως, συνέχεια στην σκέψη μου, μέρα-νύχτα.
Βρήκα το κινητό της τάζοντας χάρες δεξιά κι αριστερά. Η απάντηση στο πρώτο μου μήνυμα, ήταν άμεση. Με τα πολλά της πρότεινα δείπνο. Δέχτηκε χωρίς περιστροφές και αναβολές.
Το ίδιο βράδυ μετά το εστιατόριο καταλήξαμε να πηδιόμαστε σαν σκυλιά. Δεν το είχα ξαναδεί αυτό σε γυναίκα της ηλικίας της.
Είχε περάσει η ώρα και χτύπησε το κινητό μου. Ήταν η γυναίκα μου. Ποτέ δεν νευρίαζε όταν αργούσα, απλά ανησυχούσε.
Γύρισα και κοίταξα τη μικρή, «Δε με πειράζει. Το ήξερα ότι είσαι παντρεμένος. Αλλα σε θέλω και όπου πάει. Από την πρώτη στιγμή που σε είδα κάτι έκανες μέσα μου.»
Χωρίσαμε με την υπόσχεση ότι θα συναντιόμασταν αύριο.
Το έργο επαναλήφθηκε. Όχι μόνο την επόμενη μέρα αλλά για μήνες. Δεν ήταν μόνο σεξ, όμως. Την ερωτεύτηκα ολοκληρωτικά.
Μπορεί ένας άντρας να ερωτευτεί και στα πενήντα του.
Απολαμβάναμε την κάθε στιγμή μας με πάθος. Όταν δεν μπορούσα να την δω ήμουν σαν ναρκομανής σε περίοδο απεξάρτησης. Ήταν η μαστούρα μου.
Δεν άντεχα να είμαι στο σπίτι εγκλωβισμένος. Αδιαφορούσα για τη γυναίκα μου. Με εκνεύριζε ακόμα και η φωνή της. Δεν μπορούσα καν να την ακουμπήσω, πόσο μάλλον να ξαπλώσω μαζί της.
Ήθελα διαζύγιο. Άμεσα.
Θέλω να ζήσω και όχι να θαφτώ στα πενήντα μου σε ένα καναπέ χαζεύοντας ποδόσφαιρο και περιμένοντας εγγόνια.
Το μυαλό μου και το σώμα μου απιστούσε πολλές φορές. Τώρα απιστούσε η καρδιά μου. Αυτή δεν κατανοεί συμβάσεις και καταναγκασμούς.
Τα παιδιά μου δεν τα φοβόμουν. Μεγάλωσαν πια και θα καταλάβαιναν.
Υπήρχε, όμως, κάτι στο οποίο δεν είχα εμπιστοσύνη. Στον κοινωνικό μας περίγυρο.
Εκείνοι οι φαινομενικά αμέμπτου ηθικής, που σε περιμένουν στην γωνία να σε δικάσουν και εσένα και την παρδαλή που σου έκλεισε το σπίτι. Εκείνοι που σε φθονούν ενδόμυχα που έχεις το πιπίνι. Εκείνοι που καταριούνται την αδυναμία τους να λήξουν έναν ήδη τελειωμένο και απαρχαιωμένο γάμο.
Ένα βράδυ δεν άντεξα άλλο και της το ανακοίνωσα. Της είπα την αλήθεια, όσο κι αν ήξερα ότι θα την πλήγωνε. Επιτέλους, απάντησε. Καιρός ήταν.
«Όσο καιρό τριγυρνάς απροκάλυπτα με την μικρή σου τσουλίτσα, βρήκα και εγώ κάποιον να με κάνει να ξανανιώσω γυναίκα που έχει δικαίωμα στον έρωτα. Περίμενα εσένα να ανοίξεις συζήτηση!» μου είπε και είχα μείνει άφωνος.
Το διαζύγιο βγήκε γρήγορα. Το ίδιο γρήγορα παντρεύτηκα τον έρωτα της ζωής μου.
Προς το παρόν είμαστε ευτυχισμένοι. Ξέρω πως σε μερικά χρόνια θα με αφήσει ίσως για κάποιον νεότερο. Ίσως και όχι.
Προς το παρόν το ζώ. Κι όπου πάει. Μου αρκεί που το πρωί ξυπνάμε μαζί.