Ο Θεός δεν είναι αντικείμενο να τον εξετάσουμε σε κάποιο εργαστήριο επιστημονικά. Έτσι, δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για αποδείξεις περί ύπαρξης ή ανυπαρξίας του Θεού, παρά μόνο για λογικές σκέψεις περί Αυτού. Αν και αυτά είναι ζητήματα έξω από την ανθρώπινη εμπειρία, παρόλα αυτά οι άνθρωποι ζητούν να βρουν μια λογική αιτία πίστης στη θεότητα.
|
Ο άνθρωπος ως σκεπτόμενο πρόσωπο, δεν μπορεί να νοήσει τον εαυτό του και να συλλάβει το νόημα του κόσμου έξω και ανεξάρτητα από την ιδέα του Θεού. Αισθάνεται ότι δεν είναι ον αυθύπαρκτο και το περί Θεού ερώτημα είναι καίριο, πού θέτει μόνον ο λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος. Η άλογη κτίση δεν έχει τέτοιου είδους ευαισθησίες και δε διατυπώνει παρόμοια ερωτήματα, ούτε έχει ανάλογους προβληματισμούς. Μόνον ο άνθρωπος ρωτά, γιατί είναι η λογική «εικόνα» του Θεού.
Στο ερώτημα περί υπάρξεως του Θεού ανάγεται ο άνθρωπος και από το γεγονός ότι ο Θεός είναι κεκρυμμένος και αθέατος. Δεν μπορείς να τον συναντήσεις και να τον δεις, να λάβεις εμπειρική αίσθηση της παρουσίας του. Ο Θεός κυβερνά τον κόσμο, όμως δεν μπορείς να κατανοήσεις την ενέργεια του αυτή, η οποία είναι άκρως αινιγματική στο φτωχικό μυαλό μας, σε σημείο πού, βλέποντας τόση ακαταστασία, τόση κακότητα και τόση φυσική και ηθική αθλιότητα στον κόσμο, ν' αναρωτιέται κανείς αν πράγματι υπάρχει ο Θεός και προνοεί αληθινά για τα πλάσματα του.
Το ζήτημα της υπάρξεως του Θεού είναι ζήτημα καθαρό πίστεως. Το ιερό Σύμβολο της Πίστεως ρητά ομολογεί: «Πιστεύω εις ένα Θεόν». Ο άνθρωπος, ο λογικά σκεπτόμενος, έχει τη δυνατότητα να δεχθεί ή να μη δεχθεί την ύπαρξη του Θεού. Με τη σκέψη αυτή, το περί Θεού ερώτημα έχει δευτερεύουσα σημασία, γιατί, αν πιστεύεις αληθινά στο Θεό, το ερώτημα δεν έχει κανένα νόημα.
ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Την ύπαρξη του Θεού κανένας δεν μπορεί να την αποδείξει λογικά, όπως αποδεικνύει τις φυσικές αλήθειες. Η ουσία του Θεού είναι απολύτως υπερβατική, αθέατη στα μάτια μας και απρόσιτη στη φυσική μας διάνοια. Έμμεσα μόνο μπορούμε να διακρίνουμε τη θεία ενέργεια, η οποία διακατέχει και συγκρατεί τα όντα και είναι διάχυτη στην εξωτερική δημιουργία. Και αυτή πάλι μόνο με τους οφθαλμούς της ψυχής μας μπορούμε να τη συλλάβουμε.
Η ύπαρξη του Θεού προϋποθέτει την πίστη και αυτό αρκεί. Ο Θεός υπάρχει στην περιοχή της καρδιάς που τη φλογίζει η πίστη και όχι στο μυαλό πού κυριαρχείται από το λόγο και διέπεται από την αυστηρή επιστημονική γνώση. Αν ο Θεός δεν υπάρχει στην καρδιά ως μυστική παρουσία, δεν υπάρχει πουθενά. Γι' αυτό, όταν ερωτόμαστε από ανθρώπους λογικοκρατούμενους αν υπάρχει Θεός, η απάντηση μας πρέπει να είναι αρνητική, με την έννοια ότι ο Θεός δεν υπάρχει όπως τον θέλουν αυτοί, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα τους.
Ο Θεός φυσικά υπάρχει και δεν είναι δημιούργημα του νου και της φαντασίας του ανθρώπου, όπως υποστηρίζουν πολλοί. Τον Θεό ο άνθρωπος αποδέχεται με την πίστη και την αγάπη του. Ως λογικά όμως σκεπτόμενο ον, προσπαθεί να τεκμηριώσει και με επιχειρήματα την πίστη του αυτή. Προς το σκοπό αυτό διαμόρφωσε από πολύ παλιά διάφορους λογικούς συλλογισμούς. Στη θεολογία οι συλλογισμοί αυτοί είναι γνωστοί ως «αποδείξεις περί της υπάρξεως του Θεού». Φυσικά δεν πρόκειται περί επιστημονικών αποδείξεων, γιατί ο Θεός βρίσκεται πέρα από τα όντα και δεν είναι μέγεθος φυσικό πού να μπορεί να εκτιμηθεί με κριτήρια αισθητά και εμπειρικά. Οι συλλογισμοί αυτοί δεν είναι αποδείξεις, αλλά ενδείξεις, επιχειρήματα λογικοφανή, δείκτες πού προσανατολίζουν τη σκέψη προς το δυνατό της υπάρξεως του Θεού. Οι κυριότερες από τις ενδείξεις αυτές είναι τέσσερις, η τελολογική, η κοσμολογική, η ηθική και η ιστορική.
Α) Τελολογική απόδειξη (τέλος=σκοπός): Η τάξη, η σοφία, η σκοπιμότητα και η αγάπη με την οποία δημιουργήθηκε και λειτουργεί ο κόσμος μας οδηγεί στην παραδοχή της ύπαρξης ενός σοφού και καλού Θεού, που όχι μόνο δημιούργησε τον κόσμο, αλλά και συνεχίζει να φροντίζει γι’ αυτόν.
Β) Κοσμολογική απόδειξη: Ο πολύπλοκος αυτός κόσμος δεν είναι δυνατό να δημιουργήθηκε μόνος του και να λειτουργεί μόνος του. Η λογική μας λέει ότι δεν μπορεί να υπάρχει δημιούργημα χωρίς δημιουργό, αφού κάθε αποτέλεσμα έχει και την αιτία του, σύμφωνα με την αρχή της αιτιότητας. Ένας τρόπος, λοιπόν, της φανέρωσης του Θεού στους ανθρώπους είναι η ίδια η φύση, δια μέσου της οποίας έχουμε τη λεγόμενη «φυσική αποκάλυψη».
Γ) Ηθική απόδειξη: Η απαίτηση της ανθρώπινης ύπαρξης για δικαιοσύνη και η τάση της για τελειότητα δεν ικανοποιούνται σ' αυτόν το γήινο κόσμο, όπου συνήθως οι ενάρετοι υποφέρουν και οι άδικοι ευημερούν. Είναι απαραίτητο, λοιπόν, να υπάρχει Θεός, που στην άλλη ζωή θα αποδώσει δικαιοσύνη στους ανθρώπους σύμφωνα με τα έργα τους.
Δ) Ιστορική απόδειξη: Αφού η τάση του ανθρώπου να πιστεύει σε κάποιο Θεό είναι πανανθρώπινο και αιώνιο φαινόμενο, δεν είναι δυνατό να δημιουργήθηκε τυχαία, αλλά κάποιος άλλος έξω από εμάς δηλ. ένας Θεός, τη φύτεψε μέσα στην ύπαρξη μας.
Συγκεφαλαιώνοντας οι θείες αλήθειες δεν αποδεικνύονται επιστημονικά. Μπορούν να διευκολύνουν την πίστη στην ύπαρξη του Θεού. Δεν τη γεννούν. Φυσικά όποιος πιστεύει αληθινά στην ύπαρξη του Θεού δεν έχει ανάγκη από λογικά επιχειρήματα για να ενισχυθεί στην πίστη του. Μόνον όσοι έχουν ασθενή και κυμαινόμενη πίστη (κυρίως οι προβληματιζόμενοι άνθρωποι) μπορούν να ωφεληθούν από τις ενδείξεις περί της υπάρξεως του Θεού και να στερεώσουν την πίστη τους. Και αυτό πάντοτε με τη χάρη και το φωτισμό του Θεού.