-Ανάμεσά τους κυλά και θα κυλά πάνω σε ήσυχα νερά προς το θάνατο.
-Τίποτα δεν τον κρατά εδώ εξόν από τις τύψεις του πως την εγκαταλείπει.
-Μα πως μπορεί να τη γεμίζει αυτό το πράμα, αυτό το ακίνητο νερουλό πράμα που το λέει «ο γάμος μας», που το κορνιζώνει, το ξεσκονίζει, το βάζει σε άλμπουμ, το γιορτάζει κάθε χρόνο με τούρτες.
–Τη σύγκρινε λοιπόν με το τίποτα και προτιμούσε το τίποτα.
-Άπλωσε το χέρι του και της άγγιξε τον ώμο. Τη χάιδεψε και κάτι στο σώμα της σκλήρυνε κι αντιστάθηκε στο χάδι του. Αυτή η αντίσταση του προδομένου κορμιού τον συγκίνησε.
-…να μην διανοούμαι καν τη γιγάντια σκευωρία που καθορίζει τη ζωή μου όπως και τα πάντα.
-…ν’ αναρωτιέμαι τί να κάνω για να φανώ αντάξια της φιλίας του, ν΄αναρωτιέμαι τί μου βρίσκει και μου εμπιστεύεται όλα αυτά τα σπουδαία.
-Πρέπει να υπάρχει μια αναλογία ανάμεσα σ’ αυτούς που φιλιούνται αλλιώς αφανίζεσαι όπως αφανίστηκαν όσες ερωτεύτηκε ο Δίας των κεραυνών.
–Ποιητής και επαναστάτης. Το τέλειο!
–Τα λόγια του γίνονται μόνο ήχος, γίνονται βόμβος.
-…να γλιτώσω από τον καλοσιδερωμένο κύριο που περιαυτολογεί μπροστά μου γλείφοντας τις λέξεις.
-Είναι μερικές συμφορές που μας ηδονίζουν…
–Δεν είχες κοινό, καημενούλα κι ήθελες να πιστεύεις πως ο εαυτός σου σου αρκούσε.
-Με κάποιο τρόπο με λάξεψες, σε λάθος μέρος όμως. Από κάτω. Γκρεμίστηκα και φεύγω με το ρεύμα μακριά σου.
-Είναι φορές που τον άλλον τον βρίσκουμε φεύγοντας μακριά του…Εσύστ΄αλήθεια έφυγες φεύγοντας.
–Η ζωή που ζήσαμε μαζί έγινε πέτρα που πάνω της κόλλησα κι η νοσταλγία σου ο γύπας. Δεν περνά μέρα που να μη μου ραμφίζει το συκώτι.
-Το αν μου είσαι απαραίτητη δε σημαίνει στα σίγουρα έρωτα. Πιθανότερα είναι πως υπάρχει κάποιο ελάττωμα μέσα μου και πρέπει να το διορθώσω.
-Η ζωή πια ήταν ανοιχτή μπροστά μου, ζαχαρωτό. Μια ελευθερία απίθανη δίχως επιτέλους τις πανταχού παρούσες πυξίδες σου… Η ελευθερία μου κοντεύει να μου γίνει μαρτύριο. Δεν έχω τί να την κάνω. Με καταπιέζει και είναι δειλό να το λέω μα ώρες ώρες θα ‘θελα ν’ απαλλαγώ απ΄αυτήν και νοσταλγώ το σπίτι μας. Με δαιμονίζουν οι γυναίκες.
-Να ήταν πράγματι εκείνη έτσι μαγευτική τότε που την αγάπησε ή ήταν η ηλικία του που διψούσε για μαγείες; Αν ήταν τώρα να διαλέξει, αυτή τη γυναίκα θα διάλεγε ξανά; Πόσο ελεύθερα διαλέγουμε;
-…αναρωτιέμαι πόσο τον κολακεύει να τον αγαπά, πολύ έστω, μια γυναίκα σαν αυτή μπροστά στο νεροχύτη κι αν η γυναίκα είναι ο δείχτης αξίας ενός άντρα πόσο τον αξιολογεί ο δικός του δείχτης.
–Αν τον αγάπησε όχι επιλέγοντάς τον μέσα από ένα πλήθος επιλογές, παράγιατί δεν είχε άλλη επιλογή μπροστά της.
-…ν’ αρχίσει απ΄το μηδέν να φτιάζεται ή να μένει πάντα θλιβερός, κι αποτυχημένος.
–Δολιοφθορά! Τα μαλλιά του αραίωσαν, πάχυνε, δεν ήταν ετοιμόλογος και ζωηρός όπως πρώτα, έχανε δρόμο.
-Ο εαυτός της της ξεγέλασε τα σχέδια. Το είχε πάθει κι άλλες φορές που νόμισε πως μπορούσε να προβλέψουμε τα αισθήματά μας, τις αντιδράσεις μας.
-Εκείνο που νιώθεις τότε, είναι εκείνο που νιώθεις τότε και ποτέ άλλοτε δεν νιώθεις ούτε σαν ανάμνηση ούτε σαν φαντασία.
-…με εκείνη την άκρα σοβαρότητα των παιδιών που γελοιοποιεί κάθε δική μας θλιβερή απόπειρα για σοβαρότητα, επίσημο ύφος αξιοπρέπεια.
– Πονούσε ολόκληρη. Ως και τα μαλλιά της πονούσαν. Σα να γεννιόταν ξανά μες στο μηδέν. Χωρίς πλακούντα πίσω της, χωρίς μήτρα. Χωρίς να μπορεί να βγάλει ούτε μια κραυγή νεογέννητου που διαμαρτύρεται. Σα να γεννιόταν ξανά σε μια ζωή με την κατάρα ήδη καλά να την γνωρίζει.
-Όμως δε μίλησες ποτέ. Με κοιτούσες μόνο κι εγώ μπορούσα να φαντάζομαι και να περιμένω τα πάντα. Τα μάτια σου μ’ έκαναν να περιμένω τα πάντα. Έπρεπε να γλιτώσω από σένα. Γι΄αυτό έφυγα... Να σε κοιτώ μέσα από την καλοσύνη των πεντακοσίων χιλιομέτρων που μας ένωναν παρά μέσα από τη σκληρότητα του μισού μέτρου που μας χώριζε… Κι εγώ μπορώ να σε αποφύγω ψάχνοντάς σε σε πρόσωπα άλλα, σε μάτια άλλα, σε σώματα άλλα κι όλα κάτι από σένα μου θυμίζουν και με παρηγορούν. Υπάρχεις κι αλλού, δεν μπορεί… Έγινες μια πληγίτσα τόση δα που άμα τη σκαλίσω τρέχει αίμα. Ασκήθηκα πια να μην την σκαλίζω. Ο άντρας που ζω μαζί του εδώ και καιρό είναι σπουδαίος άντρας… όλο του ζητώ να μου λέει «σ’ αγαπώ» κι αυτός το λέει με την ψυχή του.
-…Είμαι γεμάτη από ωραία πράγματα… Σηκώνω το κεφάλι μου και σε κοιτώ. Σκύβεις το κεφάλι σου και με κοιτάς. Και το βλέπω. Ποτέ δεν έφυγα από σένα. Ούτε ένα βήμα δεν έκανα μακριά σου.
-Θα διάβαζε, θα έγραφε κι επιτέλους θα μετέτρεπε σε δημιουργία αυτόν τον πολύτιμο χρόνο τον βραδινό. Όμως η νύχτα κάτω από την ελευθερία της έκρυβε ένα σαράκι. Τη μοναξιά. Μικρό σκουλήκι μα παντοδύναμο…
-Νύχτες και νύχτες, χρόνια και χρόνια, μια ζωή σχεδόν ζει χωρίς κάποιον μάρτυρα ότι ζει.
-…οι άντρες είναι εύπλαστοι και μαλακοί στα χέρια μιας γυναίκας που ξέρει.
-…οι αρχαίοι τραγικοί μόνο από αδυναμία επινόησαν τους από μηχανής θεούς τους.
-…πίσω από την περίφημη γενναία συνέπειά της στις αρχές της, δεν κρύβεται παρά μια δειλία του να ζήσει.
-Απόψε που περπατά σιγά πάνω στα ψηλά τακούνια της μέσα στη νύχτα, προκαλώντας τη μοίρα της όπως οι γυναίκες του δρόμου προκαλούν τους πελάτες, το νιώθει πως η ζωή της έφτασε πολύ μακριά.
-Κι ο σαρκασμός σου με τσακίζει. Με κάνει να ντρέπομαι πολύ για πράγματα που δεν έχω κάνει, να νιώθω ενοχές αόριστες χωρίς να ξέρω το γιατί … να θέλω να φύγω, να μικρύνω, να κρυφτώ…
-Την μοναξιά μου. Ό,τι πιο πολύτιμο έχω κι ό,τι πιο πολυτελές.
–Η ψυχή μου, να σου πω, είναι αλλού. Δεν είναι κοντά σας, σας έχει κοροϊδέψει. Δεν ξέρω κι εγώ καλά καλά που είναι, πάντως εδώ, στο σπίτι μας, στο κρεββάτι μας, σε όσα κάθε μέρα με ξέρετε να κάνω δεν είναι.
-…για τον καθένα μας πρέπει να υπάρχει κάποιος που να σε αποδέχεται ακριβώς όπως είσαι, χωρίς να θέλει να σε αλλάξει ή να σε κοροϊδέψει, πως σίγουρα για τον καθένα μας υπάρχει κάποιος, μόνο που ποτέ δεν τον συναντάμε.
-Έσμιξες τα φρύδια σου κι είδα τη λάμψη της έτοιμης βουβής επίπληξης στο βάθος των ματιών σου. Έκανα ν΄ανοίξω το στόμα μου και δεν έβρισκα τίποτα να έχω να σου πω. Τίποτα.