Πολλές φορές έχουμε ακούσει ή και διαβάσει στην Αγία Γραφή το μικρό εδάφιο «ματαιότης ματαιοτήτων», το οποίο όμως έχει πολύ βαθύ νόημα. Αυτό προσπαθεί να προσεγγίσει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, στον πρώτο του λόγο, στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, «Εκκλησιαστής». Ας δούμε ένα απόσπασμα από τον λόγο του.
Ο Εκκλησιαστής λέγει ότι όλα είναι ματαιότητα και κάτι περισσότερο από τις ματαιότητες, πιο ανόητα και από τα ανόητα, όλα είναι μάταια. Με τη λέξη μάταιο εννοούμε το ανύπαρκτο, αυτό δηλαδή που έχει την ύπαρξη μόνο στην εκφώνηση της λέξης· ένα πράγμα που δεν φαίνεται να υπάρχει μαζί με την σημασία του ονόματος, αλλά είναι ένας ήχος αδρανής και κούφιος. Ακούγεται με τη μορφή κάποιας λέξης, την οποία αποτελούν οι συλλαβές, φθάνοντας μέχρι την ακοή χωρίς κανένα νόημα, όπως συμβαίνει με όσους φτιάχνουν λέξεις παίζοντας, χωρίς να έχουν καμία σημασία. Αυτή είναι μία μορφή και μία έννοια της ματαιότητας.
Μια άλλη σημασία της λέξης «μάταιος» είναι το «άχρηστος». Γιατί όσα επιδιώκονται με κάποια προσπάθεια δεν αποβλέπουν σε κάποιο σκοπό, όπως συμβαίνει με τα σπίτια, που χτίζουν τα παιδιά στην άμμο και με τη ρίψη τόξων εναντίον των άστρων και με το κυνήγι των ανέμων και με το συναγωνισμό του δρομέα με την σκιά του, όταν τρέχει να πατήσει πάνω στην κορυφή της σκιάς του. Αυτά και ό,τι άλλο παρόμοιο εννοούμε, για όσα γίνονται άσκοπα, όλα περικλείονται στην έννοια της ματαιότητας.
Τέλος, συχνά θεωρείται μάταιο και αυτό που συνήθως λέμε ανώφελο και άκαρπο.
Όταν δηλαδή επιχειρεί κάποιος να κάνει κάτι,
που το θεωρεί ωφέλιμο
για την συγκεκριμένη περίπτωση,
και μολονότι αποβλέπει σε κάποιο σκοπό
και χρησιμοποιεί το καθετί με επιμέλεια,
στο τέλος αποβαίνει ο κόπος ανώφελος,
επειδή μεσολάβησε κάτι το αντίθετο.
Σε αυτή την περίπτωση
χρησιμοποιούμε τη λέξη μάταιος,
για να δηλώσουμε ότι η προσπάθεια
πήγε χαμένη, ή έμεινε άκαρπη.
Γιατί σε παρόμοιες περιπτώσεις
συνηθίζουμε να λέμε,
ότι πήγε χαμένος ο κόπος μου,
και ήταν μάταιες οι ελπίδες μου,
και ότι υποβλήθηκα σε πολλούς κόπους
και δοκιμασίες χωρίς κανένα όφελος.
Και για να μην αναφέρω αναλυτικά το καθετί που κυριολεκτικά χαρακτηρίζεται με το όνομα της ματαιότητας, θα δώσω περιληπτικά με λίγα λόγια την έννοια της λέξης. Ματαιότητα είναι η λέξη χωρίς περιεχόμενο και νόημα, ή πράγμα ανώφελο, ή σκέψη ανύπαρκτη, ή προσπάθεια ατέλειωτη, ή γενικά το ανύπαρκτο για καθετί το ωφέλιμο.
Η υπέρβαση της ματαιότητας
Εάν, με όσα είπαμε ως τώρα, έγινε κατανοητή η έννοια της ματαιότητας, καιρός είναι να εξετάσουμε τι σημαίνει η φράση «ματαιότης ματαιοτήτων». Και ίσως να καταλάβουμε καλύτερα το νόημα της φράσης που μελετούμε, αν το συσχετίσουμε με τη συνήθεια της Γραφής, αναφορικά με όσα έχουν ένα υψηλότερο νόημα.
Η Αγία Γραφή ονομάζει «έργο» την πραγματοποίηση όλων εκείνων που είναι αναγκαία και συμφέροντα. Εκεί όμως τα έργα, που ξεπερνούν κάθε προσπάθεια και αποβλέπουν στη λατρεία του Θεού, τα αποκαλεί «έργο έργων», όπως μας φανερώνει η διήγηση του βιβλίου των Αριθμών (κεφ. 4,47). Και θέλει να μας δείξει με αυτόν τον χαρακτηρισμό, καθώς πιστεύω, με κάποια αναλογία, ποιο έργο είναι προτιμότερο μεταξύ των έργων, τα οποία κάνουν οι άνθρωποι. Γιατί όποια σχέση υπάρχει μεταξύ της εργασίας και της απραξίας, η ίδια σχέση υπάρχει μεταξύ της απασχόλησης με τα υψηλότερα και τα σπουδαιότερα και της απασχόλησης με όλα τα άλλα έργα. Με αυτήν την έννοια ονομάζεται από την Αγία Γραφή κάτι άγιο, και άλλοτε πάλι άγιο αγίων (Έξοδος 26, 33), για να φανεί ότι το άγιο υπερέχει εξίσου ως προς την αγιότητα από το βέβηλο όσο και απ’ αυτό πάλι το άγιο των αγίων, που βρίσκεται σε ανώτερο βαθμό αγιότητας.
Γνωρίζουμε λοιπόν ότι με αυτόν τον τρόπο δηλώνεται συνήθως από τη Γραφή η έμφαση μιας συγκεκριμένης έννοιας και το καλύτερο. Έχοντας υπόψη αυτή τη συνήθεια δεν θα κάνουμε λάθος, αν σκεφτούμε το ίδιο και για την φράση «ματαιότης ματαιοτήτων». Γιατί λέγει πως δεν είναι μάταια μόνο όσα εμφανίζονται μεταξύ των δημιουργημάτων, αλλά ότι είναι υπερβολικά μάταια, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, σαν να λέγει κανείς, ότι αυτό είναι πιο νεκρό και από το νεκρό, και πιο άψυχο από τα άψυχα. Και μολονότι δεν έχει θέση η σύγκριση σε παρόμοια πράγματα, λέγεται αυτή η φράση,προκειμένου να αποσαφηνισθεί πληρέστερα με αυτήν την έννοια αυτού που δηλώνεται. Όπως, λοιπόν, γίνεται νοητή η φράση «τα έργα των έργων» και «τα άγια των αγίων», με την οποία αποσαφηνίζεται η υπερβολή της σημασίας προς το καλύτερο και το ανώτερο, έτσι και η φράση «ματαιότης ματαιοτήτων» δείχνει τον ανώτερο βαθμό της υπερβολής στη ματαιότητα.
Αλλά ας μη νομίσει κανείς ότι, τα όσα είπαμε αποτελούν κατηγορία κατά της δημιουργίας. Γιατί τότε, αν είναι τα πάντα ματαιότης ματαιοτήτων, το σφάλμα θα αποδοθεί στο Δημιουργό των όλων, αν αποδειχθεί, ότι δημιούργησε για μας παρόμοια πράγματα Εκείνος, που έφερε τα πάντα στην ύπαρξη από την ανυπαρξία.
‘Όπως είναι όμως γνωστό, η υπόσταση του ανθρώπου είναι διπλή, αφού έχει ενωθεί η ψυχή με το σώμα, αλλά διακρίνεται το καθένα από τα συστατικά μας ανάλογα με τον τρόπο της ζωής του. Γιατί άλλη είναι η ζωή του σώματος και άλλη της ψυχής. Η μία είναι θνητή και φθαρτή, ενώ η άλλη είναι απαθής και άφθαρτη. Η πρώτη είναι προσανατολισμένη μόνο προς το παρόν, ενώ ο σκοπός της δεύτερης παρατείνεται στην αιωνιότητα. Επειδή, λοιπόν, διαφέρουν πολύ το θνητό από το αθάνατο και το πρόσκαιρο από το αιώνιο, γι’ αυτό ο λόγος του Εκκλησιαστή μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι δεν πρέπει να μένουμε σε αυτήν εδώ την αισθητή ζωή, που, αν συγκριθεί προς την αληθινή, είναι πραγματικά ανύπαρκτη και ανυπόστατη.
(«Λόγοι εις τον Εκκλησιαστή», μετάφραση αρχ. Π. Μπρούσαλη).