Όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ - Point of view

Εν τάχει

Όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ








Θέλω να μιλήσουμε. Έχεις λίγο χρόνο να με ακούσεις;


Εδώ και καιρό ήθελα να σου πω κάποια πράγματα, αλλά πάντα δείλιαζα. Δεν ήθελα να βρεθούμε αντιμέτωποι γιατί είναι αλήθεια πως δεν την μπορώ τη διαμάχη. Έχω πολλές φορές χάσει δικαιώματά μου κι έχω υποχωρήσει μπροστά σε σοβαρότατες αδικίες εις βάρος μου, μόνο και μόνο για να μην μπω σε διαμάχη. Γιατί πίστευα πως η ίδια η διαμάχη με φθείρει πολύ περισσότερο σε σύγκριση με το οποιοδήποτε όφελος προκύψει αν αγωνιστώ για τα δικαιώματά μου. Που τα δικαιούμαι. Για να είμαστε δίκαιοι.


Κι έτσι πέρασε πολύς καιρός που δε σου έλεγα τίποτα. Από τη μια πλευρά καταλαβαίνω πως ίσως προσπαθείς να θέσεις τις προτεραιότητές σου κι εμένα με έχεις βάλει λίγο στο περιθώριο. Ίσως άλλα πράγματα είναι πιο σημαντικά για σένα πια. Και αν αυτό σε κάνει να χαίρεσαι, τότε θα ήθελα να χαίρομαι κι εγώ μαζί σου. Κι αυτό ισχύει. Αλλά δυστυχώς ισχύει σε κάποιο βαθμό. Υπάρχει όμως κι ο υπόλοιπος βαθμός. Που δεν ισχύει. Και τελικά δεν χαίρομαι με τον τρόπο που έχεις προς το παρόν ορίσει τις προτεραιότητές σου. Κι αισθάνομαι περιθωριοποιημένος.


Πνίγω εδώ και καιρό τα αισθήματά μου. Πνίγω τις λέξεις μου. Και μαζεύονται όλες μέσα μου. Είναι σαν έφηβες κοπελίτσες. Κι ενώ κάποιες φορές κάθονται ήσυχα για να διαβάσουν και να περάσουν στο Πανεπιστήμιο της ζωής και να πετύχουν τους καλούς & αγαθούς στόχους τους, κάποιες άλλες φορές είναι αντιδραστικές λόγω ηλικίας, τους έρχεται να τα παρατήσουν όλα, να βγουν γυμνές στο δρόμο, να πάνε κόντρα στο σύστημα και να γεμίσουν με γκράφιτι τους τοίχους στους δρόμους για να αποδείξουν ότι υπάρχουν.


Αλλά μετά πάλι επανέρχονται στο σπίτι τους. Μέσα μου. Και έχουν τύψεις που συμπεριφέρθηκαν «απρεπώς» στους τοίχους του δρόμου, αλλά δεν περνάνε και καλά κλεισμένες μόνες μέσα μου. Ε, αυτές οι λέξεις λοιπόν, οι λέξεις μου, μεγάλωσαν, και πέτυχαν στις εξετάσεις τους και πέρασαν στο Πανεπιστήμιο και προσπαθούν να βγουν από μέσα μου για να πάρουν το λεωφορείο τους συντεταγμένα και να ακολουθήσουν το όνειρό τους. Κι ανεβαίνουν από το λαιμό μου για να βγουν και με πνίγουν. Μου κόβουν την ανάσα. Σε σένα μιλάω ακόμα, με ακούς;


Ποτέ σου δεν θέλησες να καθίσεις να με ακούσεις. Με απέφευγες πάντα. Πίστευες πως αν δεν μιλάμε για κάτι τότε αυτό το κάτι μπορεί και να μην υπάρχει. Κι όμως υπάρχει. Και είναι εδώ. Και μας έφερε αντιμέτωπους. Κουράστηκα. Κουράστηκα να προσπαθώ. Κουράστηκα να προσπαθώ να σε πείσω. Κουράστηκα να προσπαθώ να σε πείσω πως υπάρχω κι εγώ. Και κυρίως κουράστηκα, επειδή προσπαθώ να σε πείσω, χωρίς ποτέ να στο εκφράσω. Χωρίς ποτέ να στο πω με λόγια, ώστε να συνειδητοποιήσεις πως δεν υπάρχουν μόνο τα πράγματα για τα οποία μιλάμε. Υπάρχουν και τα πράγματα για τα οποία δεν μιλάμε. Μάλλον υπάρχουν κυρίως αυτά.


Είσαι κτητικός. Είσαι πολύ κτητικός. Αλλά δεν είσαι κτητικός με τα πράγματα τόσο, όσο είσαι με τις σκέψεις και τα συναισθήματά σου. Σου ανήκουν και δεν τα μοιράζεσαι. Δεν τα διαπραγματεύεσαι. Όμως, έχω κι εγώ σκέψεις και συναισθήματα. Κι εγώ δεν θα ήθελα να τα διαπραγματεύομαι, αλλά αν τολμήσω να εκφράσω το παραμικρό, με πνίγεις στις τύψεις. Κι έτσι αναγκαστικά τα διαπραγματεύομαι. Αλλά όχι μαζί σου, απευθείας. Μέσα μου. Αυτολογοκρίνομαι. Για τις σκέψεις μου. Για το πώς νοιώθω. Αλλά δεν είναι δυνατόν να απολογείσαι για το πώς νοιώθεις. Δεν είναι μία «άποψη», μία «επιλογή», έτσι νοιώθεις. Πάει και τελείωσε Έτσι είναι. Και πρέπει να δούμε πώς θα το αντιμετωπίσουμε. Αλλά χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Γιατί μόνο μαζί μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε.


Χωρίς εσένα δεν θα ήμουν ο ίδιος. Χωρίς εσένα δεν θα μπορούσα να φανταστώ τι τροπή θα είχε πάρει η ζωή μου. Ο σκοπός μου, η αρχή και το τέλος μου είσαι εσύ. Σε θέλω εδώ δίπλα μου, αλλά με λίγο τροποποιημένους όρους. Μεγάλωσα κι εγώ. Όπως κι εσύ.

Δεν ήθελα να σε ταλαιπωρήσω ακόμα μια φορά με ανούσιες συζητήσεις. Αλλά υπήρξε ένας οιωνός. Είχα ανήσυχη νύχτα. Κι είδα χτες το βράδυ στον ύπνο μου τη Συνείδηση. Όμορφη κοπέλα, γλυκιά αλλά λίγο απεριποίητη. Αφημένη στην τύχη της. Πέρασε πολλά κι αυτή. Μεγαλοδείχνει. Όμως μέσα της κρύβει μία όρεξη για ζωή. Ήρθε στον ύπνο μου ντυμένη ανοιξιάτικα, μου χαμογελούσε, αλλά δεν ήθελα πολλά πάρε δώσε μαζί της. Φοβόμουν πως δεν θα μου βγούνε σε καλό.


Ήρθε ξυπόλυτη, ήσυχα, δίπλα από το προσκεφάλι μου. Έσκυψε να μου ψιθυρίσει κάτι στο αυτί. Έτσι νόμιζα. Δεν μου ψιθύρισε όμως. Μου το χάιδεψε με τη μύτη της, γιατί είχε «μυριστεί» όσα ήθελα να «ακούσω». Ξαφνιάστηκα. Γύρισα το κεφάλι μου προς το μέρος της. Και με φίλησε στο στόμα. Αυτή πρώτη. Και ενέδωσα. Ίσως ήταν η ώρα μου να αφεθώ να ενδώσω. Και νομίζω πως το βράδυ είχα ένα αίσθημα πως μπορεί και να σε απάτησα. Με τη Συνείδηση. Τη δική μου Συνείδηση που δεν θέλω να μου την πάρεις πίσω πια, ούτε εσύ ούτε κανείς. Είχα τύψεις που τη φίλησα. Γύρισα πλευρό. Και τότε για πρώτη της φορά μου μίλησε…


Θέλω να μιλήσουμε. Έχεις λίγο χρόνο να με ακούσεις;


Αντί επιλόγου:


Οι παραπάνω σκέψεις αφιερώνονται σε όλους όσους κάποτε φίλησαν τρυφερά στο στόμα τη Συνείδηση και έτσι άνοιξε το στόμα και βγήκαν από μέσα οι φυλακισμένες στην θερμοκοιτίδα τους λέξεις. Όπως οι δικές μου. Λέξεις από σύζυγο σε σύζυγο, από ερωτευμένο στο αντικείμενο του έρωτα, από μπαμπά σε γιο, από τον εαυτό μου (ως νέο εργένη άντρα) στον εαυτό μου (ως μπαμπά).


Του Παπαγιάγκου Αλέξανδρου



 via

Pages