Αὐτή ἦταν ἐκείνη ἡ πολυθρύλητη πτῶση του προπάτορά μας, τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ· διότι αφοῦ ἐγκατέλειψε τήν τροφή καί ἡδονή τῶν νοητῶν, ἔπεσε, ἄλλοίμονο! στή σωματική ἡδονή τῶν αἰσθητῶν, σύμφωνα μέ τη γνώμη ὅλων σχεδόν τῶν θείων Πατέρων, ἀπό τόν ὁποῖο κι ἐμεῖς κληρονομήσαμε διαδοχικά ἐκείνη τήν προγονική ὁρμή πρός τά αἰσθητά.
Γι' αὐτό κι ὁ προαναφερόμενος Θεόδωρος Ἰεροσολύμων εἶπε: "Ὁ Ἀδάμ, κάνοντας κακή χρήση τῆς αἰσθήσεως, θαύμασε τό αἰσθητό κάλλος, ἀφοῦ τοῦ φάνηκε ὡραῖος καρπός στήν ὅραση καί καλός στή γεῦση· κι ἀφοῦ τό γεῦθηκε, ἐγκατέλειψε τήν ἀπόλαυση τῶν νοητῶν" (Φιλοκαλία). "Ἡ γυναίκα εἶδε ὅτι οἱ καρποί τοῦ δένδρου ἦταν εὔγευστοι, ἐλκυστικοί καί ξεσήκωναν τήν ἐπιθυμία γιά τήν ἀπόκτηση τῆς γνῶσεως. Πῆρε ἀπό τούς καρπούς του καί ἔφαγε· καί ἀφοῦ ἔδωσε καί στόν ἄνδρα της πού ἦταν μαζί της ἔφαγε καί αὐτός"(Γεν. 3,6). Τό δένδρο ἐκεῖνο της γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ ἐμπαθής αἴσθηση τῆς φαινομενικῆς κτίσεως κατά τόν ἅγιο Μάξιμο πού λέει: "Ὁ καρπός τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ κτίσις πού φαίνεται. Διότι ἐκ φύσεως ἔχει τήν δυνατότητα τῆς συμμετοχῆς στήν ἡδονή καί τήν ὀδύνη". Καί πάλι ὁ ἴδιος ἀλλοῦ λέγει: "Ὁ καρπός τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ σώματος, στήν ὁποία ὑπάρχει καθαρά ἡ κίνηση τοῦ παραλόγου καί τήν ὁποία σύμφωνα μέ τήν ἐμπειρία ὁ ἄνθρωπος, άφοῦ ἔλαβε τήν θεία ἐντολή νά μην ἀγγίξει μέσω τῆς ένεργείας, δέν τήν τήρησε" (Κεφ. 32 τής δ΄ εκατ. τῶν θεολ.). Τό ἴδιο λέει κι ὁ Νικήτας ὁ Στηθᾶτος καί οἱ ὑπόλοιποι. Καί μάλιστα ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: "Ὁ καρπός τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, (δυνατόν νά νοηθεῖ) εἶναι ἡ ἡδονική τροφή, ἡ ὁποῖα φαίνεται μέν ὅτι γλυκαίνει, στήν πραγματικότητα ὅμως καθιστᾶ αὐτόν πού μετέχει σ' αὐτήν, συμμέτοχο κακῶν. Γιατί ὁ Θεός λέει, "....ἀπό τόν καρπό τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ μή φάτε. Ἀπό τήν μέρα πού θά φᾶτε ἀπ' αὐτό, θά πεθαίνετε μέ φυσικό θάνατο· γιατί ἀπό τήν φύση ἡ αἰσθητή τροφή εἶναι ἀναπλήρωση αὐτοῦ ποῦ ἀποβάλλεται σιγά σιγά καί προχωρεῖ πρός τόν ἀφεδρῶνα καί τήν φθορά καί κάνει ἀδύνατο νά μένει ἄφθαρτος αὐτόν πού μετέχει τῆ αἰσθητῆς βρώσεως" (Βιβλ. β΄ κεφ. κη΄ περί πίστεως). Γιατί ἡ αἴσθησις ἀφοῦ γνωρίσει, σαν νά λέμε, ἀφοῦ δοκιμάσει τό καλό, δηλαδή τήν αἰσθητή ἡδονή, δοκιμάζει ταυτόχρονα μαζί του καί τό κακό, δηλαδή τήν ἀδελφή τῆς ἡδονῆς, τήν ὀδύνη· καί γι' αὐτό ἀπό κοινοῦ ὄλες οἱ αἰσθητές ἡδονές συνηθίζεται νά ὀνομάζονται ἐπώδυνες ἡδονές.
Γι' αὐτό κι ὁ προαναφερόμενος Θεόδωρος Ἰεροσολύμων εἶπε: "Ὁ Ἀδάμ, κάνοντας κακή χρήση τῆς αἰσθήσεως, θαύμασε τό αἰσθητό κάλλος, ἀφοῦ τοῦ φάνηκε ὡραῖος καρπός στήν ὅραση καί καλός στή γεῦση· κι ἀφοῦ τό γεῦθηκε, ἐγκατέλειψε τήν ἀπόλαυση τῶν νοητῶν" (Φιλοκαλία). "Ἡ γυναίκα εἶδε ὅτι οἱ καρποί τοῦ δένδρου ἦταν εὔγευστοι, ἐλκυστικοί καί ξεσήκωναν τήν ἐπιθυμία γιά τήν ἀπόκτηση τῆς γνῶσεως. Πῆρε ἀπό τούς καρπούς του καί ἔφαγε· καί ἀφοῦ ἔδωσε καί στόν ἄνδρα της πού ἦταν μαζί της ἔφαγε καί αὐτός"(Γεν. 3,6). Τό δένδρο ἐκεῖνο της γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ ἐμπαθής αἴσθηση τῆς φαινομενικῆς κτίσεως κατά τόν ἅγιο Μάξιμο πού λέει: "Ὁ καρπός τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ κτίσις πού φαίνεται. Διότι ἐκ φύσεως ἔχει τήν δυνατότητα τῆς συμμετοχῆς στήν ἡδονή καί τήν ὀδύνη". Καί πάλι ὁ ἴδιος ἀλλοῦ λέγει: "Ὁ καρπός τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ σώματος, στήν ὁποία ὑπάρχει καθαρά ἡ κίνηση τοῦ παραλόγου καί τήν ὁποία σύμφωνα μέ τήν ἐμπειρία ὁ ἄνθρωπος, άφοῦ ἔλαβε τήν θεία ἐντολή νά μην ἀγγίξει μέσω τῆς ένεργείας, δέν τήν τήρησε" (Κεφ. 32 τής δ΄ εκατ. τῶν θεολ.). Τό ἴδιο λέει κι ὁ Νικήτας ὁ Στηθᾶτος καί οἱ ὑπόλοιποι. Καί μάλιστα ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: "Ὁ καρπός τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, (δυνατόν νά νοηθεῖ) εἶναι ἡ ἡδονική τροφή, ἡ ὁποῖα φαίνεται μέν ὅτι γλυκαίνει, στήν πραγματικότητα ὅμως καθιστᾶ αὐτόν πού μετέχει σ' αὐτήν, συμμέτοχο κακῶν. Γιατί ὁ Θεός λέει, "....ἀπό τόν καρπό τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ μή φάτε. Ἀπό τήν μέρα πού θά φᾶτε ἀπ' αὐτό, θά πεθαίνετε μέ φυσικό θάνατο· γιατί ἀπό τήν φύση ἡ αἰσθητή τροφή εἶναι ἀναπλήρωση αὐτοῦ ποῦ ἀποβάλλεται σιγά σιγά καί προχωρεῖ πρός τόν ἀφεδρῶνα καί τήν φθορά καί κάνει ἀδύνατο νά μένει ἄφθαρτος αὐτόν πού μετέχει τῆ αἰσθητῆς βρώσεως" (Βιβλ. β΄ κεφ. κη΄ περί πίστεως). Γιατί ἡ αἴσθησις ἀφοῦ γνωρίσει, σαν νά λέμε, ἀφοῦ δοκιμάσει τό καλό, δηλαδή τήν αἰσθητή ἡδονή, δοκιμάζει ταυτόχρονα μαζί του καί τό κακό, δηλαδή τήν ἀδελφή τῆς ἡδονῆς, τήν ὀδύνη· καί γι' αὐτό ἀπό κοινοῦ ὄλες οἱ αἰσθητές ἡδονές συνηθίζεται νά ὀνομάζονται ἐπώδυνες ἡδονές.
Γι' αὐτό καί ὁ θεῖος Χρυσόστομος εἶπε: "Τί πιό εὔκολο ἀπό τό νά φᾶς; Ὅμως ἀκούω πολλούς πού λένε ὅτι καί αὐτό εἶναι κόπος (ομιλ. ιγ΄ εἰς τήν πρός Ἔβρ.). Συμφωνῶντας μέ τά παραπάνω καί ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Νύσσης λέει: "Ἁνάμεικτος καί ἀπό τά δύο λένε ὅτι εἶναι ὁ καρπός τοῦ ἀπαγορευμένου δένδρου· εἶπε ὅτι ἡ γεῦση του ὁδηγεῖ σέ θάνατο αὐτούς πού θά τό ἀγγίξουν·... ὅπως συμβαίνει μέ τήν κακία τῶν δηλητηρίων πού ἀναμιγνύονται μέ μέλι, τό ὁποῖο ὅσο γλυκαίνει τήν αἴσθηση τόσο φαίνεται πώς εἶναι καλό, ὅσο ὅμως φθείρει αὐτόν πού τό ἀγγίζει, γίνεται χειρότερο ἀπό κάθε ἄλλο κακό" (Περί ἀνθρώπου κατασκευῆς, κεφ. κ΄ τόμ. α΄). Γι' αὐτό διαβάζουμε καί στήν ἱστορία ὁτι οἱ Ρωμαῖοι λάτρευαν τήν ἴδια χρονική στιγμή, σάν δύο θεές, τή χαρά καί τή θλίψη· καί μολονότι εἶχαν ἀφιερωμένο στήν κάθε μια ξεχωριστό ναό, ἔκαναν ὅμως θυσία ταυτόχρονα καί στή μία καί στήν ἄλλη, γιά νά δείξουν αἰνιγματικά, ὅτι ἡ χαρά εἶναι τόσο ἐνωμένη μέ τή θλῖψη, σάν νά λέμε ἡ ἡδονή καί ἡ ὀδύνη, ὥστε ὅταν ἡ μία δίνει χαρά, ἡ ἄλλη δίνει φόβο· καί ὅταν αὐτή βλάπτει κάι θλίβει, ἐκείνη δίνει ἐλπίδα. Αὐτό στάθηκε ἀντίστροφα καί ἡ αἰτία τῆς ἐλεύσεως τοῦ νέου Ἀδάμ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· νά μᾶς ἐγείρει δηλαδή ἀπό τήν προσκόλληση καί τήν ἀγάπη στά αἰσθητά καί νά μᾶς ἀνυψώσει στήν ἀγάπη καί τήν ἀπόλαυση τῶν νοητῶν, δείχνοντας σέ μᾶς τήν καλή στ' ἀλήθεια μεταβολή πρός τά ἀνώτερα. Αὐτό, τήν ἐκκοπή δηλαδή τῶν ἡδονῶν καί τήν ἀπόλαυση τῶν νοητῶν, θέλοντας νά τό κατορθώσουν εὔκολα οἱ πραγματικοί καί ἀληθινοί φιλόσοφοι καί ἀσκητές, ἐγκατέλειψαν τόν κόσμο, ὅπου εἶναι πολλά τά αἴτια τῶν ἡδονικῶν ἀφορμῶν καί κατέφυγαν στίς ἐρήμους καί τά σπήλαια, καί ἐκεῖ, μή βρίσκοντας τίς αἰτίες τῶν αἰσθητῶν ἡδονῶν, εὔκολα ὑπέταξαν τίς αἰσθήσεις καί σέ σύντομο χρονικό διάστημα ἀνέβηκαν στήν γλυκύτατη ἀπόλαυση τῶν θείων καί νοητῶν.