Ο Περικλής καταγόμενος από τον οίκο των Αλκμεωνιδών, διακεκριμένη οικογένεια των Αθηνών, από νωρίς ξεχώρισε για το ήθος του, τη ρητορική του δεινότητα, την μεγαλοφυΐα, την ανδρεία του και εξελίχθηκε σε ήρωα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Όταν συναντήθηκε με την Ασπασία ήταν ήδη παντρεμένος και είχε δυο γιούς.
Αμέσως γοητεύτηκε από τη θεσπέσια κόρη του Αξιόμαχου από τη Μίλητο, διότι η Ασπασία εκτός από την εξωτερική ομορφιά της, που την δημιουργούσαν η ξεχωριστή της παιδεία, η οξύνοιά της, η πολιτική της ευθυκρισία.Τα προσόντα της αυτά την έφεραν, αν και ξένη, στο επίκεντρο της αθηναϊκής κοινωνίας. Είναι γνωστό ότι τα μεγαλύτερα πνεύματα της εποχής της, ο Σωκράτης και ο Πλάτων, χαιρόταν την συντροφιά της.
Ο Περικλής αψηφώντας το γεγονός ότι η Ασπασία ήταν ξένη, άρα εθεωρείτο κατώτερη από οποιαδήποτε Αθηναία, χώρισε από τη γυναίκα του για να την παντρευτεί. Αυτό για οποιονδήποτε άλλον θα ήταν ένα μεγάλο ηθικό στίγμα, αλλά η προσωπικότητα του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε κατόρθωσε να γίνει έστω και κατ΄επίφαση ανεκτό από την Αθηναϊκή κοινωνία.
Ο Περικλής και η Ασπασία στην εποπτεία των εργασιών του Φειδία |
Τέτοιες όμως λαμπρές προσωπικότητες προκαλούν τη ζήλια των άλλων, των μετρίων και των αφανών.Έτσι στην πολιτική ζωή της Αθήνας υποβόσκει ενάντιά του η αντιπολίτευση. Στα πλαίσια του βρώμικου αγώνα εντάσσονται και τα χτυπήματα εναντίον των φίλων του και των ανθρώπων που βρίσκονται κοντά στον Περικλή, με αποκορύφωμα την δίκη της Ασπασίας.
Την εποχή εκείνη οι γυναίκες των Αθηνών κατά κανόνα δεν ήταν καλλιεργημένες. Αντιθέτως η Ασπασία διακρινόταν για την πνευματική της ευρύτητα και την απαλλαγή της από κάθε παθητική συνήθεια και αντίληψη. Στο πρόσωπό της ο Περικλής δεν βρήκε μόνο μια σαγηνευτική σύντροφο αλλά και μια ανεκτίμητη συνεργάτιδα στις καθημερινές υποθέσεις του ως αρχηγός κράτους. Ακόμα και για τα σχέδια της Ακρόπολης λέγεται πως ήταν δικής της έμπνευσης.
Για τα δυο του παιδιά από τον πρώτο του γάμο Ξάνθιππο και Πάραλο, η Ασπασία τους φέρθηκε σαν μητέρα. Όμως ο γάμος αυτός δεν έπαυε να είναι γάμος με μη Αθηναία αφού αν έκανε τρίτο παιδί ο Περικλής με την ξένη δεν θα αναγνωρίζετο ως νόμιμο και δεν θα είχε πολιτικά δικαιώματα.Ακόμα και ο Κωμικός ποιητής Κρατίνος την αποκαλούσε »παλλακίδα ασύστολη με σκυλίσια μάτια».
‘Έτσι όταν ο Περικλής το 440 π.Χ έλειπε στη Σάμο, ο Διοπείδης, ένας ιερέας του Ερεχθέα επωφελήθηκε της απουσίας του και πρότεινε στην Εκκλησία του Δήμου να διώκονται εκείνοι που δεν λατρεύουν τους θεούς της Πόλεως.
Ένα πρωινό οι Αθηναίοι είδαν στην Βασίλειο στοά να αναρτάται από τον Επώνυμο άρχοντα σε πινακίδα, η επίσημη καταγγελία με το κατηγορητήριο κατά της Ασπασίας που έλεγε:
» Ο Έρμιππος αυτά καταγγέλλει κατά της Ασπασίας του Αξιόχου. Αδικεί η Ασπασία γιατί τους θεούς που τιμά η πόλη δεν τους αναγνωρίζει, γιατί μίλησε με ασέβεια κατά των ιερών εθίμων των Αθηναίων και γιατί παραδέχεται τις έρευνες και τις γνώμες των άθεων φιλοσόφων. Αδικεί γιατί με λόγια επικίνδυνα παραπλανά και διαφθείρει τη νεολαία. Τίμημα ο θάνατος».
Ο κόσμος από το πρωί άρχιζε να κατακλύζει το δικαστήριο. Μέσα στο πολύβουο πλήθος εμφανίζεται και η Ασπασία με τον σύντροφό της.Το κλίμα τόσο στους δικαστές όσο και στο ευμετάβλητο πλήθος ήταν εναντίον της Ασπασίας. Όλοι όμως με κομμένη την ανάσα αδημονούσαν να ακούσουν την ομιλία του Περικλή, συνηγόρου της Ασπασίας.
Η δίκη
Οι δικαστές της Ηλιαίας κάθονταν στις σανιδένιες έδρες τους και το δικαστήριο είχε πλημμυρίσει από πολέμιους και υποστηρικτές της Ασπασίας που ήταν ξένη και χρειαζόταν παραστάτη έναν Αθηναίο πολίτη. Συνήγορός της ήταν ο καλύτερος ρήτορας της πόλης. Ο Περικλής. Κατήγορος ήταν ο Έρμιππος, ο οποίος είπε ότι η Ασπασία στην Ελευσίνα συζητούσε με τους σοφιστές Αναξαγόρα, Σωκράτη και Πρωταγόρα, ενώ στη γιορτή των Θεσμοφοριών προς τιμήν της Δήμητρας, θέλησε να διαφθείρει τις σεμνές και ελεύθερες γυναίκες. Έφερε και μάρτυρες για να στηρίξει τις κατηγορίες του και ζήτησε την εσχάτη των ποινών για την Ασπασία. Ο λόγος του βρήκε ευήκοα ώτα στους ηλικιωμένους, συντηρητικούς δικαστές, αλλά και σε μεγάλο τμήμα του πλήθους. Τώρα ήταν η σειρά της υπεράσπισης και όλοι περίμεναν να ακούσουν τον δεινό ρήτορα να καταρρίπτει με την παροιμιώδη ψυχραιμία του τις κατηγορίες. Ο Περικλής ψέλλισε τις πρώτες λέξεις με τρεμάμενη φωνή και παρά το γεγονός ότι απέκρουσε τα επιχειρήματα του Έρμιππου ήταν φανερά ταραγμένος. Ο Περικλής υπενθύμισε στους δικαστές ότι όχι μόνο δεν μείωσε το αξίωμα των Θεών, αλλά τους ύψωσε μεγαλοπρεπείς ναούς και αθάνατα μνημεία με ανεπανάληπτα καλλιτεχνήματα πάνω στην Ακρόπολη. Τόνισε με συγκίνηση ότι σε αυτό το έργο συνέδραμε τα μέγιστα η Ασπασία. «Αν παρασυρθείτε από τα λόγια του Έρμιππου που σας παρακινεί να πάρετε από κοντά μου την έξοχη γυναίκα, τη γυναίκα μου, θα καταδικάσετε και μένα μαζί της», είπε ο Περικλής τελειώνοντας τον λόγο του και ένα δάκρυ κύλησε από το πρόσωπό του. Όλοι έμειναν εμβρόντητοι μπροστά στην ανθρώπινη στιγμή του αδιαμφισβήτητου ηγέτη της πόλης. Το νέο διαδόθηκε σε όλη την Αθήνα και επισκίασε ακόμη και τη νίκη του αθηναϊκού και κερκυραϊκού στόλου κατά των Κορινθίων στα Σύβοτα. Η γυναίκα του Περικλή ανακηρύχθηκε αθώα και το ζεύγος αποχώρησε από την Ηλιαία υπό τις επευφημίες των Αθηναίων. Το δάκρυ του Περικλή είχε πνίξει τα επιχειρήματα των αντιπάλων του, που δεν είχαν υπολογίσει ότι ο πανέξυπνος πολιτικός, θα καλούσε το δικαστήριο να καταδικάσει αυτόν και όχι την Ασπασία....
Η δίκη
Οι δικαστές της Ηλιαίας κάθονταν στις σανιδένιες έδρες τους και το δικαστήριο είχε πλημμυρίσει από πολέμιους και υποστηρικτές της Ασπασίας που ήταν ξένη και χρειαζόταν παραστάτη έναν Αθηναίο πολίτη. Συνήγορός της ήταν ο καλύτερος ρήτορας της πόλης. Ο Περικλής. Κατήγορος ήταν ο Έρμιππος, ο οποίος είπε ότι η Ασπασία στην Ελευσίνα συζητούσε με τους σοφιστές Αναξαγόρα, Σωκράτη και Πρωταγόρα, ενώ στη γιορτή των Θεσμοφοριών προς τιμήν της Δήμητρας, θέλησε να διαφθείρει τις σεμνές και ελεύθερες γυναίκες. Έφερε και μάρτυρες για να στηρίξει τις κατηγορίες του και ζήτησε την εσχάτη των ποινών για την Ασπασία. Ο λόγος του βρήκε ευήκοα ώτα στους ηλικιωμένους, συντηρητικούς δικαστές, αλλά και σε μεγάλο τμήμα του πλήθους. Τώρα ήταν η σειρά της υπεράσπισης και όλοι περίμεναν να ακούσουν τον δεινό ρήτορα να καταρρίπτει με την παροιμιώδη ψυχραιμία του τις κατηγορίες. Ο Περικλής ψέλλισε τις πρώτες λέξεις με τρεμάμενη φωνή και παρά το γεγονός ότι απέκρουσε τα επιχειρήματα του Έρμιππου ήταν φανερά ταραγμένος. Ο Περικλής υπενθύμισε στους δικαστές ότι όχι μόνο δεν μείωσε το αξίωμα των Θεών, αλλά τους ύψωσε μεγαλοπρεπείς ναούς και αθάνατα μνημεία με ανεπανάληπτα καλλιτεχνήματα πάνω στην Ακρόπολη. Τόνισε με συγκίνηση ότι σε αυτό το έργο συνέδραμε τα μέγιστα η Ασπασία. «Αν παρασυρθείτε από τα λόγια του Έρμιππου που σας παρακινεί να πάρετε από κοντά μου την έξοχη γυναίκα, τη γυναίκα μου, θα καταδικάσετε και μένα μαζί της», είπε ο Περικλής τελειώνοντας τον λόγο του και ένα δάκρυ κύλησε από το πρόσωπό του. Όλοι έμειναν εμβρόντητοι μπροστά στην ανθρώπινη στιγμή του αδιαμφισβήτητου ηγέτη της πόλης. Το νέο διαδόθηκε σε όλη την Αθήνα και επισκίασε ακόμη και τη νίκη του αθηναϊκού και κερκυραϊκού στόλου κατά των Κορινθίων στα Σύβοτα. Η γυναίκα του Περικλή ανακηρύχθηκε αθώα και το ζεύγος αποχώρησε από την Ηλιαία υπό τις επευφημίες των Αθηναίων. Το δάκρυ του Περικλή είχε πνίξει τα επιχειρήματα των αντιπάλων του, που δεν είχαν υπολογίσει ότι ο πανέξυπνος πολιτικός, θα καλούσε το δικαστήριο να καταδικάσει αυτόν και όχι την Ασπασία....
Πράγματι αυτός ο χαρισματικός ηγέτης, σηκώθηκε φαινομενικά ψύχραιμος και ατάραχος και αρχίζει να μιλά. Το σχεδόν αδιάκριτο τρέμουλο της φωνής του προδίδει στον προσεκτικό παρατηρητή την ένταση και την πάλη της ψυχής του. Αφού τελείωσε τον λόγο του ένα δάκρυ στάθηκε στην άκρη των ματιών του. Τους φαινόταν αδύνατον, να δακρύσει ο αγαπημένος τους ηγέτης για μια γυναίκα. Έτσι κανείς δεν έδωσε σημασία στο τόσο σπουδαίο για την πόλη, άγγελμα της νίκης του Αθηναϊκού και Κερκυραϊκού στόλου κατά των Κορινθίων στα Σύβοτα, που αποτέλεσε σε λίγο τον σπινθήρα για την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου.
Οι ψήφοι μοιράστηκαν και όλοι περιμένουν την απόφαση. Και η απόφαση είναι αθωωτική για το θαυμάσιο ζευγάρι, αφού υπερίσχυσαν κατά πολύ οι λευκές ψήφοι. Η Ασπασία κηρύχθηκε αθώα και ο Περικλής για άλλη μια φορά δοξάστηκε, καθώς και το πλήθος που πριν λίγες ώρες ήταν εχθρικό, τώρα μετά την εμπνευσμένη γεμάτη αγάπη ομιλία του, με ουρανομήκεις κραυγές τους επιδοκίμαζε.
Αυτό το τέλος είχε μια από τις μεγαλύτερες δίκες στην ιστορία που υποκινήθηκε από πολιτικά ελατήρια με σκοπό να γκρεμίσει έναν ήρωα, ένα είδωλο ενός λαού, του Περικλή των Αθηναίων, ένα άνδρα που έδωσε το όνομά του σε ένα άφταστο πολιτισμό στο » Χρυσόν αιώνα του Περικλέους».
Η Ασπασία μετά τον θάνατο του Περικλή νυμφεύθηκε τον Λυσικλή, έναν άσημο δημαγωγό μέχρι τότε, ο οποίος αναδείχθηκε με τη βοήθεια της προικισμένης Ασπασίας.