Διακόπτουμε, διαφωνούμε, αγανακτούμε, χειρονομούμε, δεν ακούμε. Και όλα αυτά ανάμεσα στις ανθρώπινες κατά τ’ άλλα σχέσεις μας. Μια κουβέντα αρκεί για να ταράξει τον ρου μιας ομαλής συζήτησης και να κάνει τις λέξεις «γυαλιά καρφιά».
Είμαστε άνθρωποι και σαν τέτοιοι νιώθουμε την αέναη υποχρέωση να υπερασπιστούμε το τομάρι μας πάση θυσία. Κάθε φορά που βιώνουμε την αίσθηση μιας επικείμενης υποβίβασης ερχόμενοι αντιμέτωποι με λόγια που δεν κατανοούμε, με λόγια που ίσως δεν δυνόμαστε να αντιμετωπίσουμε, μεταλλασσόμαστε ακαριαία σε τέρατα δίχως κρίση, ξεστομίζοντας μια αράδα φανφάρες άνευ ουσίας και περιεχομένου.
Νοιώθουμε την απειλή της σιωπής να πλησιάζει, βιώνοντας παράλληλα εκείνη τη μεγάλη ηττοπάθεια όταν πράγματι δεν έχουμε κάτι να πούμε, πράγμα που μας αφοπλίζει και την ίδια στιγμή ενεργοποιεί όλες τις άμυνες για να εκτελέσουμε μια λεκτική αντεπίθεση.
Γιατί όποιος δεν έχει κάτι να πει είναι χαζός. Γιατί έχουμε υιοθετήσει καθολικά την παιδική και αθώα, μα ταυτόχρονα σαφώς αφελή άποψη του «ο τελευταίος που θα μιλήσει, θα χτυπήσει, θα φτύσει έχει δίκιο». Η επιμονή και η υπομονή του για το «τελευταίο χτύπημα» τον καθιστά νικητή.
Ερχόμαστε έτσι αντιμέτωποι με το αίσθημα του «υποδεέστερου» το οποίο αν δεν καταφέρουμε να κατατροπώσουμε αστραπιαία, ίσως τελικά να αποβεί μοιραίο. Ίσως να στοιχίσει την κατάρρευση ολόκληρου του καλοχτισμένου «ίματζ» μας και μας οδηγήσει με εξωφρενικές ταχύτητες στη λίστα των «ανόητων, μαλθακών, παθητικών ακροατών». Και αυτό ακριβώς είναι που μας εξοργίζει ή ίσως μας τρομάζει.
«Μίλα! Μη σε περάσουν για χαζό!», «μίλα, όρθιος κοιμάσαι;», «καλά δεν έχεις τίποτα να πεις; Μίλα» Και πάλι «Μίλησέ μου, μίλα, μίλα…»
Και να το μείζον πρόβλημα της διαλυμένης επικοινωνίας. Οι άνθρωποι μιλούμε για να μιλήσουμε, όχι γιατί πράγματι έχουμε κάτι να πούμε. Αν η ομιλία μοιάζει αυτοσκοπός τότε είμαστε καταδικασμένοι να βιώνουμε σε ολόκληρη τη ζωή μας συζητήσεις δίχως ομιλητές και ακροατές, επικοινωνία δίχως πομπούς και δέκτες. Είμαστε καταδικασμένοι να ανταλλάσσουμε κούφιες λέξεις ανάμεσα σε ξύλινους διαλόγους, πράγμα που μόνο υγιές δε φαντάζει.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επικοινωνία των νηπίων. Τα νήπια, μέχρι και τη στιγμή που θα αρχίσουν να συνάπτουν ουσιαστικές σχέσεις με τον περίγυρο, πέρα από τα όρια του στενού οικογενειακού τους κύκλου, χαρακτηρίζονται από μια έντονη τάση εσωτερικού μονολόγου-διαλόγου. Με άλλα λόγια… μιλούν μόνα τους. Μέσα στα πλαίσια της «συζήτησης» αυτής τα παιδιά τείνουν να συμφωνούν με… τον εαυτό τους.
Αυτό συμβαίνει γιατί, μολονότι τα ίδια έχουν αντιληφθεί σαφώς την ύπαρξη άλλων παιδιών ή ενήλικων στο χώρο, αδυνατούν ωστόσο να τους κατανοήσουν ως υπάρξεις με νόηση που είναι ικανές να συνδιαλεχθούν με εκείνα. Ή απλούστερα, αδιαφορούν για όλες τις παράλληλες συζητήσεις που πραγματοποιούνται γύρω τους όσο τα ίδια μιλούν με τον υπέροχο εαυτό τους. Απλώς, δεν ακούν! Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί τα νήπια είναι τρομερά εγωπαθείς υπάρξεις! Τόσο απλά!
Κι αναρωτιέμαι τώρα αν ποτέ απαλλασσόμαστε πραγματικά από τις τεράστιες αυτές εγωκεντρικές φρονήσεις. Αμφιβάλλω. Ειδάλλως οι βωμολοχίες, οι χειρονομίες, ακόμα και οι σωματικές επιθέσεις εν μέσω φιλικών, ερωτικών και άλλων ειδών διαλόγων θα ΄ταν περίσσιες. Εάν πραγματικά οι άνθρωποι ακούγαμε με σεβασμό και αξιοπρέπεια, εάν πραγματικά επιλέγαμε να σωπάσουμε τη στιγμή που ουσιαστικά δεν έχουμε κάτι να πούμε, τότε μάλλον θα είχαμε πετύχει βασικές προόδους σε χρήσιμους τομείς της ζωής μας.
Δυστυχώς όμως, ακούμε για να απαντήσουμε κι όχι για να κατανοήσουμε. Εκεί ακριβώς έγκειται και το μεγάλο πρόβλημα της δυσλειτουργικής επικοινωνίας μας. Δεν κατανοούμε επειδή δεν ακούμε!
Γι’ αυτό την επόμενη φορά που θα λάβεις μέρος σε μια συζήτηση, επέλεξε να είσαι εσύ ο ακροατής. Δώσε χώρο στον συνομιλητή σου να αναπνεύσει. Κάποιες φορές πραγματικά δε χρειάζεται να αλλάξεις τη γνώμη κανενός. Συγκρατήσου! Μην εξάπτεσαι με μιας. Μην τον αποπαίρνεις. Μη διαφωνείς. Μην ξεφυσάς και τελικά…μη μιλάς! Άκου!