Σου πουλάω τή γυναίκα μου - Point of view

Εν τάχει

Σου πουλάω τή γυναίκα μου





To κακουργιοδικείο του κάτω Σηκουάνα εκδικάζει την υπόθεση δύο χωρικών, των Μπρουμάν και Κορνύ, πού άποπειράθηκαν, σύμφωνα πάντοτε με την κατηγορία, να πνίξουν μέσα σ' ένα βαρέλι νερό, την κυρία Μπρουμάν, νόμιμη σύζυγο του πρώτου των κατηγορουμένων.




Οί δύο κατηγορούμενοι κάθονται πλάι - πλάι, πάνω στό συνηθισμένο πάγκο. 'Ο Μπρουμάν είναι ένας κοντόχοντρος τύπος, μέ κοντά χέρια καί πόδια, μ’ ένα ολοστρόγγυλο κόκκινο κεφάλι, πού λές καί φυτρώνει κατ’ ευθείαν από τό σώμα, χωρίς νά ύπάρχει καθόλου λαιμός. Είναι χοιροτρόφος καί διαμένει σέ μιά κοινότητα τοϋ Κρικελότ, στο Κασσεβίλ-λά—Γκουπίζ.

Ό Κορνύ είναι άνθρωπος ισχνός, μέσου άναστήματος, με πολύ μεγάλα χέρια. Το κεφάλι του είναι στραβό καί αλληθωρίζει. Μιά μπλέ μπλούζα, μακριά σάν πουκαμίσα, φτάνει μέχρι τά πόδια του καί τά άραιά μαλλιά του κίτρινα καί κολλημένα στό κρανίο του, δίνουν στό πρόσωπό του μιά άπόχρωσι βρώμικη, ενα ύφος θλιβερό. Τό παρατσούκλι του είναι «παπάς», γιατί ξέρει νά μιμείται περίφημα τά εκκλησιαστικά τροπάρια καθώς καί τόν ήχο του αρμόνιου. Αυτό το ταλέντο πού έχει, τον βοηθάει να μαζεύει κόσμο στο καμπαρέ του, γιατί είναι καμπαρετζής στο Κρικελότ, μιας και οι περισσότεροι πελάτες προτιμούν τη «λειτουργία στον οίκο Κορνύ» από τη λειτουργία στον οίκο του καλού θεού.

Η κυρία Μπρουμάν, κάθεται, στίς θέσεις τών μαρτύρων, είναι μιά ισχνή χωρική, πού φαίνεται σά νά είναι συνεχώς κοιμισμένη. Μένει ακίνητη, με σταυρωμένα τα χέρια στα γόνατά της, με το βλέμμα της προσκολλημένο σ' ένα σημείο, με ύφος ηλίθιο.

Ό πρόεδρος συνεχίζει τήν άνάκρισι:

—... Έτσι λοιπόν, κυρία Μπρουμάν, μπήκαν στό σπίτι σου καί σ’ έριξαν σ’ ένα βαρέλι γεμάτο νερό. Πές μας πως γίνηκαν τά γεγονότα, μέ κάθε λεπτομέρεια. Σήκω επάνω.

Ή κυρία Μπρουμάν σηκώνεται. Φαίνεται ψηλή σαν ιστίο πλοίου. Μιλάει μέ μιά φωνή συρτή

—Καθάριζα φασόλια καί νά τους πού μπαίνουν οί προκομένοι. 

Τί διάολο άραγες έχουν; σκέφτηκα μόνη μου.. 

Τά μούτρα τους δείχναν πονηριά. 

Μέ κοιτάγαν, νά έτσι, άπό πάνω μέχρι κάτω, προπάντων ο Κορνύ, πού μάλιστα άλλοιθωρίζει. 

«Τί αγαπάτε» τούς ρώτησα. 

Μου απαντάνε: «Δέν θέλουμε τίποτα».

Μά εγώ δέν τούς πολυπίστεψα.

'Ο κατηγορούμενος Μπρουμάν διακόπτει μέ ζωρό τόνο τήν κατηγορουμένη καί λέει.

—Είχα πιει.

Τότε ο Κορνύ, στρεφόμενος πρός τό συνένοχό του, λέει μέ μιά βαθειά φωνή, πού θύμιζε ήχο εκκλησιαστικού οργάνου.

— Πές οτι ήπιαμε και οί δυό μας καί δέ θά πεις ψέματα.

Ό Πρόεδρος: με αύστηρότητα. Θέλετε νά πήτε πως ήσασταν μεθυσμένοι;

Μπρουμάν: Χωρίς συζήτησι.

Κορνύ · Αυτό μπορεί νά συμβεί σ’ όλο τον κόσμο.

Ό Πρόεδρος στο θύμα. Συνέχισε τήν κατάθεσί σου κυρία Μπρουμάν.

—Λοιπόν, νά, ό Μπρουμάν, πού μέ ρωτάει: «Θέλεις νά κερδίσεις 50 φράγκα ;» 

Ναι θέλω, μιας καί 50 φράγκα δέν βρίσκονται στό δρόμο». 

Τότε, μου ξαναλέει: 

«Άνοιξε τά μάτια σου καί κάνε ότι κάνω καί γώ». 

Καί νάτος πού πάει καί φέρνει ένα κατεστραμένο βαρέλι πού ήταν τοποθετημένο σέ μιά γωνιά του σπιτιού. 

Καί τό χειρότερο είναι, ότι το άναποδογυρίζει, καί τό χειρότερο είναι, ότι τό φέρνει στην κουζίνα μου, καί τό χειρότερο είναι, ότι τό βάζει δεξιά, στό κέντρο καί τό χειρότερο είναι ότι μου λέει: 

«Πήγαινε νά φέρεις νερό καί γιόμισέ το».





Νάμε λοιπόν καί γώ πού πηγαίνω στό πηγάδι μέ, δυό γκουβάδες καί φέρνω νερό καί τό χειρότερο άκόμη πού τήν κάνω αυτή τή δουλειά μιά ώρα συνέχεια, γιατί αυτό τό βαρέλι ήταν μεγάλο, μέ τό συμπάθειο κύρ Πρόεδρε, σά μιά στέρνα.


Όλη αυτή τήν ώρα ό Μπρουμάν καί ό Κορνύ κατέβαζαν τά ποτηράκια τους, καί τό χειρότερο ακόμα κι’ άλλα ποτηράκια... κι’ άλλα ποτηράκια, έτσι πού δέν άντεξα καί τούς είπα. 

«Μωρ’ σεις είσαστε πιο γεμάτοι κι’ άπ’ αυτό τό βαρέλι».

Καί νά ό Μπρουμάν πού μ’ απαντάει. 

«Μή στεναχωριέσαι, κάνε τά κέφια σου τώρα, μά θά γελάσει όποιος γελάσει τελευταίος».

Ηταν πιωμένος καί δέν έδωσα προσοχή στις κουβέντες του. 

"Οταν τό βαρέλι γιόμισε είπα.

«*Η δουλειά τέλειωσε». .

Και νά πού ό Καρνύ μου δίνει 50 φράγκα. 

"Οχι, ο Μπρουμάν, ό Κορνύ. Ό Κορνύ μου τάδωκε. 

Μά ό Μπρουμάν μου είπε. 

—Θέλεις νά κερδίσεις άκόμα πενήντα φράγκα ;

—Ναι, του είπα, μιας καί δέν ήμουνα συνηθισμένη σέ τέτοιες γαλαντομίες.




Τότε μού είπε.

— Ξεντύσου.

— Νά ξεντυθω;

— Ναί, μου λέει.

— Μέχρι που θέλεις νά ξεντυθώ ; 

Μου λέει:

— Μή στενοχωριέσαι, μείνε μέ τήν πουκαμίσα σου, αύτό δέν μάς έμποδίζει σέ τίποτα.

Πενήντα φράγκα, είναι πενήντα φράγκα. 

Καί νάμαι, αρχίζω νά ξεντύνομαι. 

Βγάζω το τσεμπέρι μου καί τό χειρότερο τό μπούστο μου καί τό χειρότερο τή φούστα μου καί τό χειρότερο άκόμα τά παπούτσια μου. 

Τότε ό Μπρουμάν μου λέει.

«Μή βγάζεις τις κάλτσες σου, είμαστε καλά παιδιά». 

Καί ό Κορνύ ξαναλέει. «Είμαστε καί φαινόμαστε».

Έμεινα λοιπόν σχεδόν σάν τήν Εύα. Καί όσο μπορούσαν νά σταθούν όρθιοι, τόσο έπιναν, μέ τό συμπάθειο κύρ Πρόεδρε. Τότε τούς είπα. «Τί λογαριάζετε νά κάνετε;»

Καί ό Μπρουμάν είπε- «Τώρα θά ίδείς»,

Ό Κορνύ είπε. «Τώρα Θά ίδείς».






Καί λέγοντας αύτές τις κουβέντες μ’ αρπάζουν, ό Μπρουμάν άπό τό κεφάλι καί ό Κορνύ άπό τά πόδια, σά νάμουνα κανένα ασπρόρουχο τής μπουγάδας. 

Έγώ έβαλα τις φωνές. 

Καί ό Μπρουμάν μου είπε. 

«Πάψε τιποτένιο πλάσμα». 

Μέ σηκώνουν λοιπόν στά χέρια τους καί μέ χώνουν μές τό βαρέλι, πούταν γιομάτο νερό, έτσι πού μούρθε νά κρεπάρω.

Καί ο Μπρουμάν λέει : «Αυτό λογαριάζαμε».

Ό Κορνύ λέει: «Τίποτα περισσότερο».

'Ο Μπρουμάν λέει :

«Τό κεφάλι της δέ βράχηκε».

'Ο Κορνύ λέει :

«Βάλε της το μέσα».

Καί νά πού ο Μπρουμάν μου σπρώχνει τό κεφάλι γιά νά πνιγώ καί τό νερό άρχισε νά μπαίνει άπ’ τή μύτη έτσι πού άρχισα νά βλέπω τόν Παράδεισο. Κι όλο νά μέ σπρώχνει. Ένοιωθα πιά πώς χανόμουνα.




Σέ μιά στιγμή όμως μέ τράβηξε άπό τό νερό καί μου λέει. 

«Πήγαινε τώρα νά στεγνώσεις, σκελετωμένο πλάσμα».

Καί γώ τόβαλα στά πόδια καί φτάνω στό σπίτι του παπά πού όταν μέ είδε σχεδόν γυμνή μου δάνεισε μιά φούστα της ύπηρέτριάς του καί έτρεξε αμέσως στή χωροφυλακή καί πήρε μερικούς χωροφύλακες πού μέ συνώδευσαν στό σπίτι.

Έκεί βρίσκουμε τό Μπρουμάν και τόν Κορνύ πού τσακώνοταν σάν κριάρια.

Ό Μπρουμάν φώναζε.

—Δέν είναι αλήθεια, σου είπα πώς ζυγίζει τουλάχιστον ένα κυβικό μέτρο.

Ό Κορνύ ούρλιαζε.

—Τέσσερις κουβάδες, πού σημαίνει περίπου μισό κυβικό μέτρο.

Ό χωροφύλακας τούς έπιασε αμέσως. Δέν ξέρω τίποτ’ άλλο νά σας πω.

Κάθησε. Το άκροατήριο γελούσε. Οί ένορκοι κοιτούσαν έκπληκτοι, ο ένας τόν άλλον.

Ό Πρόεδρος είπε.

—Κατηγορούμενε Κορνύ, φαίνεται πώς είσαι ο υποκινητής αυτής τής σκευωρίας. 

Άπολογήσου.

Ό Κορνύ σηκώθηκε μέ τή σειρά του και είπε.

— Πρόεδρέ μου, είχαμε πιει.

Ο πρόεδρος τόν διέκοψε αύστηρά

—Τό ξέρω. Συνέχισε !

—Προχωρώ. 

Λοιπόν ό Μπρουμάν είρθε στό μαγαζί μου στίς εννιά ή ώρα, παρήγγειλε δυό κονιάκ καί είπε, «τό ένα γιά σένα Κορνύ». 

Κάθομαι απέναντί του, καί άπό ευγένεια του προσφέρω καί γώ ένα. 

'Ύστερα μέ ξανακέρασε αυτός, τόν ξανακέρασα καί γώ καί ποτηράκι ποτηράκι γινήκαμε κι οί δυό φέσι.

Τότε ό Μπρουμάν άρχισε νά κλαίει. 

Τόν λυπήθηκα καί τόν ρώτησα νά μου πει τι έχει. 

Μου απάντησε· 

«Μου χρειάζονται χίλια φράγκα γιά τήν Πέμπτη». 

Καταλαβαίνετε πώς πάγωσα... ολόκληρος. 

Καί τότε μου κάνει τήν πρότασι.

— Σου πουλάω τή γυναίκα μου.

Είχα πιει καί είμαι καί χήρος. 

Καταλαβαίνετε λοιπόν πώς ή πρότασι μου καλάρεσε. 

Δέ γνώριζα τή γυναίκα του. 

Αλλά μιά γυναίκα είναι πάντοτε μιά γυναίκα, δέν είναι έτσι κύριε πρόεδρε ; 

Τόν ρωτάω λοιπόν.

— Πόσο μου τήν πουλάς ;

Σκέφτηκε ή φάνηκε πώς σκεπτότανε. 

"Οταν έχει πιει κανείς, αύτό δέν φαίνεται καθαρά. 

Μου απαντάει λοιπόν.

—Σου τήν πουλάω μέ τό κυβικό μέτρο.

—Αυτά δέν μου 'κανε έντύπωσι, γιατί είχα πιεί όσο τουλάχιστον κι αυτός, μά κι άκόμα γιατί στη δουλειά μου μετράμε μέ το κυβικό μέτρο, πού αντιστοιχεί σέ χίλιες λίτρες βάρος.

Δέν συμφωνούσαμε μόνο στη τιμή. Αυτή έξαρτιέται πάντα άπό την ποιότητα. Τόν ρωτώ.

— Πόσο τό κυβικό μέτρο ;

Μου απαντάει.

«Δυό χιλιάδες φράγκα».

’Αναπήδησα σαν λαγός, καί υστέρα σκέφτηκα πως μια γυναίκα δέν μπορεί να 'χει βάρος περισσότερο άπό τρακόσιες λίτρες. Του είπα αμέσως.

«Είναι πολύ άκριβά».

’Απαντάει: «Δέν μπορώ λιγώτερο. Θά χανώμουνα».

Καταλαβαίνετε : δέν πουλούσε τζάμπα γουρούνια, τό ξερε το επάγγελμά του. Μά άν αυτός είναι πονηρός, εγώ πιάνω πουλιά στον αέρα. Έτσι λοιπόν του λέω :

"Αν ήταν νέα δέ θάλεγα τίποτα. ’Αλλά αυτή είναι δουλεμένη. Έτσι δέν είναι; Σου δίνω λοιπόν χίλιες πεντακόσιες τό κυβικό μέτρο, ούτε δεκάρα παραπάνω. Σύμφωνοι;

’Απαντάει :

«Σύμφωνοι. Κόλλατο»

Κλείνουμε τη συμφωνία καί φεύγουμε άλλα μπρατσέτα. Πρέπει νά άλληλοβοηθειόμαστε στη ζωή. Μέ φόβιζε όμως μιά σκέψι πού μου 'ρθε στό μυαλό. «Πώς θά μπορούσαμε νά μετράγαμε τή γυναίκα μέ κυβικά μέτρα;»

Τότε άρχισε νά μου εξηγεί την ιδέα του, πράγμα πού δέν ήταν εύκολο, γιατί ήταν πιωμένος. Μου λέει:

«Πέρνω ενα βαρέλι, τό γιομίζω νερό μέχρις απάνω. Βάζω τή γυναίκα μου μέσα. "Οσο νερό βγει, αντιστοιχεί μέ τό βάρος της».




Του λέω

«Αυτό τό καταλαβαίνω». Μά τό νερό πού θά βγει, πώς θά τό μετρήσουμε αφού θά χυθεί κάτω;

Τότε, μου εξηγεί, πώς δέν έχουμε παρά νά ξαναγιομίσουμε τό βαρέλι, μόλις... βγει ή γυναίκα. 

Όσο νερό χρειαστεί νά ξαναβάλουμε, θά αποτελεί τό βάρος της. Άς υποθέσουμε ότι βάζουμε έξη γκουβάδες; αυτοί μάς κάνουν ενα κυβικό μέτρο. Πραγματικά πρέπει νά παραδεχθήτε κύρ Πρόεδρε, πώς τό μυαλό του κόβει, κι' όταν ακόμα είναι πιωμένος.

Γιά νά μήν τά πολυλογώ βρεθήκαμε σπίτι του. 

Κοιτάω τήν γυναίκα του. Δέν ήταν ωραία. Όλος ό κόσμος μπορεί νά τό δει. Έγώ λέω μέσα μου Όμορφη ή άσκημη, δέ σημαίνει πολλά πράγματα γιά τή δουλειά πού τη θέλω, ετσι δέν είναι κύρ - Πρόεδρε; Τό χειρότερο είναι πού είναι αδύνατη σάν κλαδί δέντρου. Τήν υπολογίζω μέ το μάτι. Δέν πρέπει νά πηγαίνει περισσότερο από τετρακόσιες λίτρες .. βλέπετε δουλεύω σέ ποτά καί τό μάτι μου πιάνει.

Τά πράγματα γίνηκαν οπως σας τά είπε αυτή. Της άφήκαμε τήν πουκαμίσα καί τίς κάλτσες κι’ αυτό βάραινε στό λογαριασμό μου.

Όταν όλα γίνηκαν κι’ αυτή το 'βαλε στά πόδια είπα- στόν Μπρουμάν.

«Τό νου σου γιατί θά μάς τό σκάσει». 

Μου άπαντάει.

«Μή φοβάσαι θά ξαναγυρίσει. Άς μετρήσουμε μεις τό νερό πού χύθηκε.»

Μετράμε. Ούτε τέσσερις κουβάδες. Ό Μπρουμάν λέει

— Τήν έπαθα, δέν είναι άρκετό.

Βάζω τίς φωνές, βάζει τίς φωνές. Μου βαράει μιά γροθειά. Του δείνω άλλη μιά. Καί τό πράγμα πήγαινε κορδέλλα γιατί ήμασταν πιωμένοι γιά καλά.

Μά νά οί χωροφύλακες. Μάς βουτούν καί μάς πάν στό φρέσκο. Αυτά είναι ολα, δέν έχω τίποτ’ άλλο.

Ό κατηγορούμενος κάθησε. 

'Ο Μπρουμάν είπε πώς όσα κατέθεσε ο συγκατηγορούμενός του είναι άληθινά. 

Τά μέλη του δικαστηρίου άποσύρθησαν γιά νά έκδώσουν τήν άπόφασι.

Ξανάρθαν ύστερα άπό μιά ώρα και ο Πρόεδρος διάβασε τήν άπόφασι μέ τήν οποία άθωώνονταν οί κατηγορούμενοι. 

Τό σκεπτικό τής άποφάσεως άναφερόταν στη σοβαρότητα του γάμου καί καθώριζε μέ ακρίβεια τά όρια τών εμπορικών άνταλλαγών.







Γκυ ντε Μωπασσάν












Pages