«Εμένα, Σταύρο, μου αρέσεις!
Κι ας ήσουνα παντρεμένος με τρία παιδιά. Κι ας τα λέγανε τα παιδιά σου Αριστέα, Καλυψώ και Θουκιδίδη- από τα ονόματα έπρεπε να καταλάβω. Αλλά δεν κατάλαβα την τύφλα μου.
Γιατί μου άρεσες! Και που ήσουνα Αιγόκερως και εγώ με τους Αιγόκερους να πάρω τα βουνά, το λέει η εμπειρία μου. Αλλά εσύ μου άρεσες! Κι ας ήσουνα δώδεκα χρόνια μεγαλύτερος, τίγκα στη σπαστική κολίτιδα κι άλλες φορές η μέση σου, άσε την επιπεφυκίτιδα που φούσκωνε τα μάτια σου σαν αερόσακος.Και που δούλευες σχεδιαστής τακουνιών- ποτέ δεν είχα ακούσει άνθρωπο να δουλεύει ως σχεδιαστής τακουνιών, αλλά σ' εσένα μου άρεσε. Και η άλλη σου δουλειά μου άρεσε: μπράβος τα παρασκευοσάββατο στο "Αμαντέους", στην Αλαμάνα. Που εγώ την Αλαμάνα την ήξερα μόνο από τον Αθανάσιο Διάκο που τον κάνανε οι Τούρκοι με τα κριθαράκια, και τώρα έπρεπε να αποδεχτώ ότι έχει και κλάμπ που το λένε "Αμαντέους" - αλλά μέχρι και αυτό μου άρεσε.
Γιατί μου αρέσεις εσύ, Σταύρο!Και που μυρίζανε τα πόδια σου και που μου τραγούδαγες την "Πρώτη μας νύχτα", αλλά άλλη πρώτη νύχτα είχες στο νου σου - δεν με χέζεις με τις αφιερώσεις βραδιάτικα; Και που ένα βράδυ μου 'φερες τον Χαλίλ και μου τον σύστησες σα συνάδελφό σου, χωρίς να ξεκαθαρίζεις αν έφτιαχνε και κείνος τακούνια ή αν ήτανε μπράβος στην Αλαμάνα. Κι ο Χαλίλ δεν μου άρεσε, αλλά ήθελες και οι τρεις μαζί και είπα 'ΟΚ', δεν χάθηκε και ο κόσμος, πάρ' τους και τους δύο. Πες ότι έφαγες λίγο παραπάνω, αφού ο Σταύρος σου αρέσει.
Γιατί εμένα Σταύρο, μου άρεσες!
Και που πλακωνόσουνα στα εστιατόρια με τα γκαρσόνια για το σωστό κρασί. Και που πλακωνόσουνα με την ταμία στο "Χορν" για τις καλύτερες θέσεις. Και που πλακώθηκες ένα βράδυ με τον παρκαδόρο στην Πέγκυ Ζήνα και τον είπες πουστάρα κι εκείνος δεν αντέδρασε, μονάχα είπε: “Εσύ δεν ήσουν που στον έδωσα πίπα την παραμονή της Καθαράς Δευτέρας;”. Και τότε δεν αντέδρασες εσύ, Σταύρο. Αλλά ούτε εγώ αντέδρασα.Γιατί μου άρεσες!Και που σε περίμενα χίλια πεντακόσια βράδια, ενώ έβοσκες αλλού. Και που με κόλλησες κονδυλώματα. Και που σε περίμενα να πάμε μαζί στον γυναικολόγο και μου το ακύρωσες γιατί είχε ο Θουκιδίδης εξετάσεις στο μπαλέτο.Και που σε περίμενα να πάμε στον γάμο της ξαδέρφης μου στο Μαρκόπουλο που δεν σε ήξερε κανείς, να δείξω και εγώ στην μάνα μου ότι συνοδεύομαι επιτέλους, αλλά είχες βάλει φραγή εισερχομένων κλήσεων στο κινητό. Κι έχασα το μυστήριο και πήγα μόνο στο τραπέζι κι έβγαλα ανακοίνωση ότι σε είχε πιάσει κολικός αλλά σ’ έτρεχα στα νοσοκομεία - που χεστήκανε δηλαδή οι εκατόν δέκα καλεσμένοι για το δικό σου έντερο, αλλά τι να έλεγα; Κι η μάνα μου να με κοιτάει συνεχώς, όπως εκείνος στη Σιωπή των Αμνών, κι εγώ να καταπίνω τα λαχανάκια Βρυξελλών αμάσητα, το ένα πίσω από το άλλο λες και ήταν στραγάλια, μέχρι που τα ξέρασα χωρίς να βγάλω μιλιά. Κι ούτε μια βδομάδα μετά που εμφανίστηκες κι είπες “Σόρυ μωρό, είχα να παραδώσω κάτι παραγγελίες», είπα τίποτα.Γιατί εμένα Σταύρο, μου άρεσες!Και που ήσουνα δωδεκαθειστής και διάλεξες να μου το πεις Μεγάλη Παρασκευή ενώ είχαμε κανονίσει να πάμε Επιτάφιο, αλλά στα αρχίδια σου. Εσύ είχες θεό σου τον Ήφαιστο, που ήταν και αυτός τεχνίτης όπως εσύ, αν και δεν είμαι σίγουρη ότι έφτιαχνε τακούνια. Στο όνομά του ετοιμαζόσουν να βαφτιστείς στις 21 Ιουνίου στον Όλυμπο.
Και μπορεί και να βαφτίστηκες και να σε έβγαλαν Ζεύξιππο, όπως είχες κατά νου.Αλλά πρόλαβες και με χώρισες και δεν ήρθα μαζί σου να προσευχηθώ στην Άρτεμη, τη θεά των αγάμητων κοριτσιών, να με γλυτώσει από τη γρουσουζιά σου, που, από τότε που σε γνώρισα, με κόψανε από τρεις οντισιόν, τα γυρίσματα μιας σειράς που έπαιζα σταμάτησαν στη μέση, έβγαλα τριπλή κύστη κόκκυγος και μου διέρρηξαν δύο φορές το αυτοκίνητο.
Αλλά, παρόλη τη γκαντεμιά που έσερνες πάνω σου, τη γυναίκα σου με τα τρία σου παιδιά, τον Αιγόκερω, τα πουστριλίκια με τους παρκαδόρους, τις παρτούζες με τους μουσουλμάνους, τα δώδεκα χρόνια διαφορά, εμένα μου άρεσες.Γιατί μ' αρέσεις Σταύρο! Κι αν θες να ξέρεις, ακόμη μ' αρέσεις! Γι' αυτό πάρε κανά τηλέφωνο. Το 'χω συνέχεια ανοιχτό από τότε που με παράτησες.Αν θες. Αν δεν θες, άντε και γαμήσου! Και συ και τα παιδιά σου και οι δώδεκα Θεοί σου και το κωλοχιουντάι σου κι όποιος άλλος θα μου αρέσει από δω και πέρα»
Απόσπασμα από το βιβλίο - θεατρικό του Άρη Δήμου “Αν αργήσω, κοιμήσου”, από τις εκδόσεις Σόκολη - Κουλεδάκης.
...
Λένε ότι μέσα από το χιούμορ κάποιος μπορεί να πει μια «κάποια» αλήθεια. Ιδιαίτερα όταν παρουσιάζεται μέσα από την οπτική του (αυτό)σαρκασμού, όπου ο πομπός προσπαθεί να μεταδώσει ένα σαφές μήνυμα στους δέκτες των μηνυμάτων. Μια ωμή πραγματικότητα. Ωμή που φτάνει στα όρια της γελοιότητας όταν συνδυάζεται με τη παράνοια. Που είναι χαρακτηριστικό πολλών ανθρώπων στις μέρες μας.
Μια ωμή πραγματικότητα που προσπαθεί να χτυπήσει βαθιά σε ένα πολύ σημαντικό τομέα της ανθρώπινης ύπαρξης: τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και ειδικότερα στο τρόπο ο ο καθένας προσπαθεί να συσχετιστεί (και αν το καταφέρνει, εν τέλει).
Όλοι μας έχουμε πάντα μια αιώνια αποσκευή στις πλάτες μας, όταν σκεφτόμαστε ή ακόμη όταν ερχόμαστε κοντά με έναν άλλο άνθρωπο, μιλώντας πάντα για τις στενές, ερωτικές μορφές σχέσεων (καλά και όχι μόνο): Τα ιδανικά μας. Ένα ιδανικό Εγώ, που το διαμορφώσαμε από πολύ μικρή ηλικία και είναι μια πτυχή του εαυτού μας που αφορά τα όνειρά μας, τις εξιδανικεύσεις μας, το τέλειο, πράγματα που μας μετέδωσαν "οι σημαντικοί μας άλλοι" και ό,τι αφορά, όμως, μόνο το Εγώ μας.
Ένα πολύ βασικό πρόβλημα των περισσότερων προσπαθειών για κάποια συσχέτιση.
Ο εγωισμός μας.
Ή μάλλον η εγωκεντρικότητά μας.
Όταν έχεις ήδη έτοιμα οικοδομημένα καλούπια μέσα σου και προσπαθείς να “ψαρέψεις” κάποιον από την πιάτσα της ζωής και να τον εντάξεις με το ντε και καλά στα ιδανικά σου. Όταν πάντα θα βρεθείς με μια τεράστια έκρηξη θυμού και άρνησης και θα επαναλαμβάνεις μονότονα: “Μα πως μου το έκανε αυτό, στην αρχή ήταν έτσι, κατά βάθος ήταν γιουβέτσι, μα έδειχνε κάτι άλλο, εγώ φταίω που τον έδιωξα, δικό μου λάθος, ίσως αν δεν έκανα αυτό να γίνοταν το δείνα κτλ κτλ.
Όταν δεν παραδέχεσαι την αποτυχία.
Που αφορά μόνο εσένα.
Όταν δεν σε αποδέχεσαι.
Γιατί η συσχέτιση δεν είναι ατομικό ζήτημα. Είναι πάντα μεταξύ δύο ή/και περισσότερων. Γιατί τότε δεν είσαι το επίκεντρο. Γιατί τότε απομυθοποιείς, πληγώνεσαι που δεν είσαι στο κέντρο του κόσμου και ωριμάζεις.
Γάμοι διαλύονται, χρόνια και αναμνήσεις που καταντάς να τις πετάς στο κάδο των αχρήστων γιατί ο άλλος τελικά δεν ήταν αυτό που «περίμενες». Ή δεν φαινόταν σκάρτος από την αρχή. Ή απλά εθελοτυφλούσες. Όχι ότι ο άλλος είναι υποχρεωτικά γουρούνι ή παρτάκιας, αλλά εσύ απλά δεν κοιτάς πέρα από τη μύτη σου. Να του φορέσεις το σετ των ιδανικών σου πάνω του και να απαιτείς να είναι στα μέτρα του. Μα μπάζει.
Όταν κάποιος δρα έτσι, ακροβατεί ανάμεσα σε δύο άκρα: της απόλυτης δεκτικότητας και εθελοτυφλίας και της οργής, που εναλλάσονται. Ο Λάμπρος, ο οποιοσδήποτε Λάμπρος, είναι ένα σκουπίδι τελικά που δεν άξιζε τόσες θυσίες ή ο υπέρμετρος ναρκισσισμός που δεν θέλει να δεχτεί την πληγή που ήδη έχει υποστεί;