Ουδείς μπορεί να αγνοήσει σήμερα τις πρωτοφανείς γνωστικές κατακτήσεις και τις εντυπωσιακές εφαρμογές των επιστημών του εγκεφάλου (Νευροεπιστημών), ούτε καν η λεγόμενη «ανεξάρτητη» και φαινομενικά παντοδύναμη δικαστική αρχή. Πράγματι, για να αντιληφθεί κανείς σε ποιο βαθμό οι σύγχρονες Νευροεπιστήμες έχουν διεισδύσει σε όλες τις πτυχές της καθημερινής μας ζωής, θα αρκούσε να εξετάσει τη συστηματική πλέον προσφυγή των δικαστικών στα προσωπικά νευροεγκεφαλικά δεδομένα των κατηγορουμένων. Δικαστική πρακτική που δημιουργεί ασυνήθιστα νομικά και νευροηθικά προβλήματα.
Σήμερα, οι επιστήμονες που μελετούν τον εγκέφαλο και τις λειτουργίες του είναι σε θέση να αναλύουν με νευροβιολογικούς όρους τις εγκεφαλικές δομές που ενεργοποιούνται όταν ονειρευόμαστε, όταν ερωτευόμαστε, όταν μαθαίνουμε ή απομνημονεύουμε κάτι, όταν λέμε ψέματα, όταν κοιτάζουμε ένα έργο τέχνης ή το αγαπημένο μας πρόσωπο.
Και δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να διαπιστώσει ότι χάρη στην εντυπωσιακή πρόοδο των Νευροεπιστημών ο εγκέφαλός μας, έδρα των ανομολόγητων συναισθημάτων και των πιο μύχιων σκέψεών μας, έχει καταστεί όχι μόνο διαφανής στην επιστημονική γνώση αλλά και δυνητικά χειραγωγήσιμος από όποιους κατέχουν και διαχειρίζονται αυτή τη γνώση.
Εκτός όμως από τις προφανείς ιατρικές-θεραπευτικές εφαρμογές αυτών των νέων νευροεπιστημονικών γνώσεων και μεθόδων, υπάρχουν και οι πιο «έμμεσες» κοινωνικές εφαρμογές τους: αστυνομικές, δικαστικές και συνεπώς ηθικές. Πράγματι, έχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια από την είσοδο της Νευροεπιστήμης στα δικαστήρια και στις ειδικές αστυνομικές υπηρεσίες. Σύμφωνα μάλιστα με τις τρέχουσες νομικές αντιλήψεις μας, θεωρείται μάλλον εύλογη, αν όχι απολύτως θεμιτή, η ανάγκη επιστημονικής τεκμηρίωσης και κατανόησης -με αυστηρά νευροβιολογικούς όρους- κάθε κοινωνικά αποκλίνουσας ή παραβατικής συμπεριφοράς.
Εντοπίζοντας την εγκληματικότητα
Τα δακτυλικά αποτυπώματα, οι αυτόπτες μάρτυρες ακόμη και η ανάλυση του DNA δεν θεωρούνται πλέον επαρκή και αδιαμφισβήτητα αποδεικτικά στοιχεία για τη λήψη δίκαιων δικαστικών αποφάσεων. Ωστόσο, χάρη στις νέες ισχυρές απεικονιστικές τεχνικές ανάλυσης του εγκεφάλου, όπως η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (ΡΕΤ) και η λειτουργική μαγνητική τομογραφία (fMRI), οι νευροεπιστήμονες είναι πλέον σε θέση να εντοπίζουν τις ανατομικές ή και τις λειτουργικές ανωμαλίες που προκαλούνται από ασθένειες ή τραύματα του εγκεφάλου. Γι' αυτό, ολοένα και πιο συχνά, στις αποφάσεις των δικαστηρίων των ΗΠΑ και των χωρών της Ε.Ε. έχουν βαρύνουσα σημασία οι μαρτυρίες-γνωματεύσεις των ειδικών νευρολόγων ή νευροψυχολόγων. Αυτοί οι εμπειρογνώμονες καλούνται να εξηγήσουν στο δικαστήριο αν η παραβατική ή εγκληματική συμπεριφορά τής ή του κατηγορουμένου οφείλεται σε σοβαρά τραύματα ή παθήσεις του εγκεφάλου του/της.
Η εξακρίβωση της «υπαιτιότητας» και ο καταλογισμός της «προσωπικής ευθύνης» είναι δυο πανάρχαια και δυσεπίλυτα προβλήματα της Νομικής επιστήμης. Ακρογωνιαίος λίθος και προϋπόθεση για την απόδοση ποινικής ευθύνης είναι η παραδοχή ότι «μια πράξη δεν είναι εγκληματική αν ο νους αυτού που τη διαπράττει δεν είναι ένοχος» (actus non facit reum nisi mens sit rea). Προφανώς, αν ο/η κατηγορούμενος/η δεν διαθέτει «σώας τας φρένας», εξαιτίας κάποιας διαγνώσιμης εγκεφαλικής ανωμαλίας ή πάθησης, τότε μάλλον θα πρέπει να χαρακτηρίζεται και να αντιμετωπίζεται ως «ασθενής» παρά ως «υπαίτιος». Το πρόβλημα βέβαια είναι ποιος είναι σε θέση και ποιος πρέπει να αποφασίζει για το πού βρίσκεται το όριο μεταξύ φυσιολογικής, παθολογικής ή εγκληματικής συμπεριφοράς.
Για παράδειγμα, στα περισσότερα ποινικά συστήματα (αγγλοσαξονικά ή ευρωπαϊκά), όταν κάποιος κατηγορείται για ένα σοβαρό έγκλημα απαλλάσσεται από κάθε ποινική ευθύνη αν το δικαστήριο βεβαιωθεί ότι δεν είναι σε θέση να διακρίνει το καλό από το κακό εξαιτίας κάποιας εγκεφαλικής δυσλειτουργίας.
Βιολογία ή κοινωνία;
Βλέπουμε λοιπόν ότι στις μέρες μας η παραδοσιακή προσέγγιση της ανθρώπινης φύσης, που αντιπαρέθετε τη φύση/βιολογία στην ανατροφή/πολιτισμό, φαίνεται να κλίνει μάλλον προς τη φύση/βιολογία. Το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια να επικρατεί σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης γνώσης μια «νέα» αντίληψη - περιγραφή του ανθρώπου, που επιβάλλει τη βιολογικοποίηση κάθε συμπεριφοράς του: αναζητά δηλαδή αποκλειστικά στα γονίδια και, πιο πρόσφατα, στις εγκεφαλικές δομές τη μοναδική εξήγηση τόσο της φυσιολογικής όσο και της εγκληματικής συμπεριφοράς του.
Συνεπώς, τα αίτια για κάθε κοινωνικά «παραβατική» συμπεριφορά επιβάλλεται πλέον να αναζητούνται, να εξηγούνται και ενδεχομένως να «θεραπεύονται» βάσει της κατανόησης των νευροβιολογικών τους προϋποθέσεων. Και η προοπτική μιας πανίσχυρης βιοεξουσίας, ικανής να διαχειρίζεται τους ανθρώπους ως ανώνυμες βιολογικές μονάδες και όχι πλέον ως «πρόσωπα» υπεύθυνα για τις πράξεις τους, είναι σήμερα ο μεγαλύτερος κίνδυνος τον οποίο εγκυμονεί η εντυπωσιακή πρόοδος των γνώσεών μας για τον ανθρώπινο εγκέφαλο.