Τον θυμάμαι να περνάει από το σπίτι μας, σύριζα στη βερικοκιά, για να κλέψει κανένα βερίκοκο και να το χώσει κατευθείαν στις δεκάδες σακούλες που κρατούσε.
Όλα τα άρπαζε βιαστικά και φαινόταν να παίρνει τέτοια χαρά, που χτυπούσε παλαμάκια σαν μικρό παιδί.
Γυρνούσε στους δρόμους με ένα μόνιμο αδιάφανο χαμόγελο στο αξύριστο πρόσωπό του, διάπλατα ανοιχτά μάτια που έμοιαζαν τρομαγμένα, βρώμικα ρούχα και σαγιονάρες χειμώνα-καλοκαίρι.
Τον πετύχαινα πολύ συχνά να περπατάει με μια ελαφριά πλάγια κλίση στο σώμα και να μιλάει με αόρατους συνομιλητές που μόνο εκείνος έβλεπε και άκουγε.
Ο «τρελός» της περιοχής. Κάθε περιοχή που σέβεται τον εαυτό της, έχει και τον τρελό της.
Έτσι κι εμείς, εκεί στα δυτικά της Αττικής, είχαμε τουλάχιστον έναν αλαφροΐσκιωτο να ταράζει τη φυσιολογική μας καθημερινότητα.
«Δεν έχει ανθρώπους να τον φροντίζουν;» είχα ρωτήσει τη μάνα μου ως πιο ενήμερη για τα νέα της περιοχής.
«Έχει γυναίκα και παιδιά, αλλά πάντα τους φέρονταν άσχημα και δεν τον αγάπησαν ποτέ. Τώρα, του δίνουν κάποια φάρμακα και τον έχουν απομονώσει στο υπόγειο. Ίσα για να μην είναι επικίνδυνος. Ήταν πάντα κακός άνθρωπος».
«Ήταν πάντα κακός άνθρωπος…Τι έκανε δηλαδή;» ρώτησα.
«Τσακωνόταν με όλο τον κόσμο, φώναζε, ήταν πολύ νευρικός…» μου απάντησε η μάνα μου.
«Μήπως θα έπρεπε να είχε πάει σε κάποιο γιατρό;» ρώτησα πάλι.
«Σε γιατρό, γιατί; Τα τελευταία χρόνια που έχει γίνει επικίνδυνος, του δίνουν ψυχοφάρμακα. Απ’ την κακία του, έστριψε το μυαλό του…».
Σκέφτηκα τους δικούς του, τη γυναίκα του, τα παιδιά του που μεγάλωσαν μαζί του, πόσο χυμένο αίμα κουβαλάνε από πληγές που τρέχουν από έναν πατέρα που «ήταν πάντα κακός».
Σκέφτηκα κι εκείνον. Ταραγμένη ψυχή και δύσμορφη, με χέρια κομμένα, ανίκανη να ζητήσει βοήθεια.
Δεν ξέρω για ποιον από όλους νιώθω πιο άσχημα…
Κάποια μέρα που τον άκουσα ξανά να φωνάζει λόγια ακατάληπτα, βγήκα στον κήπο και τον περίμενα. Κρατούσα στα χέρια μου μια χούφτα βερίκοκα. Όταν πλησίασε, στάθηκε απότομα και μου γύρισε την πλάτη.
Ψιθύριζε κάτι που δεν καταλάβαινα, με σκυμμένο το κεφάλι του, τρίβοντας το ελεύθερο από τις σακούλες χέρι του, στα πλευρά του.
Μια κίνηση ρυθμική, επαναλαμβανόμενη, που έμοιαζε να παίρνει ρυθμό από τη φωνή του.
Μείναμε για λίγο και οι δύο στις θέσεις μας, ώσπου πήρα ανάσα, τον πλησίασα και έριξα τα βερίκοκα σε μια από τις πλαστικές σακούλες. Το μόνο που έκανε, ήταν να με κοιτάξει κλεφτά, χωρίς να στρίψει το κεφάλι, αλλά με τα την ίριδα των ματιών του να γυρνάει στο πλάι...Κάτι σαν θαμπά κίτρινα φεγγάρια. Πρώτη φορά έβλεπα κίτρινα μάτια…
Μετά προχώρησε με γρήγορα, αλαφιασμένα βήματα, μέχρι που άρχισε να προχωράει σχεδόν τρέχοντας.
Αυτό επαναλαμβάνονταν για μια εβδομάδα σχεδόν.
Κάποια στιγμή, τα βερίκοκα σώθηκαν, μόνο κάτι χαλασμένα είχαν μείνει κι εγώ δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν ήθελα να λείψω από το καθημερινή συνάντησή μας και αποφάσισα ότι από το να μην του δώσω τίποτα, καλύτερα θα ήταν να πάρω έστω και δύο-τρία χαλασμένα και να του τα προσφέρω.
Θυμάμαι ότι για πρώτη φορά το βλέμμα του γύρισε ολόκληρο προς εμένα με τόσο παράπονο, που ντράπηκα και χαμήλωσα εγώ τα μάτια μου.
Από τότε δεν ξαναφάνηκε από το σπίτι μας. Τον έχασα κι από τους γύρω δρόμους που συνήθιζε να περιπλανιέται.
Μάζεψα και πέταξα όλα τα χαλασμένα βερίκοκα με τόση μανία, που τα χέρια μου γέμισαν πορτοκαλί, πηχτό χυμό.
Όσο κι αν τα έπλενα, δεν έφευγε από πάνω τους για καιρό.
Δεν ξέρω γιατί στο καλό με τιμωρούσα. Ίσως, γιατί είχα πιστέψει πως δεν πείραζε να του προσφέρω χαλασμένα φρούτα.
Ίσως, πάλι, για όλους τους τρελούς που ήταν κάποτε τόσο «κακοί» και δεν τους πρόσφερε ποτέ κανείς ούτε έναν γερό καρπό.
Μοναχά, τους πετροβολήσαμε...
eyedoll