...Η πρώτη κραυγή του ανθρώπου είναι κλάμα.
Από εκεί και πέρα οι άνθρωποι
ή παραμένουν άνθρωποι και κλαίνε
ή γίνονται τέρατα
και κάνουν τους άλλους να κλαίνε...
Μενέλαος Λουντέμης
Η εξάρτηση γεννιέται στη παιδική ηλικία, όπου οι ψίθυροι της πυροδοτούν ή σβήνουν την ελπίδα για ζωή και κάνουν το όνειρο της αγάπης ασφαλές ή το στοιχειώνουν φόβοι, που αποζητούν τις σκιές για να κρυφτούν στον εφιάλτη τους.
Αν μεγαλώσαμε σε ένα υγιές οικογενειακό περιβάλλουν που απέπνεε ασφάλεια, εμπιστοσύνη, αγάπη, όπου η συναισθηματική επικοινωνία επέτρεπε το άκουσμα των συναισθημάτων και την κατανόησή τους, τότε νιώθουμε ασφάλεια με ανθρώπους ζεστούς και στοργικούς, που αποδέχονται τη γνησιότητα των συναισθημάτων μας και ανταποκρίνονται με αμοιβαιότητα σε αυτά. Κάθε σχέση που προκαλεί συναισθήματα ανασφάλειας, αβεβαιότητας, ή περιέχει στοιχεία απόρριψης την αξιολογούμε στοχαστικά, εμπιστευόμενοι τα συναισθήματά μας και την κρίση μας και παίρνουμε τις αποφάσεις μας.
Αν όμως οι γονείς μας στάθηκαν αδύναμοι να αφουγκραστούν τις συναισθηματικές μας δονήσεις, γιατί δεν μπόρεσαν να δεσμευτούν ολοκληρωτικά μαζί μας, και μπορεί να καλύπτονταν οι βασικές μας ανάγκες, οι συναισθηματικές μας ταλαντώσεις όμως διέφευγαν της προσοχής τους, τότε θα χρειαστεί να κάνουμε τις διαφοροποιήσεις μας, για να μην προσπαθήσουμε να αποκαταστήσουμε τα ελλείμματα του παρελθόντος εξαρτώμενοι από λάθος επιλογές, ενωμένοι αδιαίρετα μαζί τους, προκειμένου να το επιτύχουμε.
Ένας άνθρωπος που ο συναισθηματικός δεσμός με τους γονείς του δεν ολοκληρώθηκε, η αναπαράσταση του δεσμού στην αντίληψή του παραμένει ραγισμένη. Το συναισθηματικό κράτημα δεν επιτεύχθηκε και κάθε ιδέα δέσμευσης του προκαλεί συναισθήματα που δεν μπορεί να τα διαχειριστεί. Αποφεύγει τη σχέση στη σκέψη πως θα πληγωθεί ή εξαρτάται παθιασμένα, γιατί η παραμικρή κίνηση από το άλλο πρόσωπο, μη ερμηνεύσιμη από τον ίδιο, επιτείνει το αίσθημα ανασφάλειας που ένιωσε ως παιδί. Δεν μπορεί να εμπιστευτεί τον εαυτό του, γιατί στην απουσία που αισθάνθηκε σχημάτισε μια απαξιωτική εικόνα εαυτού, ενοχοποιώντας τον εαυτό του που δεν κατάφερε να κερδίσει την συναισθηματική τους ανταπόκριση.
Αναβιώνει λοιπόν μέσα από τις σχέσεις του το πρότυπο σχέσης στο οποίο γαλουχήθηκε και ζει ξανά τις συνθήκες του παρελθόντος, όπου εκείνο που τον ελκύει είναι τα παρόμοια συναισθήματα που βίωσε στο παρελθόν ή ότι στην παρούσα κατάσταση συντηρεί την υποτιμημένη εικόνα εαυτού που διαμόρφωσε από την παιδική του ηλικία. Μέσα από την επανάληψη, ακολουθώντας παρόμοια σενάρια, ελπίζει να βγει από τον λαβύρινθο των σκέψεων και των συναισθημάτων του, ακολουθώντας όμως αδιέξοδες διαδρομές, όπου αδυνατεί να ξεφύγει. Παράλληλα παρουσιάζει διάφορες άλλες εξαρτήσεις είτε από το φαγητό, την εργασία, τις ουσίες, είτε από άλλες καταστάσεις στις οποίες εμπλέκεται με πάθος, ελπίζοντας μέσα από την παθιασμένη σχέση του με αυτά να γράψει ξανά ένα νέο σενάριο, να αλλάξει την εικόνα του στα μάτια του και να αγαπήσει τον εαυτό του. Η ιδέα της δέσμευσης με πρόσωπα, καταστάσεις ή πράγματα τον ελκύει όσο και τον απωθεί ταυτόχρονα. Βιώνει έντονα αμφιθυμικά συναισθήματα, τα οποία προσπαθεί να τα διαχειριστεί, αλλά η αντίρροπή τους δυναμική τον εξασθενεί οπότε, προκειμένου να αντλήσει ενέργεια από κάπου, αγκιστρώνεται από το πρόσωπο, το αντικείμενο ή την ουσία, όπου μεταθέτει εκεί την απόγνωση του για αυτό που αισθάνεται πως δεν μπορεί να έχει ή να είναι.
Κοινό χαρακτηριστικό στις οικογένειες στις οποίες συντηρείται η εξάρτηση, είναι ότι οι πτυχές της δυσλειτουργίας αποκρύπτονται, τα συναισθήματα αποσιωπούνται κάτω από ένα πέπλο σιωπηρής δυσαρέσκειας, που μετά από κάθε κρίση, κύματα θαλασσοταραχής ξεβράζουν με βία στην επιφάνεια την ένταση που κρύβεται στον μεταξύ τους δεσμό. Κάθε τι μύχιο που διψά να αποκαλυφθεί, όπως επιθυμίες, συναισθήματα και ανάγκες αποσιωπούνται και περιορίζονται, ενώ ο θόρυβος των συναισθημάτων που αποκρύπτονται υποκύπτει σε μια εκκωφαντική σιωπή για να αποσιωπηθεί η αντήχησή τους. Όλα τα μέλη λες και είναι υποχρεωμένα να ανταποκριθούν σε συγκεκριμένους ρόλους, συγχωνεύοντας τον δικό του με των άλλων, ενώ η μοναδικότητα της κάθε προσωπικότητας δεν βοηθιέται να διαφανεί. Δεν υπάρχει αλλαγή, ενώ το κλίμα χαρακτηρίζεται από μια ακαμψία, η οποία δεν τους επιτρέπει να πορεύονται μαζί, αντάμα με τον αέρα ανανέωσης που κάθε σχέση χρειάζεται, για να μπορούν τα μέλη της να αισθάνονται ελεύθερα.
Μπορεί ένα παιδί να μην στερείται της αγάπης και της στοργής από την οικογένεια του, αλλά να αγνοούνται τα συναισθήματά του είτε από άγνοια, είτε από μια συναισθηματική δυσκολία των γονιών του να τα αφουγκραστούν, είτε επειδή και οι ίδιοι οι γονείς απορρίπτουν τα δικά τους συναισθήματα. Όταν το παιδί έρχεται σε άμεση επαφή με τα συναισθήματα του και τα εκφράζει, αλλά εκείνοι τα αμφισβητούν ή τα αρνούνται, από φόβο για τα δικά τους συναισθήματα που ανακύπτουν κάθε φορά που έρχονται σε επαφή μαζί τους, τότε το παιδί αμφισβητεί την ικανότητά του να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα σωστά, δεν πιστεύει την δική του άποψη και δεν εμπιστεύεται τα συναισθήματά του. Αμφιβάλλει για την κριτική του ικανότητα και αφήνεται έρμαιο στην κρίση των άλλων, ακολουθώντας την, ψάχνοντας για μια σταθερότητα ακόμα κι αν είναι πλαστή. Δεν μπορεί να πάρει υγιείς αποφάσεις για την ζωή του, γιατί νιώθει συναισθηματικά ανάπηρο, ώστε να αναγνωρίσει, να εκφράσει και να ακολουθήσει τη γνώμη του και συγκρούεται οδυνηρά, όταν τολμά να έρθει σε επαφή με την αλήθεια του. Για να αντιμετωπίσει τον πόνο μαθαίνει να καταφεύγει σε μια φανταστική χώρα, όπου τα πάντα διαδραματίζονται εκεί, αρνούμενος τα συναισθήματα που του προκαλεί η πραγματικότητα. Ονειροπολεί χωρίς όμως να μπορεί να οραματίζεται και να πραγματοποιεί. Εξιδανικεύει τα πρόσωπα ή πλάθει φανταστικά σενάρια για αυτά, διατηρώντας έτσι εξαρτητικές σχέσεις μαζί τους, αδυνατώντας να απομακρυνθεί από εκείνα, ακόμα κι αν του κάνουν κακό, γιατί η πραγματικότητα γλιστρά από την αντίληψή του.
Όταν οι συναισθηματικές αντηχήσεις, που υφίσταται το κάθε μέλος ή σύσσωμη η οικογένεια μετά από ένα έντονο γεγονός, αποσιωπούνται, αρνούμενοι να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, είτε εξωραΐζοντας την, είτε επιτιθέμενοι σε αυτήν, είτε αμφισβητώντας τα συναισθήματα που τολμούν να εκφραστούν, τα μέλη διστάζουν να έχουν μια αυθεντική εικόνα για τον εαυτό τους. Επειδή η οικογένεια τους αρνείται την αλήθεια, αρχίζουν να την αρνούνται κι εκείνοι, κι αυτό βλάπτει αισθητά την ανάπτυξη των βασικών εφοδίων, που θα χρειαστούν αργότερα στη ζωή και στις σχέσεις τους με τους άλλους. Για αυτό, ενώ άλλοι, μόλις ερχόντουσαν σε επαφή με αντιδράσεις ελέγχου, απόρριψης, επιθετικότητας, υποτίμησης, χειρισμού κ.α που υποσκάπτουν την αυτοεκτίμησή τους, θα τις έκριναν αρνητικά και θα έφευγαν από τη σχέση ή θα κρατούσαν τις αποστάσεις τους προστατεύοντας τα συναισθήματα τους, οι εξαρτημένοι άνθρωποι παραμένουν. Δεν εμπιστεύονται την αλήθεια τους, αφού δεν έχουν μάθει να την αναγνωρίζουν και αχαρτογράφητοι κατευθύνονται σε λάθος επιλογές που δεν εκφράζουν αυτό που επιθυμούν. Με αυτό τον τρόπο αναβιώνουν τα συναισθήματα που ένιωσαν ως παιδιά, τα οποία αναμοχλεύονται στον ψυχισμό τους, εντείνοντας την αρνητική εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους, βουλιάζοντας την αυτοεκτίμηση τους, θρυμματίζοντας την αξία τους. Η αίσθηση πως δεν αξίζουν τελικά την αγάπη επιβεβαιώνεται, οπότε κωφεύουν στα μηνύματα της ζωής και της δημιουργικότητας, γιατί ο ψυχισμός τους αντηχεί αδιάκοπα την οδύνη.
Η απόγνωσή τούς κάνει να κρατιούνται από την συνήθεια, παρόλο που σκιρτήματα ζωής τούς αφυπνίζουν να επιλέξουν την επιθυμία τους και να τολμήσουν το πέταγμα στην ελευθερία που θα κάνει την ζωή να ανθίσει μέσα τους. Αναδημιουργούν παρόμοιες καταστάσεις, που βίωσαν στην παιδική τους ηλικία, αναζητώντας μέσα στον λαβύρινθο να βρουν την λύτρωση, προσπαθώντας να επουλώσουν τα τραύματά τους, αλλά αιχμαλωτίζονται από τις αντανακλάσεις που εκπέμπουν οικειότητα και τυφλώνονται παραμένοντας εκεί. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της παιδικής ηλικίας πνέει στις αποφάσεις τους και στροβιλίζονται στις ίδιες χορευτικές φιγούρες, προσφεύγοντας στο οικείο ως αγαπημένο, κι ας αποδεικνύεται μια ψευδαίσθηση, στην οποία καταφεύγουν, προσπαθώντας έτσι να ελέγξουν τα συναισθήματα που προκύπτουν. Ελπίζουν να κερδίσουν τον αγώνα που κάνουν, για να αισθανθούν εκείνη την αγάπη που εγγυάται η ολοκληρωτική παράδοση, αλλά ο αγώνας που κάνουν είναι άνισος και χάνουν τελικά την ελευθερία τους, γιατί υπερισχύει για μια ακόμα φορά ο έλεγχος.
Σχετίζονται με ανθρώπους, με τους οποίους νιώθουν τα ίδια συναισθήματα και τις προκλήσεις που βίωσαν ως παιδιά στις σχέσεις με τους γονείς τους, προσπαθώντας έτσι μάταια να νικήσουν τους παλιούς φόβους, την δυσαρέσκεια, την πικρία, την απογοήτευση από την ματαίωση της ατέρμονης προσμονής, γιατί είναι ο μόνος δρόμος που γνωρίζουν. Ενώ η δυσαρέσκεια είναι διάχυτη, εκείνοι αποσιωπούν για μια ακόμη φορά τα συναισθήματα τους και δεν αντιδρούν, νομίζοντας ένοχα πως για μια ακόμη φορά θα πρέπει να προσφέρουν γη και ύδωρ, για να έχουν εκείνον που αγαπούν κοντά τους, ακόμα κι αν εκείνος είναι ανήμπορος να ανταποκριθεί συναισθηματικά. Οι άνθρωποι ή οι καταστάσεις, που υποσυνείδητα επιλέγουν, τους αλλοτριώνουν, κάτω από ένα ανελέητο συμβιβασμό, γιατί, αν και προσπαθούν αδιάλειπτα να αντιμετωπίσουν την οδύνη, η ίδια η οδύνη τούς φαίνεται τόσο θελκτικά οικεία που παραδίδονται σε αυτήν, αποκαλώντας την έρωτα, πάθος, αγάπη. Κι όσο απομακρύνονται από αυτήν την σχέση, χωρίς να έχουν αποκτήσει τις δεξιότητες για να ενισχύσουν την αυτονομία τους, ένα θανατερό πέπλο σκεπάζει την απόφασή τους, αναστέλλει την αντίδρασή τους, γιατί έρχονται αντιμέτωποι με το παγωμένο σκοτάδι που τύλιξε την ύπαρξή τους στοιχειώνοντάς τους και ένα τρομακτικό κενό μοναξιάς καταβυθίζει την ελευθερία τους να δράσουν. Η σκέψη για αλλαγή μοιάζει τρομακτική για εκείνους, επειδή εγκυμονεί την ανασφάλεια που βίωσαν με τόσο επώδυνο τρόπο, και αυτό τους κάνει να μην τολμούν να διαφοροποιηθούν και να επιτρέψουν στον εαυτό τους να απελευθερωθεί. Επιστρατεύουν μηχανισμούς άμυνας, οι οποίοι σταδιακά, επειδή παρατείνονται, γίνονται παθολογικοί, από φόβο να μην σπάσουν τις αλυσίδες και διαφανεί μια αυθεντικότητα, της οποίας η θέα θα μπορούσε να τους πνίξει σε ένα ωκεανό συναισθημάτων, που δεν έχουν μάθει να κολυμπούν.
Έτσι, είτε παραμένουν αδύναμοι να κινηθούν αυτόνομα, εγκλωβισμένοι μιας ατέρμονης Ιώβειας αναμονής που τους φυλακίζει στα δεσμά της, είτε προκαλούν με θορυβώδεις τρόπους τους άλλους να πάρουν αποφάσεις για εκείνους ώστε να επιβεβαιωθούν για το νόημα της δικής τους προσπάθειας, είτε επιτίθενται κατά του εαυτού τους που δεν μπορεί να το κάνει, γεμίζοντας μομφές, κατηγορίες προς εκείνους, οπότε ο οίκτος τούς ντύνει με το μανδύα της ανημποριάς και της μιζέριας.
Η εξάρτηση γεννιέται στην παιδική ηλικία, όμως ο καθένας μας μεγαλώνοντας είναι υπεύθυνος για την ζωή του και τις αλλαγές του σε αυτήν. Ο εθισμός στον πόνο που προκαλεί κάθε εξαρτησιογόνα κατάσταση αποφεύγεται, όταν συμμετέχουμε σε προσωπικές διεργασίες αλλαγής και δούμε τον εαυτό μας με μια νέα οπτική που πυκνώνει την ύπαρξή μας, γαληνεύει τα εξωτερικά και εσωτερικά μας ακούσματα και μπολιάζει το ψυχικό και σωματικό μας δέρμα με ζωή.
Η αγάπη για τον άλλον προϋποθέτει να αγαπάμε τον εαυτό μας και να ικανοποιούμε τις επιθυμίες μας με σεβασμό προς εμάς και προς εκείνους που αγαπάμε. Για να αγαπήσουμε ουσιαστικά λοιπόν και να μπορέσουμε να αγαπηθούμε, χρειάζεται να έχουμε καλύψει τα ελλείμματα μας που έχουν να κάνουν με τις τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος. Όσο πιο γεμάτοι συναισθηματικά νιώθουμε, με την έννοια πως αποδεχόμαστε ολάκερο τον εαυτό μας με τις δυνατότητες και τις αδυναμίες μας, τόσο πιο ελεύθεροι αισθανόμαστε και άρα μπορούμε να αισθανθούμε ικανοποίηση από καθετί που μας εμπνέει για να το δημιουργήσουμε. Δεν εξαρτιόμαστε από αυτό, ώστε να το βλέπουμε σαν ένα μέσο να αναδημιουργήσουμε ότι χάσαμε, αλλά δεσμευόμαστε ουσιαστικά μαζί του και ανεξάρτητα από την έκβασή του, μας δίνει ικανοποίηση η προσπάθεια, γιατί η πορεία αλλά και η ολοκλήρωσή του έχει τον εαυτό μας σε αυτό, την αγάπη μας για αυτό, οπότε εξυψώνεται στο βλέμμα μας και στην καρδιά μας. Αν αισθανόμαστε πλήρεις, αγαπάμε ό,τι σχετιζόμαστε μαζί του, βλέποντας το ως κάτι διαφορετικό που η ενασχόλησή μαζί του μας εμπλουτίζει και μας απελευθερώνει.
Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’, Εκδόσεις Αραξοβόλι