Σαν τα φώτα σβήσουν στην πόλη των παιδιών
αφήνω το φαναράκι μου σε κάποια άγνωστη πόρτα
και βγαίνω στους δρόμους.
Έτσι απλά, γιατί έχω μέσα μου το δικό μου φως.
Το θρόισμα των φύλλων παιχνίδι
και συνομιλία με τον δροσερό αγέρα,
σκιές που θροΐζουν και αυτές
καθώς οι φλόγες των κεριών χορεύουν μέσα στη νύχτα.
Κάποτε μου είχες πει πως είναι αργά.
Μα τώρα πια μπορώ ακόμα
να βαδίζω κάτω από τις φτέρνες σου,
μπορώ ακόμα να αναπνέω την πρώτη σου ανάσα
και να αντικρίζω μπρος μου όλα εκείνα
που σε έκαναν να δακρύζεις από συγκίνηση και ευτυχία.
Μπορώ ακόμα να δονούμαι από τους ήχους
που τόσο αγάπησες,
να διαβαίνω τα πλακόστρωτα δρομάκια των εποχών,
να λαχταρώ,
να αγαπώ,
να υπομένω...
Σαν τα φώτα σβήσουν στην πόλη των παιδιών
βρίσκω ξανά το φαναράκι μου σε κάποια ξένη πόρτα.
Κάποιος μάλλον το χρειάστηκε,
ίσως να ήσουν και εσύ.
Προσπαθώ να ξεγελάσω τον εαυτό μου
λέγοντάς μου πως έκανα κάτι σωστό,
πως δεν βάδισα άδικα μέσα στο σκοτάδι,
ίσως να υπήρξε κάποιο νόημα.
Μέσα στο τόσο μικρό και μηδαμινό
κρύβεται, λένε,
το μέγα και το σημαντικό.
Μα άξιζε αυτό;
Άξιζε να πονέσεις και να υποφέρεις;
Δεν μπορώ να ξεγελάσω τον εαυτό μου,
δεν μπορώ...
Προσευχή.
Κάποτε μου είχες πει πως είναι αργά.
Ποτέ δεν ήταν,
ποτέ δεν θα είναι αργά.
Γιατί μέχρι το τέλος θα βαδίζω
με την καρδιά μου να χτυπάει
σαν φάρος εκεί μέσα στο σκοτάδι,
γιατί έχω μέσα μου το δικό μου φως·
το δικό σου φως.