Η πραγματικότητα της φτώχειας
“Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να καταστήσεις ακίνδυνους τους φτωχούς είναι να τους εκπαιδεύσεις να θέλουν να μιμούνται τους πλούσιους” Carlos Ruiz Zafón, 1964 Ισπανός συγγραφέας
Πολλά γράφονται κι ακούγονται για το μέγεθος της φτώχειας, δημοσιεύεται ένας σωρός μελετών με εκτιμώμενα ποσοστά σε διάφορες χώρες προσπαθώντας να απεικονίσουν με αριθμούς, ένα μέγεθος το οποίο δεν είναι ούτε μετρήσιμο ούτε αντικειμενικό. Η φτώχεια είναι ένα τελείως διαφορετικό φαινόμενο από εκείνο του υποσιτισμού και της εξαθλίωσης.
Θα μπορούσαμε να ορίσουμε την φτώχεια, ως την ανισότητα, τη διαφορά, την αδυναμία δυνατότητας πρόσβασης σε αυτό που η κοινωνία καθορίζει σαν “καλό” και “ωραίο” αποκλεισμός από τον κυρίαρχο τρόπο ζωής. Ένας επιβεβλημένος τρόπος ζωής που δεν είναι ποτέ ο τρόπος ζωής της πλειοψηφίας του πληθυσμού, αλλά ο τρόπος ζωής των πλουσίων, που δίνει τον τόνο με τον επιδεικτικό και προνομιούχο καταναλωτισμό του.
Αυτό που κάνει τους φτωχούς – φτωχούς, είναι η ασημαντότητα τους σε σύγκριση με ένα κοινωνικό-πολιτισμικό πρότυπο που προκαλεί και προσανατολίζει τις επιθυμίες.
Στο Περού, γίνεσαι φτωχός όταν είσαι ξυπόλητος, στην Κίνα όταν δεν έχεις ποδήλατο, στην Ευρώπη όταν δεν μπορείς να αγοράσεις αυτοκίνητο, στη δεκαετία του 1930 όταν δεν είχες τηλεφωνική συσκευή, στη δεκαετία του 1960 όταν δεν είχες τηλεόραση, το 1970 όταν δεν είχες έγχρωμη τηλεόραση κ.ο.κ.
Δημιουργείται το φαινόμενο του εκσυγχρονισμού της φτώχειας: το χρηματικό της επίπεδο ανεβαίνει επειδή τα καινούρια βιομηχανικά προϊόντα εμφανίζονται ως είδη πρώτης ανάγκης, διατηρώντας τα απρόσιτα για τον μεγαλύτερο αριθμό των ανθρώπων. Η μάζα πληρώνει όλο κι ακριβότερα, μία όλο και μεγαλύτερη ασημαντότητα.
Μόλις η μάζα κατορθώσει να αποκτήσει έναν τύπο προϊόντος, το προϊόν χάνει την αξία του, όπως στην περίπτωση του αυτοκινήτου, που απομειώνεται η αξία του από το γεγονός και μόνο ότι το χρησιμοποιεί η πλειοψηφία των ανθρώπων. Άλλες φορές πάλι, χωρίς το εκλαϊκευμένο προϊόν να χάσει την αξία χρήσης του, η βιομηχανία ρίχνει στην αγορά ένα “καλύτερο προϊόν” το προορίζει για την μειοψηφία και το εμφανίζει σαν την καινούρια μορφή “ευημερίας ώστε να διατηρηθεί η ανισότητα”.
Η ανανέωση αυτή καλλιεργεί την ψευδαίσθηση ότι το καινούριο είναι καλύτερο, δημιουργεί περισσότερες ανάγκες από αυτές που ικανοποιεί κι εντείνει τις στερήσεις.
Το ποσοστό της αύξησης της στέρησης ξεπερνά κατά πολύ το ποσοστό αύξησης της παραγωγής. Η λογική του πάντα καλύτερα αντικαθιστά τη λογική του καλού ως δομικού στοιχείου της λειτουργικότητας.
Με λίγα λόγια, αποδεικνύεται ότι κίνητρο της ανάπτυξης είναι η διατήρηση της ανισότητας: η υπάρχουσα δυναμική των κοινωνικών τάξεων παίζει το παιχνίδι των παραγωγών, που το επίτευγμα τους είναι μηδαμινό όσον αφορά στη βελτίωση του επιπέδου ζωής και που εξηγεί την ενίσχυση της ανάπτυξης μέσω της ζήτησης.
Τα αγαθά δεν αγοράζονται για την αξία χρήσης, αλλά για τη συμβολική λειτουργικότητα τους στην κοινωνική θέση, την απόδραση και την επικοινωνία, το άτομο χειραγωγείται κι εκπαιδεύεται στο να τα επιθυμεί. Το κοινωνικό περιβάλλον του επιβάλλει αυτόν τον τρόπο έκφρασης κι επιβεβαίωσης, ενώ παράλληλα του αρνείται τη δυνατότητα να αναπτύξει την προσωπικότητα του, στρέφοντας τις επιθυμίες του προς τον καταναλωτισμό.
Τι είναι εκείνο που διαστρεβλώνει τις ανάγκες και τις επιθυμίες σε επιθυμίες κατανάλωσης; Το γεγονός ότι, για την ικανοποίηση κάθε ανάγκης, το άτομο εξαναγκάζεται πρώτα απ’ όλα να εξαρτάται από θεσμούς και γιγάντιους μηχανισμούς που ξεφεύγουν από τη διάσταση του και τον έλεγχο του.
Ακόμα και για τον (απολυμασμένο) αέρα που αναπνέει, για το (εμφιαλωμένο ή με συντηρητικά) νερό που πίνει, για τον ήλιο (που του πουλάει η τουριστική βιομηχανία) και τη χαλάρωση (που του προμηθεύουν η βιομηχανία του θεάματος και η ραδιοτηλεόραση), το άτομο εξαρτάται από εμπορικούς και γραφειοκρατικούς μεγα-μηχανισμούς των οποίων δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από πελάτης υποταγμένος, ανίσχυρος, εκμεταλλευόμενος και πάντα ανικανοποίητος.
Αφού λοιπόν γίνει παθητικός, καθοδηγείται στο να ζητά από τους μεγα-μηχανισμούς που απολαμβάνουν την παροχή αγαθών μόνο μία υπευθυνότητα πληρέστερη και καλύτερη σχετικά με τις ανάγκες του, υποταγμένος έτσι στο απόλυτο μονοπώλιο. Το απόλυτο μονοπώλιο εγκαθιδρύεται όταν οι άνθρωποι εγκαταλείπουν την έμφυτη ικανότητα τους να κάνουν μόνοι τους ότι μπορούν για τον εαυτό τους και για τους άλλους, με αντάλλαγμα κάτι καλύτερο, που μόνο ένα όργανο εξουσίας μπορεί να παράγει για λογαριασμό τους.
Αυτός ο δεσποτισμός του μηχανισμού επιβάλλει την αναγκαστική κατανάλωση, μετατρέποντας έτσι το άτομο σε παθητικό καταναλωτή μιας μαζικής παραγωγής που μόνο οι μεγάλες βιομηχανίες μπορούν να εξασφαλίσουν. Τελικά ούτε οι στοιχειώδεις ανάγκες δεν μπορούν να ικανοποιούνται εκτός εμπορίου.
Ότι δεν έχει τιμή, δεν έχει αξία. Δεν πειράζει, φωνάζουν οι νέο-φιλελεύθεροι οικονομολόγοι, θα δώσουμε εμείς αξία στα πράγματα που δεν την έχουν ακόμη, στον αέρα, στο νερό, στο φως κι εννοείται στην ανθρώπινη ζωή. Γιατί, φυσικά, ούτε αυτήν λυπόμαστε.
Προβάλλεται επιτακτικά η ανάγκη μιας αλλαγής του τρόπου παραγωγής, ολόκληρης της οικονομικής συλλογιστικής που στα πλαίσια αυτής της προοπτικής το ουσιώδες δεν είναι να καθοριστεί ένα νέο πλήρες πολιτικό πρόγραμμα, αλλά να καθοριστεί μια καινούρια φανταστική διάσταση των πραγμάτων, ριζική και ανατρεπτική, η μόνη που θα επιτρέψει την αλλαγή στην συλλογιστική της εξέλιξης μας.
Αυτή η πρόταση ρήξης διάλυσης του οικονομικού συστήματος, μόνον έξω από τον μονοπωλιακό καπιταλισμό και τον γραφειοκρατικό σοσιαλισμό μπορεί να τεθεί, και ακόμα, έξω από κάθε αναφορά σε κάποιο υπαρκτό πρόσωπο, που αναπόφευκτα θα απαιτούσε παραχωρήσεις. Πρέπει πρώτα απ’ όλα να είναι μία αμφισβήτηση οποιασδήποτε νομιμότητας της εξουσίας και διπλή άρνηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της ολοκληρωτικής ολοκλήρωσης.
Όποιος νομίζει ότι η φτώχεια υπάρχει μόνο στις άδειες τσέπες, στα άδεια πορτοφόλια και στα άδεια τραπέζια κάνει λάθος.
Έχει φωλιάσει σε κάθε κοινωνική δραστηριότητα κι εκδήλωση, στην εκπαίδευση, στην υγεία, στον πολιτισμό, στη δημιουργικότητα μας, στη φαντασία μας, στις ανθρώπινες σχέσεις, στη δημοκρατία.
Αυτή είναι η πραγματική φτώχεια μας κι όχι ένα μέγεθος αυστηρά υποκειμενικό και μη μετρήσιμο, όπως αυτό που προσπαθούν να μας πείσουν ότι είναι.
Louis Rationero