Δικαστή μου
Όχι. Δεν έχουμε τίποτα να πούμε εμείς οι δυο
Εσύ είσαι ανεβασμένος στην έδρα
Κι εγώ στο σταυρό
Από ‘κει που βρίσκεσαι διάλογος δεν γίνεται
Εσύ κρατάς τη ζωή μου στην άκρη της πέννας σου
Και την πετάς σαν πιτσιλιά μελάνι
Εσένα σε δέσανε στο καθήκον
να μοιράζεις αδικία με ψευδώνυμα
Εσύ είσαι απόγονος κάποιου χασάπη
ή κάποιου βασιλιά
Εγώ είχα πατέρα τον ιδρώτα
Εσύ
Με κάποιαν απόφαση που δεν είναι δική σου
Τιμωρείς ένα έγκλημα που δεν είναι δικό μου
Και μόνο το χέρι σου – δικαστή μου
Μόνο το χέρι σου, αυτό, που τρέμει
Μόνο αυτό είναι δικό σου
Φίλε. Δεν είσαι Φαρισαίος
Αν δίνεις το θάνατο με τόση ευκολία
Είναι γιατί τον τρέμεις πιο πολύ
Σου ράψανε στη ράχη
Το αποφόρι του Λογιόλα
Και το φορείς για δικαστική τήβεννο
Μα τα ξένα ρούχα, δικαστή μου
Τα ξένα ρούχα ήταν πάντα ανυπόφορα
Προπάντων τα επίσημα Δικαστή μου
Που φόρεσες τα γυαλιά για… να μη βλέπεις – θάρρος!
Γρήγορα θα τελειώσει η ποινή σου
Η ποινή σου να μοιράζεις ξένες ποινές
Για να γλυτώσεις την δική σου
Γρήγορα θα δικάζεις πάλι κατά Νόμον
Και «κατά κρίσιν δικαίου ανδρός»
Μα τώρα πνίγηκαν κι οι κρίσεις κι οι νόμοι
Μες το αίμα που ‘χυσε η πένα σου
Τώρα
Είσαι ένας τυφλός σκοπευτής της καρδιάς μου
Που τίποτα δεν είδε, και τίποτα δεν άκουσε
Γιατί στις πέντε η ώρα το πρωί
(την ώρα που οι αθώοι πεθαίνουν)
οι Δικαστές κοιμούνται
Μα, κύριε, ξέρε το!
Πως κάθε μέρα εκτελείς τον ίδιο κατάδικο
Κάθε μέρα εκτελείς τον ίδιο αθώο
Κι όταν θα χρειαστεί να εκτελέσεις κι έναν ένοχο
Θα βρεθείς μπροστά στον εαυτό σου
Απάνθρωπε Κύριε!
Το κουδούνι που κρατάς
Είναι η νεκρώσιμη καμπάνα σου! Και τώρα
Πήγαινε να κρεμάσεις την τήβεννό σου!
(αυτήν που γεμίζεις με το ανάξιο κορμί σου)
ώσπου να στην γεμίσει ο αέρας! Πήγαινε!
Το σπαθί και το φιλί
(εκδ. Δωρικός – 1967)