Μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα, με ελληνική συμμετοχή, έθεσε στο μικροσκόπιό της τις επιστημονικές έρευνες και τις σχετικές ιατρικές ανακοινώσεις που κάνουν οι ερευνητές, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως όχι σπάνια περιέχουν υπερβολές.
Για αυτές τις υπερβολές σε μεγάλο βαθμό δεν φταίνε οι δημοσιογράφοι που γράφουν τις αντίστοιχες ειδήσεις, αλλά οι ίδιες οι ανακοινώσεις, που σκοπίμως υπερβάλλουν για να τραβήξουν την προσοχή του κοινού.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τους καθηγητές Πέτροκ Σάμνερ και Κρις Τσέιμπερς του Πανεπιστημίου του Κάρντιφ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό «British Medical Journal», ανέλυσαν 462 δελτία Τύπου και ανακοινώσεις ιατρικού και βιοϊατρικού περιεχομένου, οι οποίες έγιναν από 20 κορυφαία βρετανικά πανεπιστήμια και ινστιτούτα.
Οι ερευνητές, μεταξύ των οποίων ο ελληνικής καταγωγής Χρήστος Βενέτης, απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, συσχέτισαν αυτές τις ανακοινώσεις με τις πρωτογενείς έρευνες που δημοσιεύθηκαν στα επιστημονικά περιοδικά, καθώς και με τα εκατοντάδες δημοσιεύματα σε διάφορα μέσα ενημέρωσης που ακολούθησαν μετά τη δημοσιοποίηση των ανακοινώσεων από τους επιστήμονες.
Η πρώτη βασική -και κάπως ανησυχητική- διαπίστωση ήταν ότι το 40% των δελτίων Τύπου και ανακοινώσεων περιείχε υπερβολικές και αδικαιολόγητες συμβουλές (που δεν περιλαμβάνονταν στην πρωτογενή δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό), το 33% είχε υπερβολικούς και αδικαιολόγητους ισχυρισμούς (για κάποια υποτιθέμενη σχέση αιτίου – αποτελέσματος), ενώ το 36% έβγαζε υπερβολικά συμπεράσματα ότι τα ευρήματα ισχύουν και για τους ανθρώπους, παρόλο που τα πειράματα είχαν γίνει αποκλειστικά σε ζώα.
Η δεύτερη -επίσης ανησυχητική- διαπίστωση ήταν ότι μετά τις αρχικές υπερβολές των ίδιων των ερευνητών ακολουθεί ένα δεύτερο, μάλλον αναπόφευκτο, κύμα υπερβολών από τα δημοσιογραφικά πλέον δημοσιεύματα.
Η έρευνα έδειξε ότι το 58% των δημοσιευμάτων περιείχε υπερβολές σε σχέση με τις συμβουλές, το 81% υπερβολικούς ισχυρισμούς και το 86% υπερβολικά συμπεράσματα για τους ανθρώπους από μελέτες που διεξήχθησαν μόνο σε πειραματόζωα.
Όταν, όμως, οι ίδιοι οι επιστήμονες φρόντιζαν οι αρχικές ανακοινώσεις τους προς τον Τύπο να είναι ακριβείς και χωρίς υπερβολές, τότε οι υπερβολές των μέσων ενημέρωσης ήταν σημαντικά περιορισμένες στο 17% (συμβουλές), 18% (ισχυρισμοί) και 10% (επέκταση στους ανθρώπους των μελετών σε ζώα).
Αν και συχνά τα μέσα ενημέρωσης κατηγορούνται (και από τους επιστήμονες) για «κιτρινισμό» και «λαϊκισμό», με στόχο να τραβήξουν το μάτι του αναγνώστη, η νέα έρευνα δείχνει ότι -τουλάχιστον στο πεδίο της επιστήμης και της υγείας- το πρόβλημα ξεκινά πολύ συχνά από την πηγή της είδησης.
«Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι, στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι υπερβολές δεν ξεκινούν εκ του μηδενός στα μέσα ενημέρωσης, αλλά ήδη προϋπάρχουν στις ανακοινώσεις που κάνουν οι επιστήμονες και τα ιδρύματά τους» επισημαίνουν οι ερευνητές και καλούν τη διεθνή επιστημονική κοινότητα να πάρει πιο σοβαρά το ζήτημα και να βελτιώσει την κατάσταση, ώστε να μην παρασύρεται το κοινό, ιδίως για θέματα υγείας, είτε με λανθασμένες συμβουλές είτε με παραπλανητικές ελπίδες.
Όπως τονίζει η νέα διαφωτιστική μελέτη, σε σημαντικό βαθμό η αιτία για τις υπερβολές αυτές είναι μια εντεινόμενη κουλτούρα ανταγωνισμού μεταξύ των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων διεθνώς, στην προσπάθειά τους να αυτοπροβληθούν και να προσελκύσουν περισσότερα «μυαλά» και χρηματοδοτικά κονδύλια.
Είναι ένα παιγνίδι εντυπώσεων, που καταντά σε μερικές περιπτώσεις να διαστρεβλώνει την ουσία.