Συνήθως στο άκουσμα της λέξης “αποπλάνηση” το πονηρό και ποταπό μυαλό του καθενός από εμάς αρχίζει και βαδίζει σε συγκεκριμένα, ίσως και ‘επικίνδυνα’ μονοπάτια. Δηλαδή;
Με αφετηρία τη λέξη αυτή οι συνειρμοί που πιθανότατα κάνει κάποιος περιστρέφονται γύρω από το ερωτικό παιχνίδι και την ανεμελιά του φλερτ.
Στην περίπτωση που διαθέτει ακόμα μεγαλύτερη φαντασία, μπορεί να φτάσει και μέχρι την εξαπάτηση και την προδοσία.
Στην πραγματικότητα όμως, η αποπλάνηση είναι μία ευρεία έννοια που δεν περιορίζεται μόνο στο φαινόμενο του ερωτικού παιχνιδιού, αντίθετα έχει πολλές διαστάσεις.
Η αποπλάνηση εμφανίζεται σε κάθε έκφανση της ζωής που εμπεριέχει την αναζήτηση, είτε αυτή αφορά την αναζήτηση ενός άλλου προσώπου είτε την αναζήτηση της επαφής με τον ενδότερο εαυτό, την αναζήτηση ενός στόχου, μίας ανακάλυψης…
Παρόλα αυτά, θαρρώ πως θα είναι πιο ‘πικάντικο’ αν καταπιαστεί κανείς με την έννοια που τουλάχιστον οι περισσότεροι είχαμε αρχικά στο νου μας.
Όμως, τι είναι ακριβώς αποπλάνηση; Αποπλανώ σημαίνει καταρχήν ‘εκτρέπω της ευθείας οδού, οδηγώ κατά μέρος’ και προέρχεται από το πρόθεμα ‘από’ που σημαίνει μακριά από και από το ρήμα ‘πλανώ’ που σημαίνει παρασύρω. Έτσι, με αυτούς τους όρους ένα άτομο που έχει αποπλανηθεί στην ουσία έχει αποσπασθεί από μία συγκεκριμένη ροή πραγμάτων, έχει οδηγηθεί αλλού. Όπου τον πάει ο άνεμος ακολουθεί και αυτός. Ξαφνικά, είναι ανίσχυρος, δεν μπορεί να ελέγξει τις καταστάσεις.
Σύμφωνα με τον ψυχαναλυτή και μελετητή της σκέψης του Jung, Aldo Carotenuto «η αποπλάνηση ορίζει ένα ιδιαίτερο κυκλικό χορό, εκείνου του Εαυτού σε σχέση με τον Άλλον. Πρόκειται για έναν χορό με ασυνήθιστο ρυθμό, τον ρυθμό της προσέγγισης και της απομάκρυνσης, της παρουσίας και της απουσίας, του απόλυτου νοήματος και της ολοκληρωτικής απώλειας και διαστρέβλωσης οποιουδήποτε νοήματος εμπρός στο άγνωστο που ενσαρκώνει ο άλλος σαγηνεύοντάς μας και αποπροσανατολίζοντάς μας».
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους κάποιος μπορεί να θέσει τον εαυτό του στην τροχιά ενός αποπλανητικού και συνάμα σαγηνευτικού παιχνιδιού. Αυτό, όμως που αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι όροι με τους οποίους κάποιος θα επιλέξει να μπει στο παιχνίδι αντανακλούν το πώς βιώνει τόσο τον εαυτό του, όσο και τη σχέση του με το αντικείμενο του πόθου του. Έτσι, λοιπόν, η αποπλανητική συμπεριφορά γενικά αποτελεί ένα τερτίπι στο οποίο προσφεύγει κάποιος με σκοπό να δημιουργηθεί ένας δεσμός εξάρτησης του άλλου προσώπου.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί: ‘μα επιτέλους, όλοι-ες είναι ίδιοι-ιες;’. Προς ανακούφιση πολλών η απάντηση είναι αρνητική. Γιατί αυτό που διαφοροποιεί τον υποψήφιο Δον Ζουάν από ένα άλλον είναι ο απώτερος στόχος που υποβόσκει πίσω από αυτή την συμπεριφορά. Πρόκειται, δηλαδή, για μία διαδικασία που γίνεται με σκοπό την ειλικρινή και αυθόρμητη προσέγγιση του άλλου ή αντίθετα υπαγορεύεται από μία ψυχαναγκαστική ανάγκη κάποιου να εισπράξει τον θαυμασμό του σημαντικού(;) άλλου ώστε να επιβεβαιώσει την αυτο-εικόνα του, να ενισχύσει το εγώ του;
Ο Aldo Carotenuto προτείνει δύο μορφές αποπλάνησης: την αποπλάνηση ως ‘στόχο’ και την αποπλάνηση ως ‘μέσο’. Στην πρώτη περίπτωση η αποπλανητική συμπεριφορά μεταφράζεται ως μία απόπειρα προσέγγισης, όπου αναγνωρίζεται η διαφορετικότητα του άλλου. Με άλλα λόγια, ο ‘αποπλανών’ εκθέτει τον εαυτό του στην αβεβαιότητα της πρόκλησης και παράλληλα αποδέχεται την άγνωστη παράμετρο της επιθυμίας του άλλου. Ο τελευταίος, δηλαδή, μπορεί και να ανταποκριθεί, αλλά μπορεί και όχι. Υπάρχει η θεμελιώδης ελευθερία αυτού που έχει απέναντί του.
Στην αποπλάνηση που ορίστηκε ως ‘μέσο’ οι όροι του παιχνιδιού είναι τελείως διαφορετικοί. Σε αυτή την περίπτωση, ο αποπλανών αντιμετωπίζει τον υποψήφιο ‘αποπλανημένο’ σαν ένα αντικείμενο του πόθου που επιδιώκει να κατακτήσει και να εξουσιάσει. Ο άλλος δεν αντιμετωπίζεται ως διαφοροποιημένο άτομο, αλλά λειτουργεί ως παραμορφωτικός καθρέφτης που θα επιβεβαιώσει τη δική του αίσθηση του εαυτού.
Στην αποπλάνηση αυτού του είδους, λοιπόν, υπάρχει μία διπλή διάσταση: η άσκηση της εξουσίας και η θεοποίηση του εαυτού. Εδώ, ο αποπλανών προσπαθεί να κατευνάσει αδύναμες πλευρές του εαυτού αναζητώντας το θαυμασμό από έναν αρχικά εξιδανικευμένο άλλο, ώστε να επιβεβαιώσει την αυτο-εικόνα, δηλαδή, ‘αποπλανώ άρα υπάρχω’.
Όμως, όταν αυτό δεν είναι εφικτό, ο άλλος απορρίπτεται ως αδύναμος και έτσι ο εαυτός εμφανίζεται με το ρόλο του ‘περιφρονητή’, ενώ στον αντίθετο πόλο της ανταπόδοσης, ο άλλος αναλαμβάνει το ρόλο του ‘περιφρονημένου’. Επομένως, το εσωτερικό δίλημμα που τριβελίζει το μυαλό του ανθρώπου ‘επιχείρηση-αποπλάνηση’ είναι «ή θα δέχομαι τον θαυμασμό του προσώπου που θαυμάζω ή θα νιώθω εκτεθειμένος» και στη συνέχεια «αν είμαι εκτεθειμένος ή θα νιώθω περιφρόνηση για τον άλλο ή θα νιώθω ότι ο άλλος με περιφρονεί».
Στην πραγματικότητα, μέσω της διαδικασίας της υποτίμησης στην οποία προσφεύγει, αρνείται να αποδώσει στον άλλο ιδιαιτερότητα και μοναδικότητα που θα προσέδιδαν μία βαρύτητα στην επιλογή της ανταπόκρισής του. Αυτό που εκδηλώνει τελικά με τη συμπεριφορά του είναι ότι δεν έχει ανάγκη τον άλλον. Όμως, αυτό που τελικά λανθάνει είναι ότι δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του την πολυτέλεια να έχει ανάγκη, γιατί είναι πολύ τρωτός ώστε να αντέξει αυτό το αβάσταχτο για τον ίδιο φορτίο.
Ο τρόπος λοιπόν με τον οποίο κάποιος ξετυλίγει περίτεχνα το αποπλανητικό του ταπεραμέντο προσδιορίζει το πώς βιώνει τόσο τη δική του υποκειμενικότητα, όσο και την υπόσταση του άλλου. Από την άλλη, φαίνεται ότι η διάκριση των ρόλων μεταξύ ‘αποπλανώντος’ και ‘αποπλανημένου’ ίσως τελικά να μην είναι και τόσο ξεκάθαρη.
Πρόκειται για δύο ρόλους αλληλοσυμπληρωματικούς, καθώς αποπλανούμε στο βαθμό που έχουμε ήδη αποπλανηθεί. Άλλωστε, όπως επισημαίνει και ο Carotenuto «το παιχνίδι της αποπλάνησης ισοδυναμεί με ένα παιχνίδι αντιαποπλάνησης που αναχαιτίζει τις αποπλανητικές ικανότητες του άλλου»… και έτσι διαγράφεται η πορεία ενός φαύλου κύκλου…