Σε μια πέτρινη θυρίδα
στον τοίχο του περιβολιού,
ο πατέρας φύλαγε
ένα κυρτό μαχαίρι,
ένα σκοινί δεμένο σε θηλιά
και μια μεγάλη πέτρα,
ολοστρόγγυλη και λεία.
στον τοίχο του περιβολιού,
ο πατέρας φύλαγε
ένα κυρτό μαχαίρι,
ένα σκοινί δεμένο σε θηλιά
και μια μεγάλη πέτρα,
ολοστρόγγυλη και λεία.
Πολλές φορές,
ακόνιζε στην πέτρα το μαχαίρι
κι άλλοτε
έσφιγγε τον κόμπο στη θηλιά.
ακόνιζε στην πέτρα το μαχαίρι
κι άλλοτε
έσφιγγε τον κόμπο στη θηλιά.
Ήμουν μικρή ακόμη.
Όταν μεγάλωσα
και τα μαλλιά του
είχαν γίνει πια μπαμπάκι,
το μαχαίρι,
το σκοινί
κι η πέτρα
ήταν στη θέση τους ακόμη:
το μαχαίρι είχε σκουριάσει,
το σκοινί, γεμάτο ξέφτια, είχε φυράνει
η πέτρα έμενε ολοστρόγγυλη και λεία.
και τα μαλλιά του
είχαν γίνει πια μπαμπάκι,
το μαχαίρι,
το σκοινί
κι η πέτρα
ήταν στη θέση τους ακόμη:
το μαχαίρι είχε σκουριάσει,
το σκοινί, γεμάτο ξέφτια, είχε φυράνει
η πέτρα έμενε ολοστρόγγυλη και λεία.
«Να τα πετάξουμε, πατέρα;»
«Πετάξετέ τα, άμα πεθάνω.»
«Πετάξετέ τα, άμα πεθάνω.»
Όταν, μετά το θάνατό του,
γίνανε όλες οι μελαγχολικές εκκαθαρίσεις,
δεν άφησα κανέναν να πειράξει
το μαχαίρι,
το σκοινί
και, προπαντός, την πέτρα.
γίνανε όλες οι μελαγχολικές εκκαθαρίσεις,
δεν άφησα κανέναν να πειράξει
το μαχαίρι,
το σκοινί
και, προπαντός, την πέτρα.
Ήταν του πατέρα μας όλη η ζωή:
ήταν το μαχαίρι της σφαγής,
το σκοινί της κρέμασης
κι η πέτρα της υπομονής.
ήταν το μαχαίρι της σφαγής,
το σκοινί της κρέμασης
κι η πέτρα της υπομονής.
Σαν τον ήρωα του παραμυθιού
που πια είχα διαβάσει
ο πατέρας
σ’ όλη του τη ζωή ρωτούσε:
«Να σφαγώ, να κρεμαστώ, γιά, να ’πομείνω;»
που πια είχα διαβάσει
ο πατέρας
σ’ όλη του τη ζωή ρωτούσε:
«Να σφαγώ, να κρεμαστώ, γιά, να ’πομείνω;»
Η πέτρα απαντούσε πάντα τελευταία,
γιατί,
με μια μονάχα λέξη,
μπορούσε να πετρώνει την απελπισία:
υπομονή.
γιατί,
με μια μονάχα λέξη,
μπορούσε να πετρώνει την απελπισία:
υπομονή.