Τό Ιερό Ευαγγέλιο μας μιλάει γι’ αυτό.
Καί ό Δίκαιος Κριτής, ό φιλάνθρωπος Χριστός μας,
γιά νά ξεχωρίσει τούς καλούς άπό τούς κακούς,
θέτει ώς κριτήριο τήν έμπρακτη άγάπη,
καί μάλιστα τήν άγάπη εκείνη πού γίνεται μέ εύκολο τρόπο.
Ο Υιός του Θεού έγινε καί Υιός του ανθρώπου,
καί επήρε έπάνω Του όλη τήν ανθρώπινη φύση,
οπότε κάθε ανθρωπάκος είναι δικός Του,
άκόμα καί ο μή χριστιανός, ό όποιος μέ τή σάρκωση,
τόν Σταυρό, καί τήν Ανάσταση του Ιησού
εγινε δυνάμει χριστιανός, αντιπροσωπεύεται από τόν Κύριο.
Καί μάς έδωσε ’Εκείνος τήν εύκολη άγάπη.
Μας είπε, δηλαδή, «Επείνασα καί μου δώκατε νά φάω,
εδίψασα καί μέ ποτίσατε,
καί ήμουν γυμνός καί μέ σκεπάσατε».
Οι βασικές, άπόλυτες, ανθρώπινες ανάγκες.
Όποιος πεινά πραγματικά, λίγο ψωμάκι θέλει-
καί οποίος διψά, λίγο νεράκι,
καί μάλιστα στήν Παλαιστίνη ήταν λιγοστό.
Καί όποιος δέν έχει νά βάλει τίποτα επάνω του,
ένα ρουχαλάκι χρειάζεται.
Πολύ σπουδαία αυτά.
Καί μάλιστα απευθύνεται εδώ ό Χριστός στή φιλαυτία μας.
Καί μείς αν πεινάγαμε, θά θέλαμε νά μας δώσουν νά φάμε
καί αν διψάγαμε, θά θέλαμε νά μάς ποτίσουν
κι άν δέν είχαμε ρούχο νά βάλουμε επάνω μας,
θά θέλαμε ένα ρουχαλάκι.
Έ, αύτό πού θέλουμε εμείς, τό θέλουν ακριβώς καί οί άλλοι.
Οι άλλοι, οί χριστιανοί αδελφοί μας,
καί οι υπόλοιποι συνάνθρωποι, τά πλάσματα του Θεού.
Καί στή συνέχεια
ό Κύριος λέγει άλλες τρεις καταστάσεις ανθρώπων:
τούς φυλακισμένους, τούς άρρωστους, καί τούς ξένους.
Είναι κακό ή φυλακή,
και μάλιστα νά είσαι μέσα άδικα κρατούμενος.
Είναι κακό ή ξενιτειά, διότι δέν έχεις κανέναν,
δέν νοιώθεις στήριγμα, αισθάνεσαι μόνος.
Καί ακόμα, ή αρρώστια καί ή ανημπόρια,
κι ή κατάκλιση στό κρεββάτι είναι άπό τά πιό σοβαρά.
Νομίζεις πώς πεθαίνεις, πώς χάνεσαι, πώς φεύγεις.
Κι αν έλθει κάποιος νά σέ δει, σου φέρνει τή ζωή,
σου δίνει τήν ευχή νά γίνεις καλά.
Καί τότε παίρνεις τά πάνω σου, παίρνεις δύναμη.
Καί σημειώνουν οί πατέρες καί ερμηνευτές
ότι ό Κύριος δέν θά μας πει:
«Γιατί δέν ανακτήσατε καί δέν κάματε καλά τόν πεθαμένο;
Γιατί δέν βγάλατε άπό τη φυλακή τόν φυλακισμένο;
—δέν είναι κι εύκολο—
καί γιατί δέν δώσατε τά πάντα στόν ξένο;...»,
άλλά «...γιατί δέν τόν έπισκεφθήκατε;».
Είχαμε πάει κάποτε στή φυλακή μ’ ένα συνάδελφο,
νά ειδούμε έναν άνθρωπάκο του λαού,
πού έλεγε πώς ήταν άδικα κρατούμενος.
Μόλις μας είδε, πηδούσε άπ’ τήν χαρά του·
λές τού προσφέραμε τόν Παράδεισο.
Κι είπαμε μέ τόν παπά φεύγοντας,
καί νοιώθαμε μεγάλη χαρά,
πώς πήγαμε καί είδαμε τόν Χριστό στή φυλακή,
καί πήραμε άπ’ τή χαρά του Χριστού.
Είναι πολύ σημαντικά αυτά.
Μέ απλά πράγματα, μέ απλές κινήσεις, μέ απλές πράξεις,
καί μέ τά ποδαράκια καί τά χεράκια μας
μπορούμε νά κάνουμε τόσα καλά
στους εν Χριστώ άδελφούς μας
καί στά υπόλοιπα ανθρωπάκια.
Μπορούμε νά κάνουμε.
Άλλά τί κάνουμε;
Άμελούμε.
Άμελούμε καί μας ξεφεύγει τό καλό άπό τά χέρια.
Περνάει ό καιρός, διαβαίνουν οί χρόνοι,
γερνάμε καί μετά είμαστε ανήμποροι νά κάνουμε τίποτα,
καί κτυπάμε κάποτε καί τό κεφάλι μας.
Ό Κύριος, λοιπόν, Ίησους Χριστός, στή Δευτέρα Παρουσία,
αυτές τίς πράξεις μας θά βάλει μπροστά,
καί μέ βάση αυτές θά μας κρίνει, γιατί Εκείνος,
τηρουμένων των αναλογιών, ήλθε στή γή γιά νά μάς ελεήσει,
γιά νά μας θρέψει μέ τόν ουράνιο καί υπερουράνιο άρτο,
τό Σώμα καί τό Αίμα Του,
νά μάς ποτίσει μέ τό αθάνατο νερό,
πού ’ναι τό άγιο Πνεύμα καί ή Θεία Του Χάρις,
καί νά μάς ντύσει μέ τόν χιτώνα τής αφθαρσίας,
καί νά μάς βγάλει άπό τή φυλακή
καί τόν εγκλωβισμό του εγωισμού καί τής φιλαυτίας,
καί νά μάς κάμει δικούς Του, πού ’μαστε ξένοι,
καί νά μάς θεραπεύσει, πού ’μαστε άρρωστοι
ψυχή τε καί σώματι.
Οί κακοί δέν θά καταλάβουν τίποτα στή Δευτέρα Παρουσία,
γιατί ποτέ δέν κατάλαβαν ούτε τόν Χριστό,
ούτε τόν συνάνθρωπο,
γι’ αύτό καί αποκόπτονται
καί πηγαίνουν στήν βασιλεία του σκότους καί του διαβόλου.
Καί δέν θά τούς στείλει ο Χριστός· θά πάνε μόνοι τους εκεί,
γιατί εκεί άνήκουν.
Ενώ οί καλοί θά μείνουν μαζί μέ τόν Χριστό,
γιατί Του ανήκουν.
Ας μας φωτίσει ό Χριστός
νά κάνουμε πάντοτε έμπρακτη άγάπη,
κι αύτή θά είναι ο καλύτερος συνήγορός μας
κατά τή Δευτέρα Του Παρουσία.
Αρχιμ.Ανανίας Κουστένης