«Δεν μ' αγαπάει κανείς». Αύτη ή φράση ακούγεται συχνά από τα χείλη πολλών ανθρώπων γύρω μας. Την ακούμε όχι μόνο από ανθρώπους μοναχικούς, εγκαταλειμμένους σε γηροκομεία, νοσοκομεία, άσυλα ανιάτων... Άλλα κάποιες φορές ακόμη και από στόματα ανθρώπων πού ζουν δίπλα μας- από συγγενείς και φίλους, από συζύγους και παιδιά. Κάποιες φορές μάλιστα μπορεί να στριφογυρίζει ή φράση αυτή και στη δική μας σκέψη, και να ακούγεται με παράπονο και μελαγχολικά μέσα από τα βάθη και της δικής μας καρδιάς.
Είναι αλήθεια βέβαια πώς στην εποχή μας ή αγάπη έχει εισέλθει στην κατάψυξη. Αγριέψαμε οι άνθρωποι και δεν ξέρουμε ν' αγαπούμε, ή δεν θέλουμε ν' αγαπούμε. Γι’ αυτό βλέπει κανείς έκδηλα τα σημάδια αυτής της καταστάσεως: προβληματικές οικογενειακές σχέσεις, διαζύγια, μελαγχολίες, ψυχολογικά προβλήματα. Κατέβηκε επικίνδυνα το θερμόμετρο της αγάπης στις καρδιές των ανθρώπων, και ανέβηκε ή παγωνιά της αδιαφορίας και του εγωκεντρισμού. Και σήμερα ζούμε όλοι μας την ακαταστασία και τη διαταραχή στις ανθρώπινες σχέσεις. Είναι μάλιστα κάποιες στιγμές πού αισθανόμαστε μέσα στο σπίτι μας τόσο μόνοι όσο ποτέ άλλοτε. Στις δύσκολες αυτές ώρες αντηχεί διαρκώς στη σκέψη μας ή κραυγή: «Δεν μ' αγαπάει κανείς». Και περιμένουμε από τούς άλλους να μάς δείξουν αγάπη. Κι επειδή δεν βρίσκουμε ανταπόκριση, απογοητευόμαστε.
Τί φταίει λοιπόν; Κανείς δεν μάς αγαπάει;
Δεν μάς αγαπάει ό σύζυγος ή ή σύζυγος; Δεν μάς αγαπούν τα παιδιά μας; Οι φίλοι μας, οι άλλοι συγγενείς μας; Και γιατί ειδικά εμάς να μη μάς αγαπάει κανείς; Μήπως ή κραυγή απελπισίας «δεν μ' αγαπάει κανείς» κρύβει κάποιο λάθος; Μήπως φταίμε κάπου κι εμείς; Μήπως εμείςμε το χαρακτήρα μας δυσκολεύουμε τούς άλλους να μάς αγαπήσουν; Το πρώτο λοιπόν πού θα πρέπει να σκεφθούμε σοβαρά είναι εάν εμείς με τις ιδιορρυθμίες μας ή κάποιες κακές μας συνήθειες, με τούς εγωισμούς μας, τη σκληροκαρδία μας ή την υπερευαισθησία μας δυσκολεύουμε τούς άλλους να μάς αγαπήσουν. Ή κάποιες φορές μπορεί να έχουμε υπερβολικές και ειδικές απαιτήσεις από τούς άλλους. Η τέλος μπορεί να μάς αγαπούν πραγματικά οι άλλοι γύρω μας κι εμείς να μην το καταλαβαίνουμε.
Κι έπειτα αν υποθέσουμε ότι το πρόβλημα είναι μόνο στους άλλους - πράγμα λογικά αδύνατο - θα πρέπει να σκεφθούμε και κάτι άλλο: Μήπως και πάλι φταίμε κι εμείς, διότι ζητούμε διαρκώς από τούς άλλους να μας αγαπούν, κι εμείς δεν θέλουμε να τούς δείχνουμε αγάπη; Έτσι, εάν ζητιανεύουμε διαρκώς την αγάπη των άλλων, ίσως να μην τη βρούμε ποτέ. Εάν όμως την προσφέρουμε εμείς πρώτοι, θα την πάρουμε πίσω πολλαπλάσια. Διότι εάν μάθουμε εμείς πρώτοι να αγαπούμε τον κάθε άνθρωπο πού έβαλε ό Θεός δίπλα μας, τότε και οι άλλοι θα μας αγαπούν.
Αυτό άλλωστε έκανε ό Θεός σε μας τούς ανθρώπους, πού δεν αξίζαμε την αγάπη του. «Αυτός πρώτος ήγάπησεν ημάς». Αυτός «έκλινεν ουρανούς και κατέβη» σε μας τούς αποστάτες και αμαρτωλούς, πού δεν αξίζαμε την αγάπη του (Α' Ίω. δ' 19, Ψαλμ. ιζ' 10). Και μας δίδαξε έτσι ότι εμείς πρώτοι πρέπει να αγαπούμε τούς άλλους- όποιοι κι αν είναι αυτοί. Να αγαπούμε ακόμη και τούς προβληματικούς, τούς δύσκολους, τούς ατίθασους... τούς εχθρούς μας.
Αυτό βέβαια το λέμε εύκολα, το ξέρουμε, αλλά στην πράξη διαπιστώνουμε ότι είναι πολύ δύσκολο. Εμείς συχνά δυσκολευόμαστε να αγαπήσουμε ακόμη και κάποιους στενούς συγγενείς μας. Και μάλιστα στεκόμαστε συχνά σε αφορμές συνήθως ασήμαντες: ένα μικρό τους λάθος, έναν τραχύ λόγο, μια αδέξια συμπεριφορά. Και τα αισθήματα μας παγώνουν. Μάς ενοχλεί ακόμη και ή παρουσία τους. Μάς εκνευρίζει ή συμπεριφορά τους. Δεν ανεχόμαστε την ανάσα τους δίπλα μας. Ακόμη και ή θύμηση τους κάποτε δημιουργεί μέσα μας αναστάτωση. Και γι' αυτό συχνά αναρωτιόμαστε: Πώς να αγαπήσω αυτόν τον εγωιστή, πώς να συμπαθήσω τον δύστροπο σύζυγο ή την πεθερά μου, τον παράξενο συνεργάτη ή φίλο; Μα έδώ ακριβώς βρίσκεται όλο το μεγαλείο και ή τελειότητα της εν Χριστώ ζωής. «Εάν γάρ άγαπήσητε τούς αγαπώντας υμάς, τίνα μισθόν έχετε; ουχί και οι τελώναι το αυτό ποιούσι;», μάς έρωτα ό Κύριος. Εάν αγαπήσετε μόνο εκείνους πού σάς αγαπούν, ποιά ανταμοιβή περιμένετε από τον Θεό; Το ίδιο δεν κάνουν και οι αμαρτωλοί τελώνες; Γι’ αυτό ό Κύριος στη συνέχεια μάς ζητά να γίνουμε τέλειοι δείχνοντας αγάπη προς όλους, όπως είναι τέλειος και ό ουράνιος Πατέρας μας, ό Θεός της αγάπης (Ματθ. ε' 46, 48).
Να μάθουμε λοιπόν να αγαπούμε εμείς πρώτα αυτούς πού νομίζουμε ότι δεν μάς αγαπούν, ή αυτούς πού δυσκολευόμαστε να αγαπήσουμε. Αυτό είναι το βαρόμετρο της πνευματικής μας ζωής.
Τελικά δηλαδή ή φράση «δεν μ' αγαπάει κανείς» είναι λανθασμένη. Ή σωστή Ίσως θα ήταν: «δεν έχω μάθει ακόμη να αγαπώ». Άς μάθουμε λοιπόν ν' αγαπούμε. Έτσι μόνο θα μπορέσουμε να ζήσουμε στον κόσμο αυτό μια ζωή χαρούμενη και αληθινή. Έτσι θα μοιάσουμε στον ουράνιο Πατέρα μας, τον Θεό της αγάπης.
Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΓΑΠΗ ΘΕΛΕΙ ΚΟΠΟ ΚΑΙ ΘΥΣΙΑ
Η αγάπη προς τούς άλλους, προς τον πλησίον, είναι, πρέπει να είναι, το βασικό γνώρισμα του συνειδητού, του αληθινού χριστιανού. Εκείνος πού δεν αγαπά τον πλησίον, στην πραγματικότητα δεν γνώρισε ποτέ τον Θεό, διότι ό Θεός είναι αγάπη (Α' Ίω. δ' 8). «Ουκ ενόν σωθήναι έτέρως», μας συμβουλεύει ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος. Δεν είναι δυνατόν να σωθεί κανείς με άλλον τρόπο, χωρίς δηλαδή να ασκεί τη μεγάλη αύτη αρετή της αγάπης, Ούτε τα καλά λόγια περί αγάπης, ούτε ή διαλεκτική ικανότητα, ούτε ή ρητορική δεινότητα και οι θεολογικές γνώσεις περί αγάπης μπορούν να γίνουν αποδεκτά από τούς άλλους, όταν δεν συνοδεύονται από την ειλικρινή και ανιδιοτελή έμπρακτη αγάπη στην καθημερινή μας αναστροφή και ζωή.
Όμως ή γνήσια και αληθινή εν Χριστώ αγάπη προς τούς άλλους εκδηλώνεται «εν έργω» (Α' Ίω. γ' 18). Απαιτεί ατομικό κόπο και προσωπική θυσία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα έχουμε τούς ανθρώπους της ευαγγελικής περικοπής πού συμπαραστάθηκαν στον παραλυτικό της Καπερναούμ (Μάρκ. β' 1-12).
Πληροφορούνται οι τέσσερις άνθρωποι ότι σε κάποιο σπίτι στην Καπερναούμ βρίσκεται ό ιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας. Πολύτιμη ή ευκαιρία να μεταφέρουν τον παραλυτικό στον Κύριο Ιησού. Αδυνατούν όμως να Τον πλησιάσουν. Το πλήθος των ανθρώπων πού συνωστίζονται γύρω από το θείο Διδάσκαλο είναι τόσο πολύ, ώστε έχουν κατακλύσει και τούς χώρους έξω από την οικία. Αναγκάζονται λοιπόν να σκαρφαλώσουν στον τοίχο και να ανέλθουν στη στέγη. Ξεσκεπάζουν μέρος της σκεπής και κατεβάζουν με σχοινιά τον παραλυτικό μπροστά στο Χριστό. Ό Κύριος επιβραβεύει την πίστη τους. Του συγχωρεί τις αμαρτίες, τον θεραπεύει και από την παράλυση του.
Οι τέσσερις εκδηλώνουν έμπρακτα την αγάπη τους με προσωπικό κόπο και θυσία. Ή μεταφορά του παραλυτικού, το άνοιγμα της στέγης, το κατέβασμα του ασθενούς με σχοινί ενώπιον του Κυρίου, Όλα συνοδεύονταν από πολύ κόπο και απαιτούσαν συνεργασία και συνεισφορά πολλών προσωπικών δυνάμεων.
Παρόμοια έμπρακτη θυσιαστική αγάπη διαπιστώνουμε να υπάρχει και στη γνωστή παραβολή του καλού Σαμαρείτου. Διακόπτει το ταξίδι του, πλησιάζει τον πληγωμένο. Του προσφέρει τις πρώτες βοήθειες με τα μέσα πού διαθέτει. Τον μεταφέρει στο πανδοχείο με το ζώο του και αυτός πεζοπορεί. Δεν παραιτείται από την περαιτέρω φροντίδα του ασθενούς μέχρι να ολοκληρωθεί ή θεραπεία του. Αναλαμβάνει τα έξοδα της νοσηλείας και υπόσχεται στον πανδοχέα ότι θα επανέλθει μετά το πέρας των εργασιών του. Όντως έμπρακτη και θυσιαστική αγάπη. Αγάπη πού έθεσε σε κίνδυνο και αύτη τη ζωή του.
Ή θυσιαστική έμπρακτη αγάπη τους στα δύο περιστατικά φανερώνεται και από την ανωνυμία τους. Στην περίπτωση του παραλυτικού αντί για τα ονόματα τους έχουμε «παραλυτικόν φέροντες, αίρόμενον υπό τεσσάρων» (Μάρκ. β' 3}. Στη δεύτερη περίπτωση «Σαμαρείτης δέ τις όδεύων» (Λουκ. Γ 33). Άγνωστοι εμφανίζονται οι τέσσερις πού μεταφέρουν τον παραλυτικό ενώπιον του Κυρίου, άγνωστοι αναχωρούν. Ανώνυμος ό Σαμαρείτης πού έσωσε τον «έμπεσόντα εις τούς ληστάς». Δεν προκαλούν κάποιο θόρυβο γύρω από το όνομα τους, ούτε καμιά εντυπωσιακή εμφάνιση για προβολή της αγαθοεργίας τους. Γνήσια και αληθινή όντως αγάπη.
Στους πρώτους χρόνους του χριστιανισμού, πού οι ειδωλολάτρες παρακολουθούσαν προσεκτικά τη ζωή των χριστιανών, τούς έκανε εντύπωση ή αγάπη πού είχαν μεταξύ τους οι χριστιανοί. «"Iδετε πώς άγαπώσιν αλλήλους». Γνωρίζονται προτού να δει ό ένας τον άλλον.
Υπάρχει και σήμερα ανάγκη από έμπρακτη θυσιαστική αγάπη. Πόνος αβάστακτος σωματικός και ψυχικός, παράλυτοι, ασθενείς με διάφορες χρόνιες αρρώστιες έχουν άμεση ανάγκη από την αγάπη και τη φροντίδα των αδελφών τους χριστιανών. Έχουμε αδελφούς μας χριστιανούς πού στερούνται συγγενικών και φιλικών προσώπων. Υπάρχουν ψυχές καταπληγωμένες από τα ποικίλα τραύματα της αμαρτίας. Αναζητούνται λοιπόν πιστοί χριστιανοί με έμπρακτη θυσιαστική αγάπη- να συνεργασθούν με άλλους πιστούς·να συνεισφέρουν δυνάμεις σωματικές και χρόνο και ό,τι άλλο απαιτεί ή ανάγκη, για να ανακουφισθούν οι πονεμένοι αδελφοί μας.
Ή αληθινή, ή γνήσια έμπρακτη αγάπη θέλει κόπο πολύ κατά την εκτέλεση της. Γιατί τις περισσότερες φορές απαιτεί να θάψει κανείς την ατομική του αναγνώριση και προβολή. Απαιτείται γρανιτένια δύναμη ψυχής και χαλύβδινη θέληση για να υποτάξει κανείς τον εαυτό του στο σύνολο και να μείνει στην ανωνυμία.
Ό απόστολος Παύλος είναι υπόδειγμα και στο θέμα της αγάπης, αφού χάριν των αδελφών του ήταν έτοιμος για κάθε θυσία. Με πολλή ευχαρίστηση, γράφει στους χριστιανούς της Κορίνθου, είμαι έτοιμος να δαπανήσω και χρήματα, αλλά και εγώ ό ίδιος να δαπανηθώ εξ ολοκλήρου χάριν της σωτηρίας των ψυχών των χριστιανών. «Εγώ δέ ήδιστα δαπανήσω και έκδαπανηθήσομαι υπέρ των ψυχών υμών» (Β' Κορ. ιβ' 15).
Αδελφέ μου, όλοι έχουμε ανάγκη από την έμπρακτη και ειλικρινή αγάπη των άλλων. Έρχονται δύσκολες ώρες στη ζωή μας, κατά τις όποιες θέλουμε να ακούσουμε έναν παρηγορητικό και ενθαρρυντικό λόγο, να δούμε την ειλικρινή συμπάθεια του αδελφού μας, το μοίρασμα της δοκιμασίας μας μαζί του.
Ας ανοίγουμε την καρδιά μας και ας απλώνουμε τα χέρια μας για να επιδένουμε τα τραύματα και τις πληγές, σωματικές και ψυχικές, των αδελφών μας πού μάς έχουν ανάγκη. Να τις μεταφέρουμε στα πόδια του Σωτήρος μας Κυρίου Ιησού Χριστού, Θα τις αναπαύει. Να προσπαθούμε να ασκούμε τη γνήσια και αληθινή χριστιανική αγάπη, πού είναι κοπιαστική και θυσιαστική. Αγάπη χωρίς διακρίσεις, χωρίς όρια, χωρίς απαιτήσεις. Να είμαστε τότε βέβαιοι ότι με τη χάρη και τη βοήθεια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού τα έργα της έμπρακτης και θυσιαστικής αγάπης θα μας συνοδεύσουν και μετά την έξοδο μας από τον παρόντα κόσμο.
To μύρο του ουρανού
To πρωί άνοιξα το βιβλίο του Θεού, το ιερό Ευαγγέλιο. Εκεί διάβασα για την αγάπη του ουρανίου Πατέρα μας. Ό Ιερός Ευαγγελιστής σημείωνε: «ούτω γαρ ήγάπησεν ό Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υΐόν αυτού τον Μονογενή έδωκεν» (Ίωάν. γ'16). Το απόγευμα έκανα ένα περίπατο στην παραλία. Είδα μία μητέρα πού έσφιγγε στην αγκαλιά της το χαριτωμένο αγγελούδι της. Ή αγάπη της μάνας σε μια χαρακτηριστική εικόνα. Τώρα ρίχνω το βλέμμα μέσα μου. Κοιτάζω το εσωτερικό μου. Διαπιστώνω ότι είμαι πρόθυμος να αγαπήσω τον κόσμο ολόκληρο, να θυσιάσω και τα συμφέροντα μου ακόμη για την κοινωνία. Δεν μπορώ όμως να υποφέρω τον διπλανό μου. Βλέπω τον γείτονα μου, τον συγγενή μου, γιατί όχι και τον αδελφό μου ακόμα, σαν ένα εμπόδιο στην προσωπική μου προκοπή. Αυτό αισθάνομαι ότι ουσιαστικά με βλάπτει. Με εμποδίζει να είμαι ένας χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία.
Πολλά μέχρι σήμερα είπα για την πρώτη και μεγάλη εντολή. Καθώς όμως βυθίζω τη σκέψη μου στην πρωινή αγιογραφική μελέτη, στη στοργή της μάνας και στην παρατήρηση του εαυτού μου, διαπιστώνω ότι κάπως διαφορετικά τοποθετώ την αγάπη, πού είναι το Α και Ω του Χριστιανισμού.
Τόση αγάπη έχουμε, όση δίνουμε. Όσο πιο πολύ ποθούμε να δώσουμε αγάπη, τόσο πιο πολύ αυξάνει μέσα μας ή αγάπη, τόσο πιο πλουσιότεροι, πιο αληθινοί γινόμαστε. Τόσο νιώθουμε ότι υπάρχουμε, ότι ζούμε πραγματικά. Ή αγάπη είναι ή ζωή. Και επειδή ό Κύριος έχει μια τόσο απέραντη αγάπη, γι' αυτό είπε: «έγώ είμι ή οδός... και ή ζωή».
Ό Κύριος Ιησούς πού έπλυνε τα πόδια των μαθητών του και ταπεινώθηκε μέχρι σταυρού, μας είπε πώς οι «έσχατοι» γίνονται πρώτοι. Και «έσχατοι» είναι εκείνοι πού δεν κράτησαν τίποτα για τον εαυτό τους, εκείνοι πού όλα τα έδωσαν και το μόνο πού κράτησαν ήταν ή επιθυμία να δίνουν.
Ό Κύριος αγάπησε «εις τέλος» τούς μαθητές του. Δηλαδή μια τέλεια αγάπη, όπως και τον κόσμο ολόκληρο. Εμείς πολλές φορές αγαπάμε με υπολογισμούς, γι' αυτό και ή «αγάπη» μας είναι ατελής. Ό Κύριος από πλούσια και άπειρη αγάπη τα έδωσε όλα. Και τη ζωή του ακόμα προσέφερε για τη σωτηρία μας. Εμείς όμως αγαπάμε τόσο λίγο, τόσο περιορισμένα και με τόσους ιδιοτελείς υπολογισμούς! Πάντα ζητάμε κάποιο αντάλλαγμα. Μολύνουμε την αγάπη μας με σκέψεις και διαλογισμούς, πού δεν εγκρίνει ό Κύριος.
Λιγοστεύουμε ή αυξάνουμε την αγάπη μας, ανάλογα με την ανταπόκριση του άλλου. Ποιος μπορεί τότε να άρνηθή ότι αυτή ή αγάπη μας δεν είναι αληθινή; Είναι αγάπη ατελής;
Ή ψυχή όμως ζητά καθαρότερη, αγνότερη αγάπη. Και εκείνη πού δίνει και εκείνη πού παίρνει. Πώς θα το κατορθώση ν' άνέβη αυτό το σκαλοπάτι για να άναπνεύση αυτό το ζωογόνο οξυγόνο της ζωντανής, της ειλικρινούς, της ανιδιοτελούς, της ασκίαστης αγάπης; Πώς θα έπιτύχη να αποτίναξη όλη τη σκόνη, πού επικάθεται στις καρδιές μας και μάς θολώνει τα αισθήματα και σκιάζει τον ουρανό της ψυχής μας;
Ασφαλώς Εκείνος πού είναι ή προσωποποίηση της αγάπης και ή πηγή της μεγάλης και αληθινήςαγάπης, μπορεί να έμπνευση και να μεταδώση στην ψυχή του άνθρωπου το μύρο αυτό του ουρανού, πού τόσο διψά ή καρδιά μας.
"Αν ό σύγχρονος κουρασμένος και. απογοητευμένος άνθρωπος, πού ασφυκτιά φυλακισμένος στον στενόψυχο ατομισμό του, αποφάσιζε να σπάσει τα δεσμά του εγωκεντρισμού του, τότε θα εύρισκε στην ανιδιοτελή προσφορά, στη γνήσια αγάπη, τη λύση του ψυχικού δράματος του. Ή αγάπη γεμίζει και ικανοποιεί όσο τίποτε άλλο την ψυχή και δημιουργεί τα πιο δυνατά και όμορφα βιώματα. Αυτή «ή αγάπη ουδέποτε εκπίπτει». Είναι ή αγάπη, πού έφερε ό Χριστός στη γη μας. Το εύκρατο κλίμα, όχι μόνο για ομαλοποιημένες ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και για μια καλύτερη ψυχική υγεία και ισορροπία.