Την επόμενη φορά που θα βρεθείτε σε κάποιο μέρος όπου μαζεύονται πολλοί άνθρωποι, δοκιμάστε να παίξετε ένα διανοητικό παιχνίδι: Υποθέστε ότι δεν είσαστε κάτοικος αυτού του κόσμου – αν και μοιάζετε στην εμφάνιση με άνθρωπο και ντύνεστε όπως όλοι οι άλλοι. Προσποιηθείτε ότι μέσα σας κρύβεται ένας αμέτοχος παρατηρητής που παρακολουθεί το περιβάλλον του με άλλα μάτια και καταγράφει τα πάντα μέσα από την οπτική γωνία ενός όντος που έρχεται σε επαφή με το ανθρώπινο γένος για πρώτη φορά. Παρατηρείστε, τώρα, τα ρούχα που φοράνε οι γύρω σας, τα χτενίσματα και τα κουρέματα ανδρών και γυναικών, τις εκφράσεις των προσώπων τους και τα θέματα για τα οποία μιλάνε.
Ίσως τότε κάνετε μια εντυπωσιακή ανακάλυψη:
Θα δείτε ότι σχεδόν όλοι, λίγο πολύ, ντύνονται πανομοιότυπα, με ελάχιστες ασήμαντες παραλλαγές. Τα σώματά τους στέκονται, κάθονται ή κινούνται κατά τρόπους απόλυτα προβλέψιμους και, το κυριότερο, τους απασχολεί ένα εντυπωσιακά μικρό εύρος ζητημάτων: Θέματα οικονομικά (η λέξη “ευρώ” επαναλαμβάνεται κάθε λίγο και λιγάκι με μια μηχανική σχεδόν κανονικότητα) οι “σχέσεις”, το ποδόσφαιρο, και παλαιότερα, πριν τον ερχομό της οικονομικής κρίσης, οι μετοχές του χρηματιστηρίου, τα ακριβά αυτοκίνητα και τα νυχτερινά κέντρα. Πολλοί επίσης επαναλαμβάνουν στερεότυπες λέξεις ως επιφωνήματα (το γνωστό “έλεος!”) ή τσιτάτα από τηλεοπτικές διαφημίσεις.
Το πιο παράξενο με όλα αυτά είναι ότι φαινομενικά τουλάχιστον, δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας προφανής λόγος που να δικαιολογεί την επικράτηση αυτής της παράξενης ομοιομορφίας. Για παράδειγμα, δεν υπάρχουν νόμοι που να επιβάλλουν στους πολίτες να φοράνε μπλου τζιν και να κουβαλάνε ΟΛΟΙ κινητά τηλέφωνα ούτε είναι υποχρεωτικό κάθε λίγο και λιγάκι να χρησιμοποιεί κάποιος την λέξη “ευρώ.”
Κι όμως, αυτό ακριβώς συμβαίνει.
Σύμφωνα με πολλούς επιστήμονες, υπεύθυνα γι’ αυτό το πολύ παράξενο φαινόμενο είναι τα λεγόμενα “μιμίδια”.
Σύμφωνα με τις σχετικές θεωρίες που κυκλοφορούν στους κύκλους των μελετητών της κοινωνικής βιολογίας, όλοι άνθρωποι είναι φορείς θεμελιωδών μονάδων-στοιχείων πολιτιστικής κληρονομίας. Οι εν λόγω μονάδες-στοιχεία μπορεί να είναι τρόποι συμπεριφοράς, δημοφιλή τραγούδια, επιστημονικές ιδέες, θρησκευτικές πεποιθήσεις και δοξασίες και αισθητικές αντιλήψεις που εκδηλώνονται ως μόδα και καταναλωτικής συμπεριφορά. Το κύριο χαρακτηριστικό των πολιτιστικών αυτών στοιχείων, των μιμιδίων δηλαδή, είναι ότι μεταδίδονται από εγκέφαλο σε εγκέφαλο δια μέσου του μιμητισμού, σαν ιοί.
Αυτή η τελευταία παρατήρηση είναι πολύ σημαντική, γιατί σημαίνει ότι τα μιμίδια συμπεριφέρονται ως ζωντανοί οργανισμοί. Αυτή η ομοιότητα γίνεται ακόμα πιο εμφανής από το γεγονός ότι ο όρος “μιμίδια” επινοήθηκε για πρώτη φορά από τον κοινωνιοβιολόγο Ρίτσαρντ Ντόκινς (Richard Dawkins) το 1976, στο φημισμένο πλέον βιβλίο του με τον τίτλο “Το εγωιστικό γονίδιο”.
Το συγκεκριμένο βιβλίο στηρίχτηκε στο δαρβίνειο αξίωμα ότι η εξέλιξη των έμβιων όντων είναι απλά η επιβίωση, ο πολλαπλασιασμός και η επέκταση των βασικών συστατικών υποσυνόλων τους, δηλαδή των γονιδίων που αποτελούν τις βασικές μονάδες γενετικής πληροφορίας. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, όλα τα ζωντανά πλάσματα, και φυσικά και ο άνθρωπος, δεν είναι τίποτα περισσότερο από φορείς γονιδίων τα οποία ενδιαφέρονται απλά και μόνο για την διαιώνισή τους.
Η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν είναι παρά μια στρατηγική γονιδιακής αναπαραγωγής.
Ωστόσο, σύμφωνα με την επιστήμη της ανθρωπολογίας η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν υπαγορεύεται αποκλειστικά και μόνο από εσωτερικές πηγές, από τις επιταγές δηλαδή των γονιδίων, αλλά και από εξωτερικές. Οι εξωτερικές αυτές πηγές είναι τα μιμίδια τα οποία αποτελούν τα πολιτιστικά ανάλογα των γονιδίων.
Τα μιμίδια είναι εκείνα που διαμορφώνουν τον ανθρώπινο πολιτισμό. Εξελίσσονται και μεταδίδονται από γενιά σε γενιά, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα γονίδια στο φυσικό κόσμο. Ο κύριος τρόπος με τον οποίο διαιωνίζουν την ύπαρξή τους είναι μέσω της επικοινωνίας μέσα από την οποία μεταλαμπαδεύονται τα έθιμα, η γλώσσα, και γενικότερα η κουλτούρα του ανθρώπινου είδους από τα γηραιότερα προς τα νεότερα μέλη της κάθε κοινωνίας.
Όπως ακριβώς και στη θεωρία περί εγωιστικών γονιδίων, που γίνονται αντιληπτά ως βιολογικές οντότητες των οποίων η τάση διευρυμένης αναπαραγωγής υπαγορεύει συγκεκριμένες ατομικές συμπεριφορές, (για παράδειγμα τις σεξουαλικές ορμές) έτσι και τα μιμίδια κατανοούνται ως ελάχιστες πολιτισμικές οντότητες που τείνουν να αναπαραχθούν και να διαχυθούν.
Η ικανότητά τους να το επιτύχουν εξαρτάται από τρία ποιοτικά χαρακτηριστικά: την πιστότητα, ήτοι την ικανότητά τους να παράγουν ή να επιβάλλουν την ακριβή αναπαραγωγή των διακριτικών τους γνωρισμάτων, τη γονιμότητα, ήτοι τη δυνατότητά τους να μεγιστοποιούν τον αριθμό των αντιγράφων τους σε δεδομένο χρόνο και τη μακροζωία, ήτοι την διάρκεια διατήρησης της κλωνοποιητικής ισχύος ενός δεδομένου μιμιδίου.
Όλα τα παραπάνω μπορεί να φαίνονται δυσνόητα και κάπως υπερβολικά, καταφέρνουν ωστόσο να μας φέρουν αντιμέτωπους με κάποια πολύ σοβαρά υπαρξιακά ερωτήματα: Αλήθεια, πόσες από τις σκέψεις που κάνουμε καθημερινά είναι πραγματικά δικές μας; Πόσες από τις πράξεις που εκτελούμε αβίαστα είναι πραγματικά αποτελέσματα συνειδητών επιλογών;
Είμαστε απόλυτα σίγουροι ότι δεν επαναλαμβάνουμε μηχανικά ως ασυνείδητα φερέφωνα λέξεις και συμπεριφορές που έχουν καταλάβει τους εγκεφάλους μας, και τους χρησιμοποιούν ως αναπαραγωγικά όργανα; Και αν αναλογιστούμε το βαθμό στον οποίο ο πολιτισμός μας καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο που μας περιβάλλει, ποιος μπορεί να μας διαβεβαιώσει ότι οι αντιληπτικοί μας μηχανισμοί δεν είναι τίποτα περισσότερο από διαστρεβλωμένα δημιουργήματα των παρασιτικών μιμιδίων που έχουν κυριεύσει το μυαλό μας;
Αυτά τα ερωτήματα αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σημασία αν σκεφτεί κανείς ότι τα μιμίδια διαμορφώνουν συμπεριφορές που συχνά απειλούν την ίδια την ύπαρξη ενός ανθρώπου. Οι περισσότεροι πόλεμοι, για παράδειγμα, προκλήθηκαν από συγκεκριμένες ιδέες και κοσμοθεωρίες, δηλαδή από μιμίδια. Οι δράστες των βομβιστικών επιθέσεων-αυτοκτονιών που απασχολούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και την κοινωνία έχουν ως κίνητρα μεταφυσικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις που τους υπόσχονται μεταθανάτιες ανταμοιβές για την αυτοθυσία τους.
Η επιδημία της ανορεξίας που κάνει θραύση ανάμεσα στις ανασφαλείς κοπέλες του δυτικού κόσμου βασίζεται σε πολιτιστικά πρότυπα ομορφιάς που δεν έχουν καμία σχέση με την επιβίωση του είδους. Το ίδιο ισχύει και για τη χρήση ναρκωτικών ουσιών ή για την έξαρση των αυτοκτονιών που παρατηρείται ύστερα από τον θάνατο κάποιου δημοφιλή σταρ. Τα μιμίδια μοιάζουν να συμπεριφέρονται ως αυτόνομα παράσιτα που πολύ συχνά αδιαφορούν πλήρως για την επιβίωση των φορέων τους.
Η Susan Blackmore, μια πτυχιούχος ψυχολόγος με μεγάλη γκάμα ενδιαφερόντων, τα οποία περιλαμβάνουν τις παραψυχολογικές έρευνες, τη μελέτη της συνειδητότητας, την εξελικτική θεωρία και το διαλογισμό, συνέλαβε μια θεωρία η οποία προσφέρει μια πολύ ενδιαφέρουσα απάντηση σε όλα αυτά τα ζητήματα.
Για την ψυχολόγο Susan Blackmore, λοιπόν, ο ανθρώπινος εγκέφαλος, η γλώσσα και ο εαυτός εξελίχθηκαν επειδή έδωσαν πρώτιστα πλεονέκτημα στα μιμίδια και όχι στα γονίδια.
Ο εγκέφαλος μεγάλωσε σε βαθμό τέτοιο ώστε να καταναλώνει το 20% σχεδόν της συνολικής ενέργειας που παράγει το ανθρώπινο σώμα, προκειμένου να λειτουργήσει ως μια ολοένα καλύτερη μηχανή αντιγραφής για τα μιμίδια. Εξελίχθηκε σαν ένα γενετικό φωτοτυπικό μηχάνημα που δημιουργήθηκε κι ελέγχεται από τα μιμίδια.
Ομοίως, η γλώσσα επιλέχτηκε ως ο αποτελεσματικότερος φορέας μετάδοσης των μιμιδίων. Εξελίχθηκε και έγινε όλο και πιο περίτεχνη για να είναι ικανή να διαιωνίζει την ύπαρξη ενός όλο και μεγαλύτερου αριθμού από αυτά. Ο εαυτός, επίσης, δημιουργήθηκε από τα μιμίδια για να εξασφαλίσει την αντιγραφή τους. Το «Εγώ», με την ψευδαίσθησή του περί ελεύθερης βούλησης, είναι στην πραγματικότητα ένα οχυρό των μιμιδίων για την άμυνά τους ενάντια στην εκτόπισή τους από μάζες ατρόμητων ανταγωνιστών που εισβάλλουν από το γειτονικό κοινωνικό περιβάλλον.
Σύμφωνα με την Susan Blackmore, τα μιμίδια υπόκεινται στη φυσική επιλογή με τη δαρβινική έννοια. Μάχονται μεταξύ τους (για παράδειγμα η σύγκρουση του Χριστιανισμού με τον Δωδεκαθεϊσμό είχε οδηγήσει για πολλά χρόνια στην ολοκληρωτική εξαφάνιση του δεύτερου από τον πολιτισμό των γηγενών κατοίκων του ελλαδικού χώρου), μεταλλάσσονται (η φράση “άτομο με ειδικές ανάγκες” έχει αποκτήσει εντελώς διαφορετική σημασία τα τελευταία 30 χρόνια), διαιωνίζονται (ακόμα και οι φυλές του Αμαζονίου γνωρίζουν ότι υπάρχει μια τραγουδίστρια της ποπ μουσικής που λέγεται “Madonna”), και πεθαίνουν (θυμηθείτε το σκάνδαλο που ξέσπασε πριν από λίγα χρόνια αναφορικά με τις πανελλήνιες εξετάσεις όπου κανένας σχεδόν μαθητής δεν ήξερε τι σήμαινε “αρωγή” και “ευδοκίμηση”).
Τα μιμίδια εμφανίζονται, επομένως, ως ζωντανά.
Η Susan Blackmore προχωρεί ωστόσο σε κάποιες επισημάνσεις που είναι αρκετά ανησυχητικές. Θεωρεί ότι τα μιμίδια αρχικά εκμεταλλεύτηκαν την έμφυτη τάση των ανθρώπων για μιμητισμό, ώστε να μεταδίδονται από εγκέφαλο σε εγκέφαλο. Η επινόηση και η εξέλιξη της γλώσσας όχι μόνο επιτάχυνε απίστευτα αυτή τη διαδικασία αλλά πολλαπλασίασε εκθετικά και τον αριθμό και την ποικιλία των μιμιδίων που μπορούσαν πλέον να επιβιώσουν. Δημιούργησε, δηλαδή, μια πολύ πλουσιότερη οικόσφαιρα γι’ αυτά.
Με το διαδίκτυο και την παγκοσμιοποίηση της μετάδοσης πληροφορίας, ο εξελικτικός ρυθμός της μιμιδιακής μεταβολής φαίνεται να βρίσκεται άλλη μια φορά στα πρόθυρα της εκθετικής αύξησης, με απρόβλεπτες εξελικτικές συνέπειες. Τώρα υπάρχει πια λιγότερη ανάγκη για τα μιμίδια να εγγυηθούν τη φυσική επιβίωση των εγκεφάλων, δηλαδή των ανθρώπινων φορέων τους, καθώς ολοένα και μεγαλύτερη μιμιδιακή δραστηριότητα μεταφέρεται από τη βιόσφαιρα στον κυβερνοχώρο. Το “ενδιαφέρον” τους,, επομένως, για την επιβίωση του ανθρώπου είδους, αρχίζει πλέον και ατονεί.
Υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις που συνηγορούν υπέρ αυτών των ισχυρισμών.
Στην εποχή μας, για παράδειγμα, είμαστε ολοένα και περισσότερο μάρτυρες μιας γρήγορης και παγκόσμιας εξάπλωσης ανώνυμων ηλεκτρονικών μηνυμάτων, που οι περισσότεροι από εμάς θα προτιμούσαμε να μην υπάρχουν αλλά που δεν μπορούμε να τα αποφύγουμε. Αυτό ενισχύει κατά πολύ το συναίσθημα ότι αυτά τα μηνύματα είναι αυθαίρετα, ενεργά, επιθετικά και ζωντανά. Στα λεγόμενα social media και στα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης εμφανίζονται περιοδικά εικόνες, φράσεις και μουσικά κομμάτια που εξαπλώνονται ραγδαία και μετά εξαφανίζονται, έχοντας, όμως, αφήσει πίσω τους απογόνους, παράγωγα που μεταλλάσσονται κι εξελίσσονται σε συχνά αναπάντεχες μορφές.
Αλλά και το ίδιο το ανθρώπινο μυαλό έχει αρχίσει και αλλάζει: Έχει παρατηρηθεί ότιστους σημερινούς ανθρώπους η κριτική σκέψη και η ικανότητα συγκράτησης και ανάκλησης αναμνήσεων ατροφεί. Η βραχυπρόθεσμη μνήμη τείνει να υποκαταστήσει την μακροπρόθεσμη, ενώ ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι πολλοί νέοι δυσκολεύονται να διαβάσουν και να ανακαλέσουν στο μνημονικό τους κείμενα που περιέχουν πολλές λέξεις ή μακριές παραγράφους, γιατί απλούστατα έχουν συνηθίσει να διαβάζουν μόνο τα κείμενα που χωράνε στην περιορισμένη έκταση της οθόνης ενός υπολογιστή.
Αν συγκρίνουμε αυτή την τάση με την τρομερή μνημονική ικανότητα που είχαν οι εγκέφαλοι των προγόνων μας, οι οποίοι μπορούσαν να αποστηθίσουν πολυσέλιδα ποιήματα κι έπη, θα έπρεπε ίσως να ανησυχούμε.
Αλλά και η ίδια η γλώσσα απλοποιείται πλέον όλο και περισσότερο. Χρησιμοποιούμε όλο και λιγότερες λέξεις, όλο και λιγότερους χρόνους, ενώ οι προτάσεις που δημιουργούμε είναι πλέον πολύ απλές στη δομή τους και σύντομες. Ίσως αυτό συμβαίνει γιατί τα μιμίδια δεν χρειάζονται πλέον την παρωχημένη και δύσκαμπτη ανθρώπινη γλώσσα για να μεταδοθούν.
Η έννοια της ατομικότητας και της ποικιλομορφίας μοιάζει, επίσης, να περιορίζεται κάτω από τα παγκοσμιοποιημένα δίκτυα των σημερινών επικοινωνιακών δικτύων. Βλέπουμε μέσα σε διάστημα ωρών να μεταδίδονται ειδήσεις από τη μια γωνία του κόσμου στην άλλη, οι μόδες έχουν αποκτήσει παγκόσμια εμβέλεια και οι άνθρωποι μοιάζουν όλο και περισσότερο μεταξύ τους. Μετατρεπόμαστε σε μια ομοιόμορφη μάζα καταναλωτών με ολοένα και πιο προβλέψιμες αντιδράσεις.
Ίσως όλα αυτά συμβαίνουν γιατί τα πανίσχυρα μιμίδια έχουν αρχίσει και πραγματοποιούν το επόμενο εξελικτικό άλμα που θα τους χαρίσει ένα ακόμα πιο αχανές και περίπλοκο πεδίο μέσα στο οποίο θα μπορέσουν να εξαπλωθούν και να διαφοροποιηθούν: Οι καινούργιοι φορείς τους δεν θα είναι πλέον τα πεπερασμένα και θνητά ανθρώπινα μυαλά αλλά οι άφθαρτες βάσεις δεδομένων και τα κυκλώματα των ηλεκτρονικών υπολογιστών, των οποίων η υπολογιστική ικανότητα διπλασιάζεται κάθε εξάμηνο.
Καθώς οι υπολογιστές προχωρούν γοργά προς την κατεύθυνση της απόκτησης μια αυτόνομης μορφής νοημοσύνης, ίσως τα μιμίδια –που, ας μην ξεχνάμε, καθοδήγησαν εξαρχής τη δημιουργία τους– να έχουν αρχίσει να αδιαφορούν για μας.
Αναπόφευκτα έρχεται στο νου και το έργο του μεγάλου και προφητικού Έρικ Φρανκ Ράσσελλ, «Διαβολικό Φράγμα» και οι μέθοδοι ελέγχου της ανθρωπότητας από αυτά που ονομάζει ως «βιτόνια», όπου ο συσχετισμός τους με τα παραπάνω δεδομένα και θεωρίες είναι σχεδόν τρομακτικός.
Όλες αυτές οι σκέψεις μας οδηγούν αναπόφευκτα σε κάποια πολύ βαθιά φιλοσοφικά ερωτήματα που αφορούν την ίδια την έννοια του τι εστί άνθρωπος:
Είμαστε άραγε κάτι περισσότερο από τις σκέψεις, τις γνώσεις και τις αναμνήσεις μας; Υπάρχει μέσα στον κάθε ένα από μας κάτι βαθύτερο από αυτό που ονομάζουμε “εαυτό”; Και όταν κάποια μέρα αναγκαστούμε να αλληλεπιδράσουμε με τα ευφυή πλέον δημιουργήματά μας, πώς θα αυτο-προσδιοριστούμε σε σχέση με αυτά; Και ποια θα είναι η αντίδρασή μας μπροστά σε αυτή τη νέα πραγματικότητα;
Έρικ Σμυρναίος
***
Παρακολουθήσετε την διάλεξη της Susan Blackmore