Σ’ ἕνα καφενεῖο τῆς Ἀθήνας -ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ.- οἱ πελάτες εἶναι ἀποκλεισμένοι ἀπὸ τὴν ἀσταμάτητη βροχή. Ὡστόσο στὸ καφενεῖο κάποιοι συνεχίζουν νὰ παίζουν τάβλι, ἄλλοι πρέφα, δυὸ γέροντες παίζουν τὸ «μεγάλο μπεζίκι μὲ 256 φύλλα», κι ἀπὸ δίπλα ἕνας ἄλλος γέρος κρατάει συνεχῶς μιὰν ἐφημερίδα καὶ τὸν παίρνει κάθε λίγο ὁ ὕπνος. Ἡ βροχὴ δυναμώνει. Τὸ νερὸ μπαίνει ἀπὸ παντοῦ. Ἀλλὰ οἱ παῖκτες συνεχίζουν ἀπτόητοι κι ὁ γέρος μὲ τὴν ἐφημερίδα του συνεχίζει τὸν ὕπνο του. Δὲν ἄργησαν βέβαια νὰ ἐμφανιστοῦν καὶ ὅσοι «ἔκαμναν κουμάντο», καθὼς τὸ συνηθίζουν οἱ Νεοέλληνες, νὰ δίνουν δηλαδὴ ὁδηγίες γιὰ τὸ πῶς θὰ φύγουν τὰ νερὰ ἐνῶ τὸ μόνο ποὺ κατάφερναν ἦταν νὰ ἐμποδίζουν τὸ ἔργο τῶν ὑπαλλήλων. Καὶ φυσικὰ δὲν ἔλειψαν καὶ οἱ αὐτόκλητοι πραγματογνώμονες ποὺ ἀποφαίνονταν γιὰ τὴν αἰτία τῆς πλημμύρας. Τέλος, ἡ βροχὴ σταμάτησε, οἱ ὑπάλληλοι τοῦ καφενείου ἔριχναν πριονίδι, οἱ παῖκτες ἔμεναν τώρα σιωπηλοὶ κι ὁ γέρος –κρατώντας πάντα ἀνοιχτὴ ταὴν ἐφημερίδα του, διψοῦσε γιὰ πληροφόρηση φαίνεται- ξύπνησε μὲ τὴν ἀπορία:
«Μὰ πότε μπῆκε τὸ νερὸ μέσα;»
Αὐτὸ εἶναι ἕνα μικρὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη -ὁ Θεὸς νὰ τὸ κάνει διήγημα, πρόκειται μᾶλλον γιὰ μιὰ ἐκτενὴ γελοιογραφία- ποὺ δημοσιεύτηκε τὸ 1906 μὲ τὸν τίτλο «Τὸ θαλάσσωμα». Τὸ διαβάζει κανεὶς σήμερα καὶ τὸ βρίσκει ἐξόχως προφητικό. Ὁ Παπαδιαμάντης συμβολικὰ περιγράφει τὸ ἦθος τῆς νεοελληνικῆς κοινωνίας. Ἀλλοῦ (πχ στοὺς «Χαλασοχώρηδες») ἀναλύει διεισδυτικά τὸ πολιτικό καὶ κοινωνικό μας πρόβλημα, ἐνῶ στὴ «Φόνισσα» ἀναδεικνύει τὸν δαιμονισμὸ τοῦ κοσμοδιορθωτισμοῦ. Ἀλλὰ ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ἕνας λογοτέχνης, ἀκόμα κι ἄν εἶδε τη λογοτεχνία ὡς μέσον. Ἀναδεικνύει τὴν ἑλληνικὴ παθογένεια, δὲν εἶναι κοινωνικὸς ἀναμορφωτὴς. Ἀντλεῖ ὅμως ἀπὸ τὴν πνευματικὴ παράδοση τοῦ τόπου καὶ σ’αὐτὴ μᾶς προτρέπει νὰ σταθοῦμε καθὼς οἱ μεγάλες πνευματικὲς παραδόσεις νοηματοδοτοῦν κοινωνίες καὶ πολιτισμούς. Καὶ δίνουν τὸ στήριγμα σὲ περιόδους κρίσης.
Πολὺ θὰ εἶχε ὀφεληθεῖ ἡ πνευματικὴ ζωὴ τοῦ τόπου μας ἄν δὲν περιόριζε τὸν Παπαδιαμάντη στὰ γραφικά του ναΰδρια κι ἄν εἶχε συνειδητοποιήσει αὐτὸ ποὺ μερικὲς δεκαετίες ἀργότερα διατύπωσε ρητὰ ὁ Γιῶργος Σαραντάρης: ὅτι τὰ κοινωνικὰ καὶ πολιτικὰ προβλήματα ἔχουν τὴ ρίζα τους σ’ ἕνα ζήτημα θεολογικό. Ἴσως τότε καὶ ὁ πιὸ ὀξυδερκὴς ἀναλυτὴς τῆς νεοελληνικῆς παθογένειας, ὁ Π.Κονδύλης, θὰ εἶχε ἐπισημάνει τὴν ἐξαίρεση τοῦ Παπαδιαμάντη ὅταν ἀναζητοῦσε τοὺς λογοτέχνες ἐκείνους ποὺ θὰ ἀπέδιδαν τοὺς σπαρταριστοὺς τύπους τῆς νεοελληνικῆς πινακοθήκης.
Ὅτι στὸ βάθος τοῦ αἰτήματος τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ ἐνυπάρχει ἕνα ζήτημα θεολογικὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι κάθε ἀπόπειρα ἐκσυγχρονισμοῦ ἀποβλέπει ἀπαραιτήτως στὴν ἀλλοίωση τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης ὡς κατ’ἐξοχὴν ὐπευθύνου τῶν κακοδαιμονιῶν τῆς νεοελληνικῆς ζωῆς. Ἡ πρώτη αἰτία τῆς σημερινῆς κρίσης καὶ τῆς νεοελληνικῆς ἀδράνειας ἀνάγεται στὸν …Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ στὴν φιλοκαλικὴ παράδοση!
Ἀλλὰ ἡ πραγματικότητα δὲν ὑποτάσσεται σὲ γενικὲς ἰδέες καὶ θεωρίες.Τὸ μάθημα ποὺ μᾶς διδάσκει ὁ Παπαδιαμάντης καὶ γιὰ τὰ πολιτικὰ πράγματα εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς βαθειᾶς μελέτης τῶν πραγμάτων. Ἀλλιῶς «ὅπου γενικότης, ἐκεῖ καὶ ἐπιπολαιότης».
Τί θέλουμε κι ἐμεῖς, κατὰ βάθος, σήμερα χωρὶς νὰ τὸ ὁμολογοῦμε φανερά; Ἐνῶ τὸ καφενεῖο πλημμυρίζει ἐμεῖς θέλουμε νὰ συνεχίζουμε νὰ ἀπολαμβάνουμε τὸ τάβλι μας. Ἐνῶ τὸ πλοῖο βυθίζεται ἐμεῖς «νὰ τὴ βγάλουμε καθαρή». Πρόκειται γιὰ μιὰ μικροαστικὴ οὐτοπία, ἡ ὁποία -ὅπως καὶ κάθε οὐτοπία-ἐν τέλει κινεῖται ἐκτὸς πραγματικότητος. Ὅταν βουλιάζει τὸ πλοῖο, δὲ γίνεται ἐσὺ νὰ σωθεῖς. Κατὰ κανόνα. Μὰ κι ἄν σωθεῖς, τὸ ναυάγιο θὰ σ’ἔχει σημαδέψει γιὰ πάντα.
Ντρεπόμαστε νὰ τὸ ὁμολογήσουμε, ἐπίσης, ἀλλὰ χαιρόμαστε κρυφὰ γιατί ἡ μικρὴ Ἑλλάδα ποὺ κάποτε σπανίως ἀπασχολοῦσε τὰ διεθνῆ ΜΜΕ τώρα προσελκύει τὸ παγκόσμιο ἐνδιαφέρον καὶ ἡ δική της κρίση εἶναι πιθανὸν νὰ προκαλέσει ἕνα ντόμινο ποὺ θὰ ὁδηγήσει σὲ μιὰ εὐρύτερη κατάρρευση. Ἐπὶ τέλους ἀποκτήσαμε ρόλο. Ἀρνητικὸ βεβαίως, ἀλλὰ πάντως ρόλο. Μπορεῖ νὰ σύρουμε πολλοὺς στὸ δικό μας χορὸ τοῦ Ζαλόγγου.
Φυσικὰ αὐτὴ ἡ νεοελληνικὴ ἀντιμετώπιση τῶν πραγμάτων –τῶν ταβλιστῶν καὶ τῶν μπεζικιστῶν τοῦ Παπαδιαμάντη, ἀλλὰ καὶ τοῦ χαιρέκακου ἀτομισμοῦ τῶν σημερινῶν- δὲν ἔχει καμιὰ σχέση οὔτε μὲ τὴν παλαμικὴ θεολογία, οὔτε μὲ τὴν φιλοκαλική παράδοση. Ἀπεναντίας εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα μιᾶς κοινωνίας ποὺ ἔχασε τὸ ἕρμα της ἐξ αἰτίας ἑνὸς κακοχωνευμένου νεωτερισμοῦ ποὺ ἀλλοίωσε καὶ ἀλλοιώνει ἤθη, θεσμούς καὶ συνειδήσεις.
Στὴν πραγματικότητα, ἡ Εὐρώπη καλεῖται νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ ἀποτελέσματα ἑνὸς ἐν πολλοῖς δικοῦ της ὑβριδικοῦ κατασκευάσματος. Τὸ «Πρότυπο Βασίλειο τῆς Ἀνατολῆς» (βλ. Ἔλλη Σκοπετέα) τῆς στάθηκε χρήσιμο στὸν διαμελισμὸ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ἀργότερα στὴν ἀναχαίτιση τῆς κομμουνιστικῆς ἐπιρροῆς στὸ σύνολο τῆς Βαλκανικῆς Χερσονήσου, ὥστε νὰ γίνει τελικὰ ἰσότιμος ἑταῖρος στὴν ΕΕ, χωρὶς φυσικὰ νὰ πληροῖ τὶς προϋποθέσεις, ἀποτελώντας πάντως ἕνα παράδειγμα μετοχῆς στὸν εὐρωπαϊκὸ παράδεισο γιὰ τὶς ἄλλες χειμαζόμενες ὑπὸ τὸ κομμουνιστικὸ καθεστὼς βαλκανικὲς χῶρες. Ἐν ὀλίγοις, ἡ Εὐρώπη μέσω τοῦ δικοῦ της ὑβριδικοῦ κατασκευάσματος ἀπέτρεψε μιὰ ρωσικὴ ἔξοδο στὴ Μεσόγειο. Ἐξ ἄλλου μιὰ σημαντικὴ αἰτία τῆς σημερινῆς ἑλληνικῆς κρίσης θὰ πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ καὶ στὸ ἄνοιγμα τῆς προηγούμενης κυβέρνησης πρὸς τὴ Ρωσία.
Ἐν πάση περιπτώσει, ὅμως, μιὰ τέτοια ἀνάλυση δὲν πρέπει ἐπ’ οὐδενὶ νὰ μειώσει τὶς εὐθῦνες τῆς ἑλληνικῆς πολιτικῆς ἡγεσίας, ἀλλὰ καὶ συνολικὰ τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας γιὰ τὴν κακοδιαχείριση καὶ γιὰ τὴν δημιουργία ἑνὸς κράτους τοῦ παραλόγου. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι τὸ ἑλληνικὸ πρόβλημα.
Οἱ οἰκονομικὲς κρίσεις, οἱ πόλεμοι, οἱ ἀναταραχὲς ἀποτελοῦν ἱστορικὴ ἀναγκαιότητα, καθὼς ἐπανέρχονται σχεδὸν μὲ μιὰ νομοτελειακὴ κανονικότητα. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι καταδικασμένος νὰ γευτεῖ τὸ μερίδιο τῆς λύπης ποὺ τοῦ ἀναλογεῖ. Κατὰ κάποιο τρόπο τὸ ἐπιδιώκει, γι’αὐτὸ ἀποτυγχάνουν οἱ οὐτοπίες. Σὲ συνθῆκες τέλειας εὐτυχίας ὁ ἄνθρωπος μοιάζει νὰ χάνει τὴν ἀνθρωπιά του. «Ὁ ἄνθρωπος, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν εὐτυχία, ἔχει στὸν ἴδιο βαθμὸ ἀνάγκη, τοῦ εἶναι τὸ ἴδιο ἀπαραίτητη καὶ ἡ δυστυχία», γράφει ὁ Φ. Ντοστογιέφσκι στοὺς Δαιμονισμένους. Ποιὲς εἶναι ὅμως οἱ πνευματικὲς προϋποθέσεις τοῦ σημερινοῦ πολιτισμοῦ ποὺ μποροῦν νὰ πείσουν τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο νὰ ὑπομείνει τὴν ἀναγκαία δυστυχία ποὺ ἐπέρχεται, νὰ ἀντέξει τὴ θλίψη καὶ τὴ φτώχια ποὺ ἀπειλοῦν τὴν ὅποια εὐμάρεια εἶχε κατακτήσει; Τὴν κρίση, δηλαδή, τῆς καταναλωτικῆς ἤ τεχνοκρατικῆς οὐτοπίας, ὁ γυαλιστερὸς κόσμος τῆς ὁποίας δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἀφορᾶ μόνο τοὺς λίγους.
Ζοῦμε τὴν πιὸ βαθιὰ κρίση τοῦ καπιταλισμοῦ ὄχι μόνο σὲ οἰκονομικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ κυρίως σὲ ἠθικὸ καὶ πνευματικό. Μαζὶ μὲ τὸν Ἕλληνα κατεργάρη ποὺ κλέβει στὰ χαρτιά –τὰ greek statistics- καταρρέει καὶ ὁ εἰκονικὸς κόσμος τῶν ἀγορῶν. Ἀλλὰ μαζὶ καταρρέει καὶ ἡ πνευματικὴ παράδοση τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τῶν Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθὼς σὰν ἕνας χριστιανισμὸς χωρὶς Χριστὸ ὁδηγεῖται στὰ ὅριά της καὶ ἀποδεικνύεται γράμμα κενό. Ὅταν ὁ Μπερντιάγεφ προφητικὰ μιλοῦσε γιὰ τὸν ἐρχομὸ ἑνὸς νέου μεσαίωνα, ἁπλῶς συνειδητοποιοῦσε τὸ πνευματικὸ ἀδιέξοδο τοῦ 20ου αἰ. ποὺ τὸ εἶχαν προετοιμάσει οἱ ἰδεολογίες τοῦ 19ου. Χρειάστηκε μιὰ μακρόχρονη καὶ αἱματηρὴ ἱστορικὴ πορεία γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ ὁ ὀλέθριος χαρακτήρας τῶν ἀνθρωποκεντρικῶν οὐτοπιῶν, ποὺ μᾶς ἔχουν φέρει ἤδη ἀντιμέτωπους μὲ τὸ ζοφερό μας μέλλον.
Σημασία δὲν ἔχει ἑπομένως τὸ μέγεθος ἤ ἡ ἔνταση τῆς κρίσης τὴν ὁποία ζοῦμε ἤ θὰ ζήσουμε στὸ μέλλον, ἀλλὰ ἄν θὰ παραδοθοῦμε ἀμαχητὶ στὴ βία καὶ τὴν ἀνθρωποφαγία ποὺ αὐτὴ μᾶς ἐπιφυλάσσει. Καὶ τὸ κυριότερο, ἄν θὰ συνειδητοποιήσουμε πὼς ἡ κρίση δὲν εἶναι μιὰ ἀφηρημένη ἔννοια μὲ οἰκονομικὸ ἤ κοινωνικοπολιτικὸ περιεχόμενο, ἀλλὰ μιὰ κατάσταση ὑπαρξιακή. Ποὺ σημαίνει ὅτι οἱ πράξεις μας, οἱ παραλείψεις μας, ἡ ὀλιγωρία μας, ἡ πλεονεξία μας κρίνονται. Κάποτε λογοδοτοῦμε καὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ κοινωνίες.
Ὑπάρχουν μερικὰ προβλήματα –στὰ μαθηματικά, στὴ φιλοσοφία, στὴ θεολογία, στὴ ζωή- ποὺ παραμένουν ἄλυτα. Ἕνα τέτοιο πρόβλημα εἶναι ἡ ἀναγκαιότητα τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ πόνου. Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι μόνο ἡ ἑλληνικὴ κρίση ἤ ἡ διεθνὴς κρίση ποὺ κάνει τοὺς «ἀγανακτισμένους» νὰ διαδηλώνουν σ’ὅλο τὸν κόσμο. Τὸ πρόβλημα εἶναι ἡ νομοτέλεια τῆς κρίσης: ὅτι πάντοτε μέσα στὴν ἱστορία μιὰ περίοδο εὐμάρειας θὰ τὴν διαδέχεται μιὰ ζοφερὴ κρίση. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀνάγκη οἱ γρηγοροῦσες συνειδήσεις νὰ ἀναζητοῦν τὸ μονοπάτι ἐκεῖνο ποὺ μᾶς πηγαίνει στὴν πηγή. Γιατὶ ὅ,τι καταρρέει εἶναι ἕνας ὁρισμένος κάθε φορὰ πολιτισμὸς ποὺ πνίγεται ἀπὸ τὶς ἀντιφάσεις του ἐνῶ μέσα στὸν κόσμο καὶ στὸν ἄνθρωπο ὐπάρχει κάτι ποὺ δὲν καταρρέει καὶ δὲν πεθαίνει. Κι αὐτὸ ποὺ δὲν πεθαίνει εἶναι ἡ ἀπαραίτητη ζύμη γιὰ νὰ γεννιοῦνται πολιτισμοὶ ποὺ εἶναι προορισμένοι κάποτε νὰ χαθοῦν κι αὐτοὶ μὲ τὴ σειρά τους. Ὅσο ὅμως αὐτὴ ἡ πίστη μένει ζωντανή, χωρὶς νὰ κάνει λιγότερο ὀδυνηρὸ τὸν θάνατο, μᾶς ἐπιτρέπει νὰ συνεχίζουμε τὴ ζωὴ καὶ νὰ ἐλπίζουμε. Μὲ ἄλλους τρόπους καὶ μὲ ἄλλα μέσα. Ἀλλὰ προσηλωμένοι στὴ βαθύτερη σοφία αὐτῆς τῆς ζωτικῆς πίστης.
Ἀλλιῶς θὰ ξυπνᾶμε θαλασσωμένοι -ἔχοντας τὴν ἐφημερίδα ἀνοιχτὴ ἤ τὴν ὀθόνη τῆς τηλεόρασης ἤ τοῦ ὑπολογιστῆ κι ὅμως τραγικὰ ἀπληροφόρητοι- καὶ θὰ ἀναρωτιόμαστε μὲ ἀσυγχώρητη ἀφέλεια :
«Μὰ πότε μπῆκε τὸ νερὸ μέσα;»
Ἄγγελος Καλογερόπουλος
πηγή: Aντίφωνο, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πλανόδιον τχ 51, Δεκέμβριος 2011