Οι ανήθικες συνταγές του Μονταλμπάν. Pan con tomate - Point of view

Εν τάχει

Οι ανήθικες συνταγές του Μονταλμπάν. Pan con tomate



O Ισπανός συγγραφέας Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν μιλάει για τον ήρωά του, τον ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο, σαν να πρόκειται για έναν αυθύπαρκτο χαρακτήρα, μια ανεξάρτητη προσωπικότητα, που ξεπερνά τις προθέσεις του δημιουργού του. Στην εισαγωγή του βιβλίου του «Οι συνταγές του Πέπε Καρβάλιο», γράφει γι’ αυτόν:  «Ο Καρβάλιο μαγειρεύει παρακινημένος από μια νευρωτική παρόρμηση, όταν είναι μελαγχολικός ή τσατισμένος, και σχεδόν πάντοτε αναζητά κάποιους “συνενόχους” που θα φάνε μαζί του αυτό που μαγείρεψε, προκειμένου να αποφύγει την αυνανιστική ικανοποίηση του μοναχικού φαγητού και να επικοινωνήσει».
Είναι γνωστό όμως ότι ο ίδιος ο Μονταλμπάν ήταν ένας  μερακλής καλοφαγάς, κι έτσι τα βιβλία του είναι γεμάτα με συνταγές, μερικές από τις οποίες μάλιστα είναι ιδιαιτέρως περίπλοκες. Παρόλο τον εντυπωσιακό αριθμό των συνταγών όμως, ο Μονταλμπάν φαίνεται να ξεχωρίζει μία από αυτές ως τη μόνη ικανή να τον ταξιδεύει απευθείας στις μυρωδιές της παιδικής του ηλικίας. Είναι το αγαπημένο των Καταλανών «pan con tomate», κάτι που θυμίζει τον δικό μας κρητικό ντάκο, τον ποτισμένο με τα ζουμιά και τις μυρωδιές του ελαιολάδου, της ντομάτας και της φέτας, που συνοδεύεται τα καλοκαίρια από τσικουδιά και παγωμένο νερό.
Στις «Ανήθικες συνταγές» του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, βρίσκουμε τη συνταγή: «Παίρνετε λίγο αφράτο χωριάτικο ψωμί, κομμένο σε φέτες από την προηγούμενη μέρα. Κόβετε στα δύο τις ώριμες ντομάτες και τις τρίβετε πάνω σε ψωμί έτσι ώστε να το ποτίσουν με το χυμό τους, τη σάρκα και τους σπόρους που θα συγκρατηθούν από το τραχύ μέρος της κόρας. Αλατίζετε ομοιόμορφα και περιχύνετε με λίγο ελαιόλαδο. Το αφήνετε να απλωθεί ελεύθερα, πιέζοντας το ψωμί με τα δάχτυλα για να ποτίσει όλη η φέτα.»
Το Ακάρεο του Bookstand
(Διασκευασμένο απόσπασμα από πρωτότυπο κείμενο του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου)
mvm
Περάσαν μέρες από εκείνο το βράδυ που πρωτοδιάβασα αυτό το κείμενο που με γέμισε με τα κόκκινα της ντομάτας, το δυνατό πράσινο ενός αγουρέλαιου και την τραγανή κρούστα ενός καλοζυμωμένου ψωμιού. Από τα ανοιχτά μου παράθυρα μπήκε μια ψύχρα αλλιώτικη. Μια ψύχρα που μύριζε βροχή. Κι εγώ έμεινα να κοιτώ κάθε μέρα τις ντομάτες μέσα στο σκούρο μπωλ τους, και να μην μπορώ να τις ακουμπήσω. Πήγαινα κοντά, μα τα χέρια μου δεν τις φτάναν.  Ήταν σαν να ήθελα να ακουμπήσω το καλοκαίρι που έφυγε και τα χέρια μου δεν πήγαιναν τόσο πίσω.
(Πόσο πίσω θες να φτάσεις, ώστε να έχεις το άλλοθι που σε κρατά;)
Έφτασα σε σημείο να τις πάρω και να τις φέρω στο τραπεζάκι που έχω μπροστά στον καναπέ. Μέσα στο σκούρο μπωλ τους. Πάντα. Και τις κοιτούσα πού και πού. Και πάλι δεν μπορούσα να τις αγγίξω.
Χθες το βράδυ όμως, έγινε κάτι.
Περασμένες δύο. Δεν είχα ύπνο. Αποφάσισα όμως να κλείσω υπολογιστή  και μουσική, και να πάρω το βιβλίο μου στο κρεβάτι.  Έκλεισα τα παντζούρια, τα παράθυρα, τα φώτα. Θέλησα όμως ένα τσιγάρο πριν πάω στην κρεβατοκάμαρα μου. Έκατσα στον καναπέ, στο σκοτάδι, να το καπνίσω. Η φλόγα του αναπτήρα έπεσε πάνω στην ντομάτα. Και η φωτιά πάνω στο κόκκινο, άναψε φωτιά σ’ εμένα.
Πήρα τις ντομάτες και τις έκοψα στα τέσσερα, αφού τις απάλλαξα λίγο από τις καμπύλες τους, ώστε να σταθούν καλά και στριμωγμένα στο μικρό ταψάκι. Καλογυαλισμένες με ελαιόλαδο και αλατισμένες με χοντρό αλάτι, και στριμωγμένες ανάμεσα τους ολόκληρες σκελίδες σκόρδου με το φλούδι, ακαθάριστες.
Και στη φωτιά του φούρνου!
(Ακαθάριστος μπαίνεις πάντα στη φωτιά. Για να προστατεύεσαι, τάχα μου, με τη φλούδα σου. Κι έτσι, ποτέ δεν αφήνεις να αποκαλυφτεί η νοστιμιά της γυμνής σου σάρκας.)
pancontomate2
Σήκωσα πάλι τα παντζούρια. Άναψα ένα πορτατίφ. Έβαλα ένα απόσταγμα. Σαν το τελείωσα, πήγα στην κουζίνα. Είδα από το τζάμι του φούρνου τις ντομάτες να έχουν παραδοθεί. Να έχουν ζαρώσει. Να μην είναι τραγανές πια. Σχεδόν ένιωθα τα σάκχαρα τους να καραμελώνουν μέσα στην άλλοτε σφιχτή τους σάρκα. Πήγα στην ψωμιέρα. Πήρα το ψωμί, κι έκοψα μια φέτα. Το άλειψα με λάδι. Έβαλα ένα απόσταγμα ακόμα. Είχα ανυπομονησία τώρα. Στην ατμόσφαιρα του σπιτιού μου είχε απλωθεί απαλά αυτή η μυρωδιά της ντομάτας που παραδίνεται στην φωτιά. Αυτή μόνο. Η μυρωδιά του σκόρδου ήταν κλεισμένη στη φλούδα του. Κι εγώ ένιωσα πείνα. Αληθινή. Λαχτάρα. Είχα καιρό να νιώσω έτσι λαχτάρα.
Πρώτα πήρα στα χέρια μου μια σκελίδα ψημένου σκόρδου. Έκαιγε. Την έφερα στο στόμα μου και δάγκωσα λίγο την άκρη, για να σπάσω τη φλούδα. Ρούφηξα το σκόρδο μέσα από τα δόντια μου. Δεν κρατήθηκα. Το δεύτερο πια το έκοψα με το μαχαίρι, στην κορυφή του, αλλιώς θα το ρουφούσα κι αυτό. Πίεσα με τα δάχτυλα μου τη σκελίδα, και γλίστρησε από μέσα η μελωμένη σάρκα. Την άλειψα στο ψωμί, και με τα χέρια μου, που αχ πόσο καιγόντουσαν, πήρα ένα κομμάτι ντομάτας από το ταψί και το σύνθλιψα πάνω στο ψωμί. Ναι. Με τα χέρια το άπλωσα. Και έτσι όπως το έφερα στο στόμα μου, και δάγκωσα την πρώτη μπουκιά, στάξαν χυμοί από την ντομάτα στο μέσα του καρπού μου.
Και γέλασα.
Γέλασα γάργαρα. Αναπάντεχα. Θυμήθηκα πως με τον ίδιο ακριβώς τρόπο είχαν στάξει στον καρπό μου οι χυμοί της πρώτης ντομάτας που έφαγα, κατευθείαν από το φυτό, στο μποστάνι του σπιτιού που έμενα στο νησί.
Η ντομάτα δεν είναι για όλες τις εποχές. Αλλά στέκεται άξια στις μεταβάσεις από τη μια στην άλλη. Την άνοιξη, σαν πρωτοεμφανίζεται, σε περνά στο καλοκαίρι που περιμένεις. Και το φθινόπωρο, σου θυμίζει πως ακόμα μπορείς να την κρατήσεις κοντά σου αν την κάψεις. Αν την κάνεις σάλτσα, όσο προλαβαίνεις. Αν την καλοψήσεις και την κοιμίσεις σε βάζο με ελαιόλαδο και μυριστικά. Νά, δεντρολίβανο και σκόρδο, ρίγανη και θυμάρι, μπούκοβο απαλό μαζί με το άλλο, που τα κάνει όλα φωτιά. Λίγους κόκκους ζάχαρης, χρωματιστά πιπέρια άσπαστα και δυο αστέρια γλυκάνισου.
Την τέλειωσα τη φέτα του ψωμιού. Στις τέσσερις το πρωί. Εκτίθεμαι που σ’ το λέω, αλλά είναι η αλήθεια. Σήμερα το πρωί που ξύπνησα και ξεκίνησα να σου τα γράφω αυτά, ξεκίνησε και να βρέχει. Εγώ όμως, σε ένα μικρό βάζο, έχω τις υπόλοιπες ψητές ντομάτες. Και είμαι έτοιμη να εκτεθώ ξανά.

Αργυρώ Κουτσού
via

Pages