ΤΟΝ ΠΡΩΤΟΓΝΩΡΙΣΑ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ. Είχα κατέβει στο λιμάνι να πάρω το βαπόρι για την Κρήτη. Κόντευε να ξημερώσει. Έβρεχε. Φυσούσε δυνατή σοροκάδα κι έφταναν οι πιτσιλιές της θάλασσας στο μικρό καφενεδάκι. Κλειστές. οι τζαμόπορτες, μύριζε ο αγέρας ανθρώπινη βόχα και φασκόμηλο. Εκανε έξω κρύο και τα τζάμια είχαν παχνιστει από τις ανάσες.
Πέντ' έξι θαλασσινοί ξενυχτισμένοι, με τις καφετιές από γιδότριχα φανέλες, έπιναν καφέδες και φασκόμηλα και κοίταζαν από τα θαμπωμένα τζάμια τη θάλασσα. Τα ψάρια, παραζαλισμένα από τα χτυπήματα. της φουρτούνας, είχαν βρει καταφύγι χαμηλά στα ήσυχα νερά και περίμεναν πότε να γαληνέψει ο κόσμος απάνω· κι οι ψαράδες, στριμωγμένοι στους καφενέδες, περίμεναν κι αυτοί πότε να πάψει η θεϊκιά ταραχή, να ξεφοβηθούν και ν' ανέβουν στο πρόσωπο του νερού τα ψάρια να τσιμπήσουν. Οι γλώσσες, οι σκορπιοί, τα σελάχια, γυρνούσαν από τις νυχτερινές επιδρομές τους να κοιμηθούν. Ξημέρωνε.
Η τζαμόπορτα άνοιξε ένας κοντός, ταγαριασμένος λιμανιώτης μπήκε· ξεσκουφωτος, ξυπόλυτος, ολολάσπωτος.
- Ε Κωσταντή, φωναξε ένας γέρος θαλασσόλυκος γαλάζα πατατούκα, τι γίνεσαι, μπρέ;
Ο Κωσταντής έφτυσε ξαγριεμένος.
- Τι να γίνουμαι; αποκρίθηκε. Καλημέρα, καφενέ! Καλησπέρα, σπίτι! Καλημέρα, καφενέ! Καλησπέρα, σπίτι! Να η ζωή μου. Δουλειά, γιόκ!
Μερικοί γέλασαν, άλλοι κούνησαν το κεφάλι, βλαστήμησαν.
- Η ζωή είναι ισόβια, είπε κάποιος μουστακαλής, που είχε κάμει τις φιλοσοφικές του σπουδές στον Καραγκιόζη· Ισόβια, ανάθεμά τη!
Γλυκό γαλαζοπράσινο φως περέχυσε τα βρώμικα τζάμια, μπήκε κι αυτό στο καφενείο, κρεμάστηκε σε χέρια και μύτες και κούτελα, πήδηξε στο τζάκι, πήραν φωτιά οι μποτίλιες. Τα ηλεχτρικά έχασαν τη δύναμή τους, άπλωσε ο μαχμουρλής ξαγρυπνισμένος καφετζής το χέρι και τα ‘σβησε.
Μια στιγμή σιωπή. Τα μάτια όλα σηκώθηκαν και κοίταξαν όξω τη λασπωμένη μέρα. Ακούστηκαν τα κύματα που σπούσαν μουγκρίζοντας και μέσα στον καφενέ μερικοί ναργιλέδες που γουργούριζαν.
Ο γερο-θαλασσόλυκος αναστέναξε.
- Μωρέ, τι να γίνεται ο καπετάν Λεμονής; φώναξε. Ο Θεός να βάλει το χέρι του!
Κοίταξε με άγριο μάτι πέρα τη θάλασσα.
- Φτου σου, αντρογυνοχωρίστρα! έγρουξε και δάγκασε το ψαρό μουστάκι του.
Καθούμουν σε μια γωνιά, κρύωνα, παράγγειλα και δεύτερο φασκόμηλο· νύσταζα· πάλευα με τον ύπνο, με την κούραση και με την πρωινή θλίψη της μέρας. Κοίταζα από τα θαμπά τζάμια το λιμάνι που ξυπνούσε κι ούρλιαζε με τις βαπορίσιες σειρήνες και με τους αραμπάδες και τους βαρκάρηδες. Κοίταζα, κοίταζα, κι ένα παραγάδι από θάλασσα, βροχή και μισεμό, πυκνό πολύ, συντύλιγε την καρδιά μου.
Είχα καρφώσει τα μάτια αντίκρα στη μαύρη πλώρα μεγάλου βαποριού, βουλιαγμένου ακόμα από την κουπαστή και κάτω μέσα στη νύχτα. Έβρεχε, κι έβλεπα τα νήματα της βροχής που έσμιγαν τον ουρανό με τη λάσπη.
Κι ως κοίταζα, το μαύρο βαπόρι και τους ίσκιους και τη βροχή, σιγά σιγά έπαιρνε πρόσωπο η πίκρα μου, ανέβαιναν οι θύμησες, στερεώνουνταν στον ογρόν αγέρα, καμωμένος από βροχή και λαχτάρα, ο αγαπημένος φίλος. Πότε; Πέρυσι; Σε άλλη ζωή; χτες; είχα κατέβει στο λιμάνι ετούτο να τον αποχαιρετήσω. Βροχή θυμούμαι πάλι και κρύο και ξημερώματα· κι η καρδιά πάλι φούσκωνε ανταρεμένη.
Φαρμάκι,ο αργός αποχωρισμός από τους ανθρώπους που αγαπάς καλύτερα να κόβεις με το μαχαίρι και να μένεις πάλι ολομόναχος στο φυσικό κλίμα του ανθρώπου, στη μοναξιά. Όμως, τη βροχερή εκείνη αυγή, δεν μπορούσα να ξεκολλήσω από το φίλο μου. (Αργότερα ένιωσα, αλίμονο πολύ αργά, το γιατί). Είχα ανέβει μαζί του στο βαπόρι και κάθουμουν στην καμπίνα του, ανάμεσα από τις σκορπισμένες βαλίτσες. Τον κοίταζα αργά, επίμονα, όταν πρόσεχε αλλού, σα να ‘θελα να σημαδέψω ένα ένα τα σουσούμια του - τα φωτερά γαλαζοπράσινα μάτια, το παχουλό νεανικό πρόσωπο, τη φίνα περήφανη έκφραση κι απάνω απ' όλα τα μακροδάχτυλα αρχοντικά χέρια του.
Μια στιγμή πρόφτασε τη ματιά μου να σούρνεται αρπαχτά, βυζαχτά, απάνω του· στράφηκε, με το περιπαιχτικό ύφος που έπαιρνε όταν ήθελε να κρύψει τη συγκίνησή του. Με κόχεψε· κατάλαβε. Και για να ξεστρατίσει τη θλίψη του χωρισμού:
- Ως πότε; με ρώτησε χαμογελώντας ειρωνικά.
- Τι ως πότε;
- Θα τρως χαρτί, θα πασαλείφεσαι μελάνια; Έλα μαζί μου· εκεί πέρα, στον Καύκασο, χιλιάδες από τη ράτσα μας κιντυνεύουν· έλα να τους σώσουμε.
Γέλασε, σα να 'θελε να κοροϊδέψει την αψηλή του πρόθεση. -
Μπορεί βέβαια να μην τους σώσουμε, πρόστεσε· μα θα σωθούμε εμείς προσπαθώντας να σώσουμε.
Έτσι δεν είναι; Αυτά δεν κηρύχνεις, δάσκαλέ μου; «Ο μόνος τρόπος να σώσεις τον εαυτό σου είναι να μάχεσαι να σώσεις τους άλλους…» Εμπρός, λοιπόν, δάσκαλε που δίδασκες… Έλα!
Δεν αποκρίθηκα. Άγια, θεογεννήτρα Ανατολή, αψηλά βουνά, κραυγή του Προμηθέα καρφωμένη στο βράχο… Καρφωμένη τα χρόνια εκείνα η ράτσα μας στους ίδιους βράχους, φώναζε. Κιντύνευε· φώναζε πάλι ένα γιο της να τη σώσει. Κι εγώ την άκουγα άνεργος, σα να 'ταν όνειρο ο πόνος, κι η ζωή μια συναρπαχτική τραγωδία, κι είναι μεγάλη χωριατιά κι αφέλεια να πετιέσαι από το θεωρείο σου στη σκηνή και να επεμβαίνεις στην πράξη.
Ο φίλος μου, χωρίς να περιμένει απάντηση, σηκώθηκε. Το βαπόρι σφύριζε τώρα για τρίτη φορά. Άπλωσε το χέρι:
- Γεια σου, χαρτοπόντικα! είπε περγελαχτά, για να κρύψει τη συγκίνησή του.
Το ξερε καλά πως ήταν ντροπή να μην μπορείς να εξουσιάσεις την καρδιά σου. Δάκρυα, τρυφερά λόγια, ακατάστατες χερονομίες, λαϊκές οικειότητες, του φάνταζαν ασκήμιες ανάξιες του ανθρώπου. Ποτέ, εμείς που τόσο αγαπιούμαστε, δεν είχαμε σταυρώσει ένα τρυφερό λόγο· παίζαμε και τσαγκρουνιούμαστε σα θεριά. Αυτός φίνος, ειρωνικός, πολιτισμένος· εγώ βάρβαρος. Αυτός συγκρατημένος, εξαντλώντας άνετα όλα τα φανερώματα της ψυχής του γύρα από το χαμόγελο· εγώ απότομος, ξεσπώντας σε ανάρμοστο απολίτιστο γέλιο.
Έκαμα να καμουφλάρω, κι εγώ μ' ένα σκληρό λόγο την ταραχή μου, μα ντράπηκα. Όχι, δεν ντράπηκα· δεν μπόρεσα.
Έσφιξα το χέρι του· το κρατούσα και δεν το άφηνα. Με κοίταξε με απορία.
- Συγκίνηση; μου έκαμε προσπαθώντας να χαμογελάσει.
- Ναι, του αποκρίθηκα ήσυχα.
- Γιατί; Δεν είπαμε, χρόνια τώρα δεν είχαμε μείνει σύμφωνοι; Πώς το λεν οι Γιαπωνέζοι που αγαπάς; Φουντόσιν! Απάθεια, αταραξία, το πρόσωπο χαμογελούσα ακίνητη μάσκα. Τι γίνεται πίσω από τη μάσκα, δικός μας λογαριασμός.
- Ναι, αποκρίθηκα πάλι, προσπαθώντας να μην ξανοιχτώ σε καμιά μεγάλη φράση - δεν ήμουν βέβαιος πως θα μπορούσα να κυβερνήσω τη φωνή μου, να μην τρέμει.
Το γκόνγκ ακούστηκε στο βαπόρι να διώχνει από καμπίνα σε καμπίνα τους επισκέφτες. Σιγόβρεχε. Ο αγέρας γιόμισε λόγια παθητικά του χωρισμού, όρκους, μακρόσερτα φιλιά, γοργές λαχανιαστές παραγγελίες… Έπεφτε η μάνα στο γιο, η γυναίκα στον άντρα, ο φίλος στο φίλο. Σα να χώριζαν για πάντα· σα να τους θύμιζε, ο μικρός ετούτος χωρισμός, το Μεγάλο. Κι ο γλυκότατος αχός του γκόνγκ ξαφνικά αντιλάλησε, πρύμνα πλώρα, μέσα στον ογρόν αγέρα, σα νεκρικιά καμπάνα.
Ο φίλος μου έσκυψε:
- Άκουσε, είπε σιγά, μην έχεις κακό ψυχανέμισμα;
- Ναι, αποκρίθηκα πάλι.
- Πιστεύεις σε τέτοια παραμύθια;
- Όχι, αποκρίθηκα με βεβαιότητα.
- Ε, λοιπόν;
Δεν είχε λοιπόν δεν πίστευα, μα φοβόμουν.
Ο φίλος μου απίθωσε αλαφριά το αριστερό του χέρι στο γόνατό μου, όπως συνήθιζε στην πιο εγκάρδια στιγμή, όταν κουβεντιάζαμε μαζί και τον έσπρωχνα να πάρει κάποιαν απόφαση κι αυτός αντιστέκουνταν και τέλος δέχουνταν και μου άγγιζε το γόνατο, σα να μου 'λεγε: «Θα κάμω ο,τι θες, από αγάπη…»
Δυο τρεις φορές αναπετάρισαν τα βλέφαρά του. Με κοίταξε πάλι. Κατάλαβε πως ήμουν πολύ θλιμμένος και δίστασε να μεταχειριστεί τ' αγαπημένα μας όπλα -το γέλιο, το περγέλιο…
- Καλά, είπε. Δώσ' μου το χέρι σου· αν ένας από τους δυο μας βρεθεί σε κίντυνο θανάτου…
Σταμάτησε, σα να ντράπηκε. Εμείς που χρόνια περγελούσαμε τις μεταψυχικές αυτές αεροδρομίες και ρίχναμε στον ίδιο λάκκο χορτοφάγους, πνεματιστές, θεοσόφους κι εχτοπλάσματα…
- Λοιπόν; ρώτησα, προσπαθώντας να μαντέψω.
- Ας το πάρουμε, έτσι, παιγνίδι, είπε βιαστικά, για να γλυτώσει από την επικίντυνη φράση όπου μπλέχτηκε. Αν ένας από τους δυο μας βρεθεί σε κίντυνο θανάτου, να στοχαστεί τον άλλο με τόσην ένταση που να τον ειδοποιήσει, όπου κι αν βρίσκεται… Σύμφωνοι;
Έκαμε να γελάσει, μα τα χείλια του λες κι ήταν παγωμένα, δεν κουνήθηκαν.
- Σύμφωνοι, είπα.
Ο φίλος μου φοβήθηκε μην παραφάνηκε η ταραχή του, και πρόστεσε βιαστικά:
- Δεν πιστεύω βέβαια σε τέτοιες εναέριες ψυχικές συγκοινωνίες…
- Δεν πειράζει, μουρμούρισα· ας είναι..
- Καλά λοιπόν, ας είναι· ας παίξουμε. Σύμφωνοι;
-Σύμφωνοι, αποκρίθηκα πάλι.
Αυτά ήταν τα τελευταία μας λόγια. Σφίξαμε αμίλητοι τα χέρια, έσμιξαν τα δάχτυλα λαχταριστά, χώρισαν απότομα, κι έφυγα γρήγορα, χωρίς να στραφώ πίσω, σα να με κυνηγούσαν. Έκαμα να γυρίσω το κεφάλι να δω το φίλο μου στερνή φορά, μα κρατήθηκα. «Μη γυρίσεις! πρόσταξα από μέσα μου· φτάνει!»
Όλο λάσπη η ψυχή του ανθρώπου, αδούλευτη, απελέκητη, με χοντροκομμένες ακόμα χωριάτισσες έστησες, και τίποτα καθαρό, σίγουρο, δεν μπορεί να μαντέψει· αν μάντευε, πόσο διαφορετικός θα 'ταν ο χωρισμός ετούτος!
Καζαντζάκης Νίκος - Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά
via