Ο Όμηρος είναι ή για τα μικρά παιδιά ή για τους πολύ γέροντες. Θα τον ακούσεις να παραμυθολογεί και θα σε δέσουν τα λόγια του, όπως σε δένουν μαύρα μάτια ή γαλανά, όταν δεν ξέρεις σχεδόν τίποτα ή όταν τα ξέρεις σχεδόν όλα. Έλα να ιδούμε, λοιπόν, κάτω απ' αυτή τη διπλή οπτική του μικροσκοπίου και του τηλεσκόπιου τι λέει στην ιστορία της Κίρκης.
Το καράβι του Οδυσσέα με τους συντρόφους πλέει στα νερά, και βιγλίζει μακρυά τους ορίζοντες. Ξαφνικά φαίνεται στο ραντάρ του νησί. Πλησιάζουν γλαυκοπετώντας και λάμνοντας και το νησί μεγαλώνει. Μεγαλώνει, ωσότου παίρνει το θώρι μιας ωραίας εξωτικής παραλίας.
- Τραβάτε και ιδέστε, τι είναι εκεί, λέει ο Οδυσσέας στους ναύτες. Γιομίστε τα τουλούμια με νερό. Πάρτε και στα φλασκιά κρασί, εάν βρείτε. Φέρτε και παξιμάδια, ανανάδες, καρύδες και ότι άλλο πετύχετε φαγώσιμο για το ταξίδι. Κι ελάτε να τραβήξουμε για τη μακρυνή Ιθάκη. Άειντε, και κάμετε σύντομα.
Οι σύντροφοι βαρκαρίζουνται στο νησί, κι ο βασιλιάς μένει επάνω στο καράβι φύλακας, συντηρητής, οικονόμος, και τεχνικός διαχειριστής.
Οι σύντροφοι προχωρούνε, ακροαστικά και ανιχνεύοντας, φτάνουν μπροστά σ' ένα παλάτι, και βλέπουν μια μάγισσα. Η Κίρκη είναι αυτή. Την πλησιάζουνε άφοβα, κι εκείνη τους ρωτάει το ποιος και το πώς, το πούθε, το γιατί και για που. Ακούει και μαθαίνει.
Ύστερα τους κοιτάει γλαρωτικά, σηκώνει μια ξαφνική βεργούλα, αγγίζει απάλαφρα τους συντρόφους στον ώμο και στον τράχηλο, κι αμέσως οι σύντροφοι γίνουνται χοίροι. Ένα γραμμόφωνο πιο πέρα παίζει κάποιο σημαδιακό ρεμπέτικο:
Τα δυο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε.
Οι σύντροφοι σκορπίζουνται δυο δυο, τρεις τρεις στην πρασινάδα και στις βραγιές του κήπου, και αναματιάζουνται σαστισμένοι. Ύστερα, μ' ένα τρελό χοροπηδητό, αρχίζουνε να τρέχουν, να στέκουνται, να πηδάνε, και να γρυλλίζουν. Θέαμα ευτυχισμένο παραδείσου.
Λουτσάνε και στα νερά, κι όπου βρούνε λάσπη πάνε και χώνουν το μουσούδι τους, και κυλιούνται πανεύτυχα. Τα τρελαίνει η λάσπη τα γουρούνια, που λέει κι ο Δημόκριτος.
Ο Οδυσσέας περιμένει στο καράβι τους συντρόφους, αλλά οι σύντροφοι δεν έρχουνται. Μία, δύο, πέντε, δέκα ημέρες. Αδημονεί, συγχύζεται, κακοβάλνει. Κάποτε χάνει την υπομονή του. Ξεκινάει να πάει ο ίδιος στο νησί. Και πηγαίνει και βλέπει. Και βλέπει και θιαμάζεται. Και θιαμάζεται και δεν πιστεύει.
- Σε καλό μου, Ποσειδώνα! φωνάζει. Τι μού 'στειλες πάλι!
Τότε αντικρύζει και τη μάγισσα. Τα μάτια της είναι σκοτεινά της αστραπής. Σε μαρμαρώνουν. Ένα ρίγος νιώθει να κυλάει στη ράχη του, και ξαφνικά καταλαβαίνει. Δια μιάς συλλαβαίνει ολόκληρη την κατάσταση. Εποπτικά και ακαριαία, που λένε οι ψυχολόγοι της ενορατικής μάθησης. Ξιφουλκεί τότε, το μάτι του άγριο, και σκούζει στη μάγισσα.
- Πίσω, άτιμη, και σ' έφαγα. Τη Μπαναγία σου μέσα. Κάνε γρήγορα τους συντρόφους μου ανθρώπους! Γιατί σου παίρνω το κεφάλι με το σπαθί, όπως ο Περσέας τη Γοργόνα. Και δεν έχω και καθρέφτη.
Η Κίρκη πανικοβάλλεται, ξεφωνίζει αχ, ζαρώνει να αφανιστεί.
Σηκώνει το μαγικό ραβδάκι, αγγίζει πάλι τους συντρόφους. Ένας-ένας αρχίζει να αναδύεται μέσα από το θαμπό βάθος του κόσμου των ζώων. Αγάλι-γάλι τα γουρούνια παίρνουν ν' αλλάζουν σουσούμια, μεταμορφώνουνται, ξαναγίνουνται άνθρωποι.
Ο βασιλιάς διατάζει τους ναύτες να στοιχηθούν τριάδες, πάντα με το σπαθί στο χέρι. Κοιτάει τη μάγισσα και η ματιά του έχει μεγάλη εξάντληση. Ψιθυριστά σχεδόν της λέει:
- Καημένη μου, σπολλάτη σου. Που δε σε κόβω λιανά λιανά με το γεντέκι, να σε ρίξω να σε φάνε τα ψάρια της πισίνας σου. Κι είσαι και γυναίκα.
Είπε, και γυρίζει στους συντρόφους, και τους δίνει το παράγγελμα: - Άντρες! εμπρός μαρς! ένα δύο, εν δυο! Παίρνει τους στρατιώτες του και ξεμακραίνει κατά το καράβι.
Αυτή είναι η ιστορία της Κίρκης. Και κάπως έτσι θα την διδάξουμε στους μαθητές μας οι δάσκαλοι. Στα παιδιά των δεκατριώ χρονών. Θα καρυκέψουμε και λίγο το μάθημα με μια πρόχειρη γαρνιτούρα. Γραμματική, λίγη σύνταξη, λέξεις, εικόνες, στοιχεία εποχής, διαγραφή χαρακτήρων και τα συναφή. Πάει καλά.
Ένας μαθητής μικρός, μικρούτσικος, δοκιμάζει να ξηλώσει στην άκρη το στερεό ύφασμα που ύφανε ο αργαλειός της τάξης.
- Μα καλά, κυρ δάσκαλε, αυτός είν' ο Όμηρος; Ένα τέτοιο παραμύθι θα μπορούσε κι η γιαγιά μου να το πλάσει. Για να μας νανουρίζει τις νύχτες με το φεγγάρι. Λίγο αλαφροΐσκιωτη νά 'τανε, λίγο νεραϊδοπαρμένη, και φτάνει. Αυτός είν' ο Όμηρος;
Αυτός είν' ο Όμηρος;
ερωτάμε κι εμείς με τη σειρά μας. Ο πατέρας των ποιητών; Όπως έλεγε κι ο ίδιος για το Δια, ο πατέρας των θεών. Ο Όμηρος, στους έλληνες ο πρώτος, η πύλη του πολιτισμού της Ευρώπης, η ακένωτη πηγή της σοφίας;
- Οι τραγωδίες μου είναι ψίχουλα από την πλούσια τράπεζα του Ομήρου, έλεγε ο Αισχύλος. Κι ένας ζωγράφος, ο Γαλάτων, εζωγράφισε ένα συμπόσιο σε πολυτελή αίθουσα. Έβαλε γύρω-τριγύρω όλους τους μεγάλους έλληνες συγγραφείς, και στη μέση ο Όμηρος. Ανοίγει το στόμα του καθώς τερρακόττα, και κάνει εμετούς. Και οι άλλοι τρώνε εν χορώ τα "έμημεσμένα". Τριάντα αιώνες τώρα τον μελετάμε. Τον διδάσκουμε, τον σπουδάζουμε, τον εξηγάμε, τον σχολιάζουμε, και στην ακρη του δεν εφθάσαμε. Κι ούτε θέλει να φτάσουμε ποτές. Αυτός λοιπόν είν' ο Όμηρος; Ένας ανοϊκός γεροντάκος; Σε καλό μας, δηλαδή,
Ο μαθητής με τα έξυπνα μάτια έχει δίκιο. Μας προκαλεί. Να αποβάλουμε τη συνδρομή αφέλεια που, χωρίς οι ίδιοι να το νιώθουμε, κατεβάζει το δάσκαλο στην ηλικία του μαθητή. Ο μαθητής μας προκαλεί να ιστορήσουμε αλλοιώτικα την ιστορία. Όχι πια για τα παιδιά, αλλά για τους γερόντους. Κάπως έτσι.
Στον παλιό καιρό, στα χρόνια του Τρωικού πολέμου και του Όμηρου που λένε, ένα καράβι ταξιδεύει στις θάλασσες. Οι ναύτες του είναι σκαριά και ράτσες. Γεμιτζήδες, μούτσοι, λοστρόμοι, καμαρωτοί. Ανάμεσα τους βρίσκεται ίσως και κάποιος κοντραμπατζής.
Είναι όλοι τους άνθρωποι αγράμματοι, μεροκαματιάρηδες, αγροίκοι. Το ξεροβόρι και η αρμύρα έχει αργασμένο το πετσί τους. Είναι ξυπόλυτοι, χελωνόδερμοι, σκύλοι καραβίσιοι, θαλασσόλυκοι που λέει ο κόσμος. Η γλώσσα τους είναι φτενή, οι λέξεις το πιότερο χυδαίες. Οι βρισιές περισσεύουνε. - Μη βρίζεις σα ναύτης! που λέει η παροιμία.
Όλο ετούτο το τσούρμο ταξιδεύει στα πέλαγα μήνους, και κάποτε χρόνους. Δε βλέπουνε παρά θάλασσα και ουρανό. Και ζούνε με τους αέρηδες, τις τρικυμίες, τα κίντυνα, τους σκορβούτους, τη ναυτία. Και οι καρχαρίες να χάσκουν στου καραβιού τις πάντες. Ο καθένας στη δουλειά του. Στο κουπί, στο βίτζι, στον αργάτη, στη γέφυρα, στο δοιάκι. Κάθουνται τα βράδυα, αστρονομίζουνται, κοιτάνε το Νότιο Ιχθύ, τον α του Κενταύρου, το Σταυρό του Νότου, και σκέφτουνται το σπίτι τους. Να γυρίσουνε στα παιδιά, στη γυναίκα, στους φίλους. Το λιμάνι, η ταβέρνα. Να πιούνε το κρασάκι τους, να καλοκαρδίσουν, να τραγουδήσουνε, να ξεδώκει ο νους. Να ξαναγινούνε άνθρωποι, μωρέ.
Πολλά τους λείπουνε. Και η στέρηση κρατά την ψυχή τους φρυγμένη γη. Αλλά πάνω απ' όλα τους λείπει η γυναίκα. Αχ, το θηλυκό, η τρυφερή σάρκα, το νόστιμο φιλί, το ≪παίξε με≫. Και είναι όλοι τους στο φόρτε της ηλικίας. Δυνατοί, νταβραντισμένοι, ακαταπόνητοι, να πλαντάξουν. Το βράδυ στυλώνουν το βλέμμα σε κάποια γυμνή καρφωμένη στον τοίχο της κουκέτας. Τότε το μάτι τους μαυρίζει. Για μια στιγμή σταματά η ανάσα τους. Ένας υδράργυρος νιώθουν να κυλάει στην πλάτη τους ως κάτου στη ραχοκοκαλιά. Οι ασκητάδες της λαγνείας, που έλεγε ο Μυριβήλης για κάποιους άλλους ναύτες σε χαρακώματα και σε αμπριά.
Τι πάει να πει γυναίκα για το ναυτικό, το ξέρει όλος ο κόσμος.
- Ο στόλος! έρχεται ο στόλος! Θυμηθείτε το σύρμα που έπεφτε σε παλιότερους καιρούς στον Πειραιά, όταν έφτανε ο 6ος Στόλος. Η προκυμαία, τα μαγαζιά, τα ντερσέκια, η Τρούμπα. Όλα τα σήκωνε και τα αρμένιζε ένας άνεμος πυρετός. Σε κορμιά και σε παντελόνια, σε σάρκες και σε τσέπες συναγερμός και πόλεμος.
Τέτοιοι είναι και οι σύντροφοι του Οδυσσέα. Οι ασκητάδες της λαγνείας. Και ξαφνικά βρίσκουνται σ' ένα εξωτικό νησί. Ξανοίγουν μπροστά τους μια ωραία γυναίκα. Είναι τόσο έμορφη, που μοιάζει μάγισσα. Καθώς τους πλησιάζει, περπατάει και νομίζουνε πως γίνεται σεισμός.
- Παναγιά μου! θα βουλιάξει το νησί.
Μάγισσα λέμε και σήμερα μια ωραία γυναίκα. Όπως και γόη έναν αρρενωπό άντρα. Γητευτής που μαγεύει τα σουρούλια και τα φίδια. Πόσα τραγούδια δεν εσκαρώσανε ο Μάρκος και ο Μπάτης και ο Τσιτσάνης για μάγισσες και βότανα, και λαγγεμένη Ανατολή.
Αυτή λοιπόν είναι η Κίρκη. Μια γυναίκα θύελλα και καταποντισμός. Στέκεται αγνάντια, κουβεντιάζει τους ναύτες, και η ερωτική πενία αγκριφώνει άγρια τα κορμιά τους. Νιώθουν να τους χτυπάνε απανωτά ουρές από κίτρινους σκορπιούς. Αλλά και η Κίρκη είναι μόνη. Βασίλισσα στην ερημιά σαν τη βασίλισσα του Σαβά στα ταξίδια του σοφού Σολομώντα. Απολησμονημένη σε μία εξωτική όαση.
Πόση εμορφιά, και πόσα καλέσματα του αίματος τριγύρω της. Κήποι, χουρμαδιές και ανανόδεντρα, λωτοί για λωτοφάγους, ίσκιοι, φυλλωσιές που τις τυφλώνει το κάθετο φως, πουλιά να κελαηδούν κρυμμένα στους φοίνικες. Και οι καθαρές αμμουδιές απλωμένες ανάσκελα. Στη μέση το ωραίο παλάτι, στην άκρη το ατλάζι του πελάγου. Και κάπου κοντά οι σπηλιές της αμμουδιάς, κι οι ζωγραφιές της θάλασσας. Τόποι για εμπνοή και ποίηση.
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη υπάρχει μια έκσταση.
Και η Κίρκη η σκοτεινή είναι φλεγόμενη σαν του ήλιου τις κηλίδες. Ο Όμηρος κάπου τη φωνάζει και ηλιογέννητη. Είναι δροσάτη και θαλερή. Και πάνου απ' όλα διψασμένη για άντρα. Καθώς καίει το τζάκι κέδρα και λιβανωτούς- καθώς ανάβουν τα δαδιά και οι λαμπάδες στους λυχνοστάτες・καθώς κορώνει ψηλά ο πολυέλαιος・εκείνος ο τολμηρός του Καβάφη που μες στη φλόγα του την καθεμιά πυρόνει μια λάγνη πάθησις, μια λάγνη ορμή・καθώς στρώνεται το πλούσιο τραπέζι με κυνήγια, με ≪καθαρά≫ ψάρια, με δυνατά κρασιά・καθώς αρχίζουν τα λιανοτράγουδα...
Οι σύντροφοι, ένας ένας, γνωρίζουν τους κόλπους της Κίρκης. Και η δαιμονική γυναίκα είναι αχόρταγη. Ορμάει και μπαίνει στο βαθύ της στοιχείο σαν την πανσέληνο. Ποιος αρχαίος συγγραφέας αναφέρει για την Κλεοπάτρα Σελήνη, τη γνωστή μας, ότι σε μια νύχτα έκανε στοματικό έρωτα με δεκάδες ρωμαίους ιππείς; Και ο λατίνος ιστορικός μιλά για την ακαταπόνητη Μεσσαλίνα, τη γυναίκα του Κλαύδιου, ότι σε διαγωνισμό δύναμης, ταχύτητας και αντοχής κατατρόπωσε τις πιο διαβόητες εταίρες της Ρώμης. Η Κίρκη γίνεται στέρνα ακένωτη χυμών, και βροντείο ήχων.
Έρχεται, λοιπόν, η ερωτική παννυχίδα χωρίς όρια και μέτρα. Βόγγος άγριος του πελάγου, τρικυμία τρικούβερτη στους κήπους, αστραπές και τρέμουλο στα παράθυρα, στις κάμαρες, στα φωτανάμματα. Είναι αγριολατισμένο το τραγούδι του Καΐκια και του Σκίρωνα, του Εύρου και του Λίβα. Θα υπάρχει στη θέση του αύριο το νησί; Ή θα τό 'χουν καταπιεί οι ροές του ωκεανού και η συνταραχή των άστρων;
Και τη μία νύχτα ακολούθησε άλλη. Και τη μία μέρα ακολούθησε άλλη, και άλλη. Και επέρασε καιρός πολύς σε ώρα λίγη. Και ο Οδυσσέας περιμένει στο καράβι με την παλάμη κεραμίδι στο μέτωπο. Δεν ημπορούμε παρά να λογαριάσουμε την ψυχολογική μετάλλαξη που συντελέστηκε στα συνήθια των συντρόφων. Των άξεστων συντρόφων που βρεθήκανε καταμεσίς στη δίνη του αρσενικού ζώου. Πού ήσανε χθες, και πού βρίσκουνται τώρα; Όλο τον καιρό επαλεύανε με την κόλαση. Η βάρδια, το κουπί, η αϋπνία, η πείνα, ο κίνδυνος, η ναυτία, η ανία, το ως πότε; Και ξαφνικά η μέρα εγύρισε φύλλο, και η σκυλίσια αίσθηση έγινε όνειρο. Παράδεισος, χορτασμός, μαγεία, όρ-γος και τελεσμός. Ένα παραμύθι ανύποπτης φαντασίας εκατέβηκε, και ετύλιξε με μουσική βαθύηχη και όραση θολή ολάκερη την ύπαρξη των συντρόφων.
Μα το να ζήσεις έτσι είναι διάταξη και σύνταξη θαυμάτων. Και να πεθάνεις έτσι είναι μεταλλείο μετεώρων που, μέσα από τα ερείπια και την τέφρα των άστρων, χύνουνται καταχυτά στους καταρράχτες των γαλαξιών. Ο πιο ωραίος θάνατος, λέει κάπου ο Γκαίτε, είναι να στροβιλίζεσαι σ' ένα τρελό χορό με τη γυναίκα που αγαπάς, και να πέσεις απότομα ξερός.
Οι σύντροφοι σιγά σιγά βουλιάζουν σ' ένα ηδονικό αποκάρωμα. Ένας γελούμενος πυρετός, μια αίσθηση παντοδυναμίας μέσα στην τέλεια άφεση τους κυριεύει ως τις ίνες και τα κύτταρα. Σιγά σιγά τα ξεχνούν όλα. Πάει και κυβερνήτης και καράβι. Πάει η θάλασσα, το ταξίδι, η αποστολή, ο νόστος και η Ιθάκη. Αυτά τώρα πια είναι για τους πεζούς και τους φρόνιμους. Ετούτοι το κρασί τους το πίνουνε άκρατο. Δε γίνεται να το νερώσουν. Ακριβώς σύμφωνα με την αίσθηση εκείνου του τρομαχτικού λυρικού, που πέθανε στα είκοσι εννέα του χρόνια:
Της πον ορίζει Ποστούμιας ο νόμος τό' πε: Όπου αρέσει σας δώθε πάρτε δρόμο νερά εσείς, τον κρασιού χαμός, τραβάτε στονς σεμνούς. Εδώ μένει αγνός ο Βάκχος. Εάν χρωματίσουμε με λίγο ηθικό λουλάκι ετούτη τη σύρριζη αλλαγή στη συμπεριφορά των συντρόφων, βλέπουμε τους εαυτούς μας αναγκασμένους να μιλήσουν για ανθρώπους που γινήκανε ζώα. Τα ξεχάσανε όλα. Και στο θόλο της ζωής τους ένας είναι ο ήλιος.
Η Κίρκη με τα θέλγητρα και με τα παιχνίδια της. Ο πόλεμος του θέρου και του τρύγου. Τη μεταμόρφωση ο Όμηρος την περιγράφει με μια απλότητα που κλονίζει. Η Κίρκη άγγιξε τους συντρόφους με τη μαγική βεργούλα. Νά 'τανε άραγε αυτό η αχνογελόχαρη κλειτορίδα της; Κι εκείνοι γενήκανε γουρούνια. Ο Οδυσσέας αποκαρτέρησε κάπου. Και πήρε τα βουνά και τα όρη. Ξεκινά να πάει να κάμει ο ίδιος αυτοψία. Να αναγνωρίσει έδαφος και κατάσταση. Τραβάει στο νησί, διασχίζει τους κήπους, περνάει την αύλειο θύρα, μπαίνει στο παλάτι, και βλέπει. Βλέπει και δεν πιστεύει.
Εδώ οι θάλασσες περάσανε μέσα από την τρύπα της βελόνας. Πυγολαμπίδες κι ακανθυλίδες ζουν μεγάλες περιπέτειες. Το πρώτο που τού 'ρχεται είναι ν' αρπάξει το καμουτσί, και να γίνει Αίας μαστιγοφόρος σε πρόβατα και μοσχάρια.
- Σκυλιά! να τους φωνάξει. Ξεβράσματα και βδέλλες. Σας έστειλα στο αμπέλι για σκάψιμο, και σεις μου ξεκόψατε στο δρόμο, και γουρουνίζετε στην ταβέρνα. Εμπρός! ούλοι μπροστά και γραμμή, στο καράβι.
Όμως δεν είναι αυτή η επιλογή. Γιατί ο Οδυσσέας είναι έξυπνος. Ο Οδυσσέας είναι ο πιο έξυπνος έλληνας του καιρού του, και των άλλων καιρών. Δέκα χρόνους επολέμησαν το κάστρο αρίφνητα ασκέρια δαναών, και δεν έφτασαν να το πάρουν. Και κείνος, ένας και μόνος, το πήρε σε μια νύχτα. Και να ειπείς πως ήταν ο πολεμοχαρής, ή ο γεννημένος στρατηγός; Όχι. Όταν στη γενική επιστράτεψη των ελλήνων επήγαν να τον πάρουν από την Ιθάκη, ο Οδυσσέας, για ν' αποφύγει, επήρε το ζευγάρι του τα βόιδια κι επήγε να σπείρει τις αμμουδιές αλάτι. Για να τον πάρουμε για τρελό, και να τον προσπεράσουν. Πολύτροπον, και πολύμητιν, και πολυμήχανον τον ονομάζει ο ποιητής. Και τον θέλει εκλεκτό της Αθηνάς, της θεάς της σοφίας. Κάθε φορά, διηγιέται ο Όμηρος, που τα πράγματα τον έριχναν στα στενά- κάθε φορά που έβρισκε μπροστά του τοίχο συμπαγή, εκεί που χρειαζότανε πόρτα για να περάσει- κάθε φορά που σήκωνε πελιδνός τα χέρια και φώναζε: - Βοηθάτε θεοί! χάνομαι- κάθε τέτοια αμήχανη και άπορη ώρα, κατέβαινε αστραπή η Αθηνά από τον Όλυ-μπο, και τού 'δινε τη λύση:
- Έτσι θα κάμεις τώρα. Τούτο θα κάμεις τώρα. Πρόσεχε! από δώ. Αυτό θα κάμεις τώρα!
Μας έχει πρήξει ο Όμηρος να το λέει και να το ξαναλέει. Ο Οδυσσέας, τονίζει ο ποιητής συνέχεια, είχε άγιο και πολιούχο την Αθηνά, τη θεά της σοφίας. Ποια Αθηνά, αναγνώστη μου; Ποια θεά, και σοφία και κουροφέξαλα; Το μυαλό του είχε προστάτη και πολιούχο. Η σκέψη του ήταν η Αθηνά. Η σκέψη του, η αστραφτερή, η θυελλώδης στην ηρεμία της, η πάντα έτοιμη, η πολύτροπη. Η σκέψη του η λυγερή σαν το φίδι, και η τρομερή σαν τον πάνθηρα. Είδες ποτέ σου στο σκοτάδι να αστράφτουν τα μαχαίρια; Την κάθε δύσκολη κατάσταση ο Οδυσσέας την εκτιμούσε ακαριαία. Το μυαλό του ήταν ένας πολύπλοκος υπολογιστής που έφτανε από τη Γενεύη στο Παρίσι. Αυτό τού 'δινε την αστραπιαία λύση, που την εδιάβαζε ως την τελική της φάση. Τη λύση τη μία, την αδιανόητη, την εξαιρετική. Η σύλληψη των ελλήνων, ότι ήταν ο πιο έξυπνος άνθρωπος και ο προστατευόμενος της Αθηνάς σοφίας, περιέκλεινε αυτό ακριβώς το νόημα.
Τώρα, μπροστά στο πρόβλημα της Κίρκης σκέφτεται απλά:
Ποιος ημπορεί να αποσπάσει ετούτους τους παράφρονες από αυτό το γλέντι των θεών; Έτσι και δοκιμάσω να ασκήσω βία, θα με αρπάξουν όλοι τους, θα με σκορπίσουνε κομμάτια, και θα σπείρουν τα μέλη μου στη θάλασσα. Όχι αυτός. Άλλος πρέπει νά 'ναι ο δρόμος. Ο Οδυσσέας κοιτάει ήρεμα τους συντρόφους. Σε μια στιγμή, και χωρίς να το νιώσει κανείς, αναποδογυρίζει το μάτι του, που να φανεί το ασπράδι. Όπως ακριβώς λένε ότι γινότανε το βλέμμα του Βοναπάρτη πριν από τις μεγάλες μάχες. Το Λόντι, το Μαρέγκο, το Αούστερλιτς. Οπότε ο βασιλιάς της Ιθάκης πραγαλιάζει απότομα, κοιτάει με νόημα τους συντρόφους, και το γυρίζει σε σκοπό αντάμικο.
- Ωχού, καρντάσηδες! τι κελεπούρι και θάμασμα είναι τούτο. Η καύλα της λειώνει τα χάλκινα κηροπήγια. Και το γέλιο της καταλάμπει τον Όλυμπο.
Γελάει και χαίρεται, και το ιερό όρος αστραποβολάει ολάκερο. Από το Λιτόχωρο έως το Μύτικα. Ορμάτε, κι εγώ μαζί σας. Και ρίχνεται με τους άλλους στο γλέντι.
- Έτσι σε θέλουμε, αρχηγέ, φωνάζει το χαυνωμένο κοπάδι. Να μας ζήσεις. Και δίνουνε άγριο κρότο με τα χέρια. Ο Οδυσσέας γνωρίζει τώρα με τη σειρά του τους κόλπους της Κίρκης. Τελευταίος, αλλά τους εγνώρισε. Και το γλέντι τραβάει γαϊτάνι. Ωστόσο στο κλειστό σύστημα τώρα μπαίνει μια καινούργια αιτία, που θα φέρει το χαλασμό.
Για την Κίρκη ήρθε η ώρα, τώρα να γνωρίσει τον άντρα. Ο Οδυσσέας δεν είναι λοστρόμος. Ο Οδυσσέας δεν είναι ο κυβερνήτης. Ο Οδυσσέας δεν είναι ο βασιλιάς. Ο Οδυσσέας είναι ο πιο έξυπνος άντρας. Κι αυτό δε σημαίνει απλώς πολλά. Αυτό τα σημαίνει όλα. Η Κίρκη είναι έξυπνη. Γι' αυτό είναι τόσο έμορφη, ώστε να φαντάξει μάγισσα και μάγισσας παιδί. Γι' αυτό μαγεύει τ' άστρι και δεν περπατεί. Αν δεν ήτανε έξυπνη η Κίρκη, δε θά 'τανε κι έμορφη. Η εμορφιά είναι δύναμη νόησης. Η εμορφιά δεν είναι απλά καμπύλες, και χρώτας, και λίκνισμα, και λαιμός και μαλλιά. Η εμορφιά είναι δαιμονική κυριαρχία στον περίγυρο από αιτίες απροσδιόριστες. Είναι το ≪άμήχανον κάλλος≫ που λέει ο Πλάτων. Κοιτάς μια γυναίκα στο δρόμο, και γίνεσαι χάνος. - Τι κινούμενο όραμα είναι ετούτο! φωνάξεις, και πέφτεις με το αμάξι στην κολόνα. Σταματάς, την κουβεντιάζεις λίγο, κι όπου φύγει φύγει. Πέντε λεφτά σου άρκεσαν, για να βγάλεις από μέσα της το μοσχάρι και την όρνιθα. Το ίδιο συμβαίνει και μ' έναν άντρα που έχει επιφάνεια, αλλά από μέσα του είναι στεκάμενο έλος.
- Τι Πατούχας μου βγήκε, μωρέ, ετούτος ο ολυμπιονίκης!
Η Κίρκη, λοιπόν, τώρα γνωρίζει τον άντρα. Το διαπεραστικό της βλέμμα βγάζει από μέσα του εκείνη τη δύναμη που περνά από το ωραίο στο υπέροχο, όπως λέει ο Κάντ. Ωραίο είναι το ρόδο, το ζουμπούλι, ο έποπας, το κελάρυσμα της πηγής, ο κήπος, το δειλινό. Αλλά ο κεραυνός, όταν σκάει δίπλα σου και σε τυφλώνει η λάμψη του και η βροντή του σε αλαλιάζει, είναι υπέροχος. Και όσο το ωραίο τρέπεται στο υπέροχο, τόσο γίνεται και πιο επικίνδυνο. Το υπέροχο είναι τρομερό, και στις _ πολύ φηλές τιμές του σκοτώνει. Παράδειγμα η ωραία Ελένη του Μενελάου, που έσυρε ξοπίσω της χιλιάδες κουφάρια.
Η Κίρκη, λοιπόν, τώρα βρίσκει τον άντρα. Τώρα ερωτεύεται. Κυριαρχική και κυρίαρχη μένη, αφήνεται σε μια αίσθηση θριάμβου και πανικού. Αφανίζεται όλη μέσα στους εξοντωτικούς σπασμούς της ύπαρξης, και στις καταλαμπές των οραμάτων της. Γυναίκα δαιμονική, γιατί 'ναι έξυπνη, ερωτεύεται και παραδίνεται στον Οδυσσέα, όπως η θεά Καλυψώ. Η Καλυψώ εκράτησε τον Οδυσσέα εφτά χρόνους στη σπηλιά της. Και έφτασε να του τάξει την αθανασία, αν αρνιότανε για το χατίρι της την Ιθάκη.
-Άσε με, θεά μου, να φύγω. Να ιδώ μια μέρα να καπνίζει το φουγάρο της καλύβας μου. Την παρακαλούσε ο Οδυσσέας, και δάκρυζε. Άσε με.
-Όχι, παλικαρά μου. Δε σ' αφήνω, γιατί μ' αρέσεις. Το βλέμμα σου με τρελαίνει, τού 'λεγε η Καλυψώ. Εκείνος της γύρευε καπνό, κι εκείνη του ζήταγε τσιμπούκι, λέει ο Σεφέρης.
Έτσι οι σύντροφοι, σκύλοι του χασαπιού μπροστά στο λιοντάρι της σαβάνας, ένας ένας χάνουν τους κόλπους της Κίρκης. Δεν έχει μάτια να τους δει. Με μια ψυχρολουσία ανάνηψης που σοκάρει, ξυπνούν από το ναρκωτικό τους αποκάρωμα. Από το βαθύ ύπνο της ηδονής και της ακηδίας ξανανεβαίνουν πάλι στη σφαίρα της εγρήγορσης. Τινάζουν το κεφάλι, τεντώνουν τα άκρα, ξανοίγουν τα μάτια, ξαναγίνουνται άνθρωποι.
Ο Όμηρος το σημείο αυτό το παρασταίνει με την ίδια απλότητα της υψηλής ποίησης. Ο Οδυσσέας υποχρεώνει την Κίρκη με το σπαθί να ξανακάμει τα γουρούνια συντρόφους. Οι σύντροφοι λοιπόν ξυπνούν. Κι ένα πρωί...
- Ε βασιλιά, σήκω να φύγουμε. Μας περιμένει το καράβι, η θάλασσα, το ταξίδι, τα σπίτια μας. Ο πηγαιμός για την Ιθάκη.
Αλλά ο Οδυσσέας αυτό ήθελε. Μόνο που για να το πετύχει σε τούτη τη στιγμή χρειάστηκε να αλλάξει τη ρότα του τρόπου του. Κάποτε, βλέπεις, για να φτάσεις στις Ινδίες, πρέπει να τραβήξεις κατά Αμερική.
- Εμπρός στρατιώτες μου. Πάμε!
Και γυρνώντας στην ωραία γυναίκα την εκοίταξε μ' ένα τρυφερό βλέμμα που έσταζε μεγάλο πόνο. Ο Οδυσσέας αποχωρεί από το νησί της Κίρκης περισσότερο ευλογώντας, και λιγότερο ερωτευμένος.__.
Δ. Λιαντίνης - Γκέμμα
Το καράβι του Οδυσσέα με τους συντρόφους πλέει στα νερά, και βιγλίζει μακρυά τους ορίζοντες. Ξαφνικά φαίνεται στο ραντάρ του νησί. Πλησιάζουν γλαυκοπετώντας και λάμνοντας και το νησί μεγαλώνει. Μεγαλώνει, ωσότου παίρνει το θώρι μιας ωραίας εξωτικής παραλίας.
- Τραβάτε και ιδέστε, τι είναι εκεί, λέει ο Οδυσσέας στους ναύτες. Γιομίστε τα τουλούμια με νερό. Πάρτε και στα φλασκιά κρασί, εάν βρείτε. Φέρτε και παξιμάδια, ανανάδες, καρύδες και ότι άλλο πετύχετε φαγώσιμο για το ταξίδι. Κι ελάτε να τραβήξουμε για τη μακρυνή Ιθάκη. Άειντε, και κάμετε σύντομα.
Οι σύντροφοι βαρκαρίζουνται στο νησί, κι ο βασιλιάς μένει επάνω στο καράβι φύλακας, συντηρητής, οικονόμος, και τεχνικός διαχειριστής.
Οι σύντροφοι προχωρούνε, ακροαστικά και ανιχνεύοντας, φτάνουν μπροστά σ' ένα παλάτι, και βλέπουν μια μάγισσα. Η Κίρκη είναι αυτή. Την πλησιάζουνε άφοβα, κι εκείνη τους ρωτάει το ποιος και το πώς, το πούθε, το γιατί και για που. Ακούει και μαθαίνει.
Ύστερα τους κοιτάει γλαρωτικά, σηκώνει μια ξαφνική βεργούλα, αγγίζει απάλαφρα τους συντρόφους στον ώμο και στον τράχηλο, κι αμέσως οι σύντροφοι γίνουνται χοίροι. Ένα γραμμόφωνο πιο πέρα παίζει κάποιο σημαδιακό ρεμπέτικο:
Τα δυο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε.
Οι σύντροφοι σκορπίζουνται δυο δυο, τρεις τρεις στην πρασινάδα και στις βραγιές του κήπου, και αναματιάζουνται σαστισμένοι. Ύστερα, μ' ένα τρελό χοροπηδητό, αρχίζουνε να τρέχουν, να στέκουνται, να πηδάνε, και να γρυλλίζουν. Θέαμα ευτυχισμένο παραδείσου.
Λουτσάνε και στα νερά, κι όπου βρούνε λάσπη πάνε και χώνουν το μουσούδι τους, και κυλιούνται πανεύτυχα. Τα τρελαίνει η λάσπη τα γουρούνια, που λέει κι ο Δημόκριτος.
Ο Οδυσσέας περιμένει στο καράβι τους συντρόφους, αλλά οι σύντροφοι δεν έρχουνται. Μία, δύο, πέντε, δέκα ημέρες. Αδημονεί, συγχύζεται, κακοβάλνει. Κάποτε χάνει την υπομονή του. Ξεκινάει να πάει ο ίδιος στο νησί. Και πηγαίνει και βλέπει. Και βλέπει και θιαμάζεται. Και θιαμάζεται και δεν πιστεύει.
- Σε καλό μου, Ποσειδώνα! φωνάζει. Τι μού 'στειλες πάλι!
Τότε αντικρύζει και τη μάγισσα. Τα μάτια της είναι σκοτεινά της αστραπής. Σε μαρμαρώνουν. Ένα ρίγος νιώθει να κυλάει στη ράχη του, και ξαφνικά καταλαβαίνει. Δια μιάς συλλαβαίνει ολόκληρη την κατάσταση. Εποπτικά και ακαριαία, που λένε οι ψυχολόγοι της ενορατικής μάθησης. Ξιφουλκεί τότε, το μάτι του άγριο, και σκούζει στη μάγισσα.
- Πίσω, άτιμη, και σ' έφαγα. Τη Μπαναγία σου μέσα. Κάνε γρήγορα τους συντρόφους μου ανθρώπους! Γιατί σου παίρνω το κεφάλι με το σπαθί, όπως ο Περσέας τη Γοργόνα. Και δεν έχω και καθρέφτη.
Η Κίρκη πανικοβάλλεται, ξεφωνίζει αχ, ζαρώνει να αφανιστεί.
Σηκώνει το μαγικό ραβδάκι, αγγίζει πάλι τους συντρόφους. Ένας-ένας αρχίζει να αναδύεται μέσα από το θαμπό βάθος του κόσμου των ζώων. Αγάλι-γάλι τα γουρούνια παίρνουν ν' αλλάζουν σουσούμια, μεταμορφώνουνται, ξαναγίνουνται άνθρωποι.
Ο βασιλιάς διατάζει τους ναύτες να στοιχηθούν τριάδες, πάντα με το σπαθί στο χέρι. Κοιτάει τη μάγισσα και η ματιά του έχει μεγάλη εξάντληση. Ψιθυριστά σχεδόν της λέει:
- Καημένη μου, σπολλάτη σου. Που δε σε κόβω λιανά λιανά με το γεντέκι, να σε ρίξω να σε φάνε τα ψάρια της πισίνας σου. Κι είσαι και γυναίκα.
Είπε, και γυρίζει στους συντρόφους, και τους δίνει το παράγγελμα: - Άντρες! εμπρός μαρς! ένα δύο, εν δυο! Παίρνει τους στρατιώτες του και ξεμακραίνει κατά το καράβι.
Αυτή είναι η ιστορία της Κίρκης. Και κάπως έτσι θα την διδάξουμε στους μαθητές μας οι δάσκαλοι. Στα παιδιά των δεκατριώ χρονών. Θα καρυκέψουμε και λίγο το μάθημα με μια πρόχειρη γαρνιτούρα. Γραμματική, λίγη σύνταξη, λέξεις, εικόνες, στοιχεία εποχής, διαγραφή χαρακτήρων και τα συναφή. Πάει καλά.
Ένας μαθητής μικρός, μικρούτσικος, δοκιμάζει να ξηλώσει στην άκρη το στερεό ύφασμα που ύφανε ο αργαλειός της τάξης.
- Μα καλά, κυρ δάσκαλε, αυτός είν' ο Όμηρος; Ένα τέτοιο παραμύθι θα μπορούσε κι η γιαγιά μου να το πλάσει. Για να μας νανουρίζει τις νύχτες με το φεγγάρι. Λίγο αλαφροΐσκιωτη νά 'τανε, λίγο νεραϊδοπαρμένη, και φτάνει. Αυτός είν' ο Όμηρος;
Αυτός είν' ο Όμηρος;
ερωτάμε κι εμείς με τη σειρά μας. Ο πατέρας των ποιητών; Όπως έλεγε κι ο ίδιος για το Δια, ο πατέρας των θεών. Ο Όμηρος, στους έλληνες ο πρώτος, η πύλη του πολιτισμού της Ευρώπης, η ακένωτη πηγή της σοφίας;
- Οι τραγωδίες μου είναι ψίχουλα από την πλούσια τράπεζα του Ομήρου, έλεγε ο Αισχύλος. Κι ένας ζωγράφος, ο Γαλάτων, εζωγράφισε ένα συμπόσιο σε πολυτελή αίθουσα. Έβαλε γύρω-τριγύρω όλους τους μεγάλους έλληνες συγγραφείς, και στη μέση ο Όμηρος. Ανοίγει το στόμα του καθώς τερρακόττα, και κάνει εμετούς. Και οι άλλοι τρώνε εν χορώ τα "έμημεσμένα". Τριάντα αιώνες τώρα τον μελετάμε. Τον διδάσκουμε, τον σπουδάζουμε, τον εξηγάμε, τον σχολιάζουμε, και στην ακρη του δεν εφθάσαμε. Κι ούτε θέλει να φτάσουμε ποτές. Αυτός λοιπόν είν' ο Όμηρος; Ένας ανοϊκός γεροντάκος; Σε καλό μας, δηλαδή,
Ο μαθητής με τα έξυπνα μάτια έχει δίκιο. Μας προκαλεί. Να αποβάλουμε τη συνδρομή αφέλεια που, χωρίς οι ίδιοι να το νιώθουμε, κατεβάζει το δάσκαλο στην ηλικία του μαθητή. Ο μαθητής μας προκαλεί να ιστορήσουμε αλλοιώτικα την ιστορία. Όχι πια για τα παιδιά, αλλά για τους γερόντους. Κάπως έτσι.
Στον παλιό καιρό, στα χρόνια του Τρωικού πολέμου και του Όμηρου που λένε, ένα καράβι ταξιδεύει στις θάλασσες. Οι ναύτες του είναι σκαριά και ράτσες. Γεμιτζήδες, μούτσοι, λοστρόμοι, καμαρωτοί. Ανάμεσα τους βρίσκεται ίσως και κάποιος κοντραμπατζής.
Είναι όλοι τους άνθρωποι αγράμματοι, μεροκαματιάρηδες, αγροίκοι. Το ξεροβόρι και η αρμύρα έχει αργασμένο το πετσί τους. Είναι ξυπόλυτοι, χελωνόδερμοι, σκύλοι καραβίσιοι, θαλασσόλυκοι που λέει ο κόσμος. Η γλώσσα τους είναι φτενή, οι λέξεις το πιότερο χυδαίες. Οι βρισιές περισσεύουνε. - Μη βρίζεις σα ναύτης! που λέει η παροιμία.
Όλο ετούτο το τσούρμο ταξιδεύει στα πέλαγα μήνους, και κάποτε χρόνους. Δε βλέπουνε παρά θάλασσα και ουρανό. Και ζούνε με τους αέρηδες, τις τρικυμίες, τα κίντυνα, τους σκορβούτους, τη ναυτία. Και οι καρχαρίες να χάσκουν στου καραβιού τις πάντες. Ο καθένας στη δουλειά του. Στο κουπί, στο βίτζι, στον αργάτη, στη γέφυρα, στο δοιάκι. Κάθουνται τα βράδυα, αστρονομίζουνται, κοιτάνε το Νότιο Ιχθύ, τον α του Κενταύρου, το Σταυρό του Νότου, και σκέφτουνται το σπίτι τους. Να γυρίσουνε στα παιδιά, στη γυναίκα, στους φίλους. Το λιμάνι, η ταβέρνα. Να πιούνε το κρασάκι τους, να καλοκαρδίσουν, να τραγουδήσουνε, να ξεδώκει ο νους. Να ξαναγινούνε άνθρωποι, μωρέ.
Πολλά τους λείπουνε. Και η στέρηση κρατά την ψυχή τους φρυγμένη γη. Αλλά πάνω απ' όλα τους λείπει η γυναίκα. Αχ, το θηλυκό, η τρυφερή σάρκα, το νόστιμο φιλί, το ≪παίξε με≫. Και είναι όλοι τους στο φόρτε της ηλικίας. Δυνατοί, νταβραντισμένοι, ακαταπόνητοι, να πλαντάξουν. Το βράδυ στυλώνουν το βλέμμα σε κάποια γυμνή καρφωμένη στον τοίχο της κουκέτας. Τότε το μάτι τους μαυρίζει. Για μια στιγμή σταματά η ανάσα τους. Ένας υδράργυρος νιώθουν να κυλάει στην πλάτη τους ως κάτου στη ραχοκοκαλιά. Οι ασκητάδες της λαγνείας, που έλεγε ο Μυριβήλης για κάποιους άλλους ναύτες σε χαρακώματα και σε αμπριά.
Τι πάει να πει γυναίκα για το ναυτικό, το ξέρει όλος ο κόσμος.
- Ο στόλος! έρχεται ο στόλος! Θυμηθείτε το σύρμα που έπεφτε σε παλιότερους καιρούς στον Πειραιά, όταν έφτανε ο 6ος Στόλος. Η προκυμαία, τα μαγαζιά, τα ντερσέκια, η Τρούμπα. Όλα τα σήκωνε και τα αρμένιζε ένας άνεμος πυρετός. Σε κορμιά και σε παντελόνια, σε σάρκες και σε τσέπες συναγερμός και πόλεμος.
Τέτοιοι είναι και οι σύντροφοι του Οδυσσέα. Οι ασκητάδες της λαγνείας. Και ξαφνικά βρίσκουνται σ' ένα εξωτικό νησί. Ξανοίγουν μπροστά τους μια ωραία γυναίκα. Είναι τόσο έμορφη, που μοιάζει μάγισσα. Καθώς τους πλησιάζει, περπατάει και νομίζουνε πως γίνεται σεισμός.
- Παναγιά μου! θα βουλιάξει το νησί.
Μάγισσα λέμε και σήμερα μια ωραία γυναίκα. Όπως και γόη έναν αρρενωπό άντρα. Γητευτής που μαγεύει τα σουρούλια και τα φίδια. Πόσα τραγούδια δεν εσκαρώσανε ο Μάρκος και ο Μπάτης και ο Τσιτσάνης για μάγισσες και βότανα, και λαγγεμένη Ανατολή.
Αυτή λοιπόν είναι η Κίρκη. Μια γυναίκα θύελλα και καταποντισμός. Στέκεται αγνάντια, κουβεντιάζει τους ναύτες, και η ερωτική πενία αγκριφώνει άγρια τα κορμιά τους. Νιώθουν να τους χτυπάνε απανωτά ουρές από κίτρινους σκορπιούς. Αλλά και η Κίρκη είναι μόνη. Βασίλισσα στην ερημιά σαν τη βασίλισσα του Σαβά στα ταξίδια του σοφού Σολομώντα. Απολησμονημένη σε μία εξωτική όαση.
Πόση εμορφιά, και πόσα καλέσματα του αίματος τριγύρω της. Κήποι, χουρμαδιές και ανανόδεντρα, λωτοί για λωτοφάγους, ίσκιοι, φυλλωσιές που τις τυφλώνει το κάθετο φως, πουλιά να κελαηδούν κρυμμένα στους φοίνικες. Και οι καθαρές αμμουδιές απλωμένες ανάσκελα. Στη μέση το ωραίο παλάτι, στην άκρη το ατλάζι του πελάγου. Και κάπου κοντά οι σπηλιές της αμμουδιάς, κι οι ζωγραφιές της θάλασσας. Τόποι για εμπνοή και ποίηση.
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη υπάρχει μια έκσταση.
Και η Κίρκη η σκοτεινή είναι φλεγόμενη σαν του ήλιου τις κηλίδες. Ο Όμηρος κάπου τη φωνάζει και ηλιογέννητη. Είναι δροσάτη και θαλερή. Και πάνου απ' όλα διψασμένη για άντρα. Καθώς καίει το τζάκι κέδρα και λιβανωτούς- καθώς ανάβουν τα δαδιά και οι λαμπάδες στους λυχνοστάτες・καθώς κορώνει ψηλά ο πολυέλαιος・εκείνος ο τολμηρός του Καβάφη που μες στη φλόγα του την καθεμιά πυρόνει μια λάγνη πάθησις, μια λάγνη ορμή・καθώς στρώνεται το πλούσιο τραπέζι με κυνήγια, με ≪καθαρά≫ ψάρια, με δυνατά κρασιά・καθώς αρχίζουν τα λιανοτράγουδα...
Οι σύντροφοι, ένας ένας, γνωρίζουν τους κόλπους της Κίρκης. Και η δαιμονική γυναίκα είναι αχόρταγη. Ορμάει και μπαίνει στο βαθύ της στοιχείο σαν την πανσέληνο. Ποιος αρχαίος συγγραφέας αναφέρει για την Κλεοπάτρα Σελήνη, τη γνωστή μας, ότι σε μια νύχτα έκανε στοματικό έρωτα με δεκάδες ρωμαίους ιππείς; Και ο λατίνος ιστορικός μιλά για την ακαταπόνητη Μεσσαλίνα, τη γυναίκα του Κλαύδιου, ότι σε διαγωνισμό δύναμης, ταχύτητας και αντοχής κατατρόπωσε τις πιο διαβόητες εταίρες της Ρώμης. Η Κίρκη γίνεται στέρνα ακένωτη χυμών, και βροντείο ήχων.
Έρχεται, λοιπόν, η ερωτική παννυχίδα χωρίς όρια και μέτρα. Βόγγος άγριος του πελάγου, τρικυμία τρικούβερτη στους κήπους, αστραπές και τρέμουλο στα παράθυρα, στις κάμαρες, στα φωτανάμματα. Είναι αγριολατισμένο το τραγούδι του Καΐκια και του Σκίρωνα, του Εύρου και του Λίβα. Θα υπάρχει στη θέση του αύριο το νησί; Ή θα τό 'χουν καταπιεί οι ροές του ωκεανού και η συνταραχή των άστρων;
Και τη μία νύχτα ακολούθησε άλλη. Και τη μία μέρα ακολούθησε άλλη, και άλλη. Και επέρασε καιρός πολύς σε ώρα λίγη. Και ο Οδυσσέας περιμένει στο καράβι με την παλάμη κεραμίδι στο μέτωπο. Δεν ημπορούμε παρά να λογαριάσουμε την ψυχολογική μετάλλαξη που συντελέστηκε στα συνήθια των συντρόφων. Των άξεστων συντρόφων που βρεθήκανε καταμεσίς στη δίνη του αρσενικού ζώου. Πού ήσανε χθες, και πού βρίσκουνται τώρα; Όλο τον καιρό επαλεύανε με την κόλαση. Η βάρδια, το κουπί, η αϋπνία, η πείνα, ο κίνδυνος, η ναυτία, η ανία, το ως πότε; Και ξαφνικά η μέρα εγύρισε φύλλο, και η σκυλίσια αίσθηση έγινε όνειρο. Παράδεισος, χορτασμός, μαγεία, όρ-γος και τελεσμός. Ένα παραμύθι ανύποπτης φαντασίας εκατέβηκε, και ετύλιξε με μουσική βαθύηχη και όραση θολή ολάκερη την ύπαρξη των συντρόφων.
Μα το να ζήσεις έτσι είναι διάταξη και σύνταξη θαυμάτων. Και να πεθάνεις έτσι είναι μεταλλείο μετεώρων που, μέσα από τα ερείπια και την τέφρα των άστρων, χύνουνται καταχυτά στους καταρράχτες των γαλαξιών. Ο πιο ωραίος θάνατος, λέει κάπου ο Γκαίτε, είναι να στροβιλίζεσαι σ' ένα τρελό χορό με τη γυναίκα που αγαπάς, και να πέσεις απότομα ξερός.
Οι σύντροφοι σιγά σιγά βουλιάζουν σ' ένα ηδονικό αποκάρωμα. Ένας γελούμενος πυρετός, μια αίσθηση παντοδυναμίας μέσα στην τέλεια άφεση τους κυριεύει ως τις ίνες και τα κύτταρα. Σιγά σιγά τα ξεχνούν όλα. Πάει και κυβερνήτης και καράβι. Πάει η θάλασσα, το ταξίδι, η αποστολή, ο νόστος και η Ιθάκη. Αυτά τώρα πια είναι για τους πεζούς και τους φρόνιμους. Ετούτοι το κρασί τους το πίνουνε άκρατο. Δε γίνεται να το νερώσουν. Ακριβώς σύμφωνα με την αίσθηση εκείνου του τρομαχτικού λυρικού, που πέθανε στα είκοσι εννέα του χρόνια:
Της πον ορίζει Ποστούμιας ο νόμος τό' πε: Όπου αρέσει σας δώθε πάρτε δρόμο νερά εσείς, τον κρασιού χαμός, τραβάτε στονς σεμνούς. Εδώ μένει αγνός ο Βάκχος. Εάν χρωματίσουμε με λίγο ηθικό λουλάκι ετούτη τη σύρριζη αλλαγή στη συμπεριφορά των συντρόφων, βλέπουμε τους εαυτούς μας αναγκασμένους να μιλήσουν για ανθρώπους που γινήκανε ζώα. Τα ξεχάσανε όλα. Και στο θόλο της ζωής τους ένας είναι ο ήλιος.
Η Κίρκη με τα θέλγητρα και με τα παιχνίδια της. Ο πόλεμος του θέρου και του τρύγου. Τη μεταμόρφωση ο Όμηρος την περιγράφει με μια απλότητα που κλονίζει. Η Κίρκη άγγιξε τους συντρόφους με τη μαγική βεργούλα. Νά 'τανε άραγε αυτό η αχνογελόχαρη κλειτορίδα της; Κι εκείνοι γενήκανε γουρούνια. Ο Οδυσσέας αποκαρτέρησε κάπου. Και πήρε τα βουνά και τα όρη. Ξεκινά να πάει να κάμει ο ίδιος αυτοψία. Να αναγνωρίσει έδαφος και κατάσταση. Τραβάει στο νησί, διασχίζει τους κήπους, περνάει την αύλειο θύρα, μπαίνει στο παλάτι, και βλέπει. Βλέπει και δεν πιστεύει.
Εδώ οι θάλασσες περάσανε μέσα από την τρύπα της βελόνας. Πυγολαμπίδες κι ακανθυλίδες ζουν μεγάλες περιπέτειες. Το πρώτο που τού 'ρχεται είναι ν' αρπάξει το καμουτσί, και να γίνει Αίας μαστιγοφόρος σε πρόβατα και μοσχάρια.
- Σκυλιά! να τους φωνάξει. Ξεβράσματα και βδέλλες. Σας έστειλα στο αμπέλι για σκάψιμο, και σεις μου ξεκόψατε στο δρόμο, και γουρουνίζετε στην ταβέρνα. Εμπρός! ούλοι μπροστά και γραμμή, στο καράβι.
Όμως δεν είναι αυτή η επιλογή. Γιατί ο Οδυσσέας είναι έξυπνος. Ο Οδυσσέας είναι ο πιο έξυπνος έλληνας του καιρού του, και των άλλων καιρών. Δέκα χρόνους επολέμησαν το κάστρο αρίφνητα ασκέρια δαναών, και δεν έφτασαν να το πάρουν. Και κείνος, ένας και μόνος, το πήρε σε μια νύχτα. Και να ειπείς πως ήταν ο πολεμοχαρής, ή ο γεννημένος στρατηγός; Όχι. Όταν στη γενική επιστράτεψη των ελλήνων επήγαν να τον πάρουν από την Ιθάκη, ο Οδυσσέας, για ν' αποφύγει, επήρε το ζευγάρι του τα βόιδια κι επήγε να σπείρει τις αμμουδιές αλάτι. Για να τον πάρουμε για τρελό, και να τον προσπεράσουν. Πολύτροπον, και πολύμητιν, και πολυμήχανον τον ονομάζει ο ποιητής. Και τον θέλει εκλεκτό της Αθηνάς, της θεάς της σοφίας. Κάθε φορά, διηγιέται ο Όμηρος, που τα πράγματα τον έριχναν στα στενά- κάθε φορά που έβρισκε μπροστά του τοίχο συμπαγή, εκεί που χρειαζότανε πόρτα για να περάσει- κάθε φορά που σήκωνε πελιδνός τα χέρια και φώναζε: - Βοηθάτε θεοί! χάνομαι- κάθε τέτοια αμήχανη και άπορη ώρα, κατέβαινε αστραπή η Αθηνά από τον Όλυ-μπο, και τού 'δινε τη λύση:
- Έτσι θα κάμεις τώρα. Τούτο θα κάμεις τώρα. Πρόσεχε! από δώ. Αυτό θα κάμεις τώρα!
Μας έχει πρήξει ο Όμηρος να το λέει και να το ξαναλέει. Ο Οδυσσέας, τονίζει ο ποιητής συνέχεια, είχε άγιο και πολιούχο την Αθηνά, τη θεά της σοφίας. Ποια Αθηνά, αναγνώστη μου; Ποια θεά, και σοφία και κουροφέξαλα; Το μυαλό του είχε προστάτη και πολιούχο. Η σκέψη του ήταν η Αθηνά. Η σκέψη του, η αστραφτερή, η θυελλώδης στην ηρεμία της, η πάντα έτοιμη, η πολύτροπη. Η σκέψη του η λυγερή σαν το φίδι, και η τρομερή σαν τον πάνθηρα. Είδες ποτέ σου στο σκοτάδι να αστράφτουν τα μαχαίρια; Την κάθε δύσκολη κατάσταση ο Οδυσσέας την εκτιμούσε ακαριαία. Το μυαλό του ήταν ένας πολύπλοκος υπολογιστής που έφτανε από τη Γενεύη στο Παρίσι. Αυτό τού 'δινε την αστραπιαία λύση, που την εδιάβαζε ως την τελική της φάση. Τη λύση τη μία, την αδιανόητη, την εξαιρετική. Η σύλληψη των ελλήνων, ότι ήταν ο πιο έξυπνος άνθρωπος και ο προστατευόμενος της Αθηνάς σοφίας, περιέκλεινε αυτό ακριβώς το νόημα.
Τώρα, μπροστά στο πρόβλημα της Κίρκης σκέφτεται απλά:
Ποιος ημπορεί να αποσπάσει ετούτους τους παράφρονες από αυτό το γλέντι των θεών; Έτσι και δοκιμάσω να ασκήσω βία, θα με αρπάξουν όλοι τους, θα με σκορπίσουνε κομμάτια, και θα σπείρουν τα μέλη μου στη θάλασσα. Όχι αυτός. Άλλος πρέπει νά 'ναι ο δρόμος. Ο Οδυσσέας κοιτάει ήρεμα τους συντρόφους. Σε μια στιγμή, και χωρίς να το νιώσει κανείς, αναποδογυρίζει το μάτι του, που να φανεί το ασπράδι. Όπως ακριβώς λένε ότι γινότανε το βλέμμα του Βοναπάρτη πριν από τις μεγάλες μάχες. Το Λόντι, το Μαρέγκο, το Αούστερλιτς. Οπότε ο βασιλιάς της Ιθάκης πραγαλιάζει απότομα, κοιτάει με νόημα τους συντρόφους, και το γυρίζει σε σκοπό αντάμικο.
- Ωχού, καρντάσηδες! τι κελεπούρι και θάμασμα είναι τούτο. Η καύλα της λειώνει τα χάλκινα κηροπήγια. Και το γέλιο της καταλάμπει τον Όλυμπο.
Γελάει και χαίρεται, και το ιερό όρος αστραποβολάει ολάκερο. Από το Λιτόχωρο έως το Μύτικα. Ορμάτε, κι εγώ μαζί σας. Και ρίχνεται με τους άλλους στο γλέντι.
- Έτσι σε θέλουμε, αρχηγέ, φωνάζει το χαυνωμένο κοπάδι. Να μας ζήσεις. Και δίνουνε άγριο κρότο με τα χέρια. Ο Οδυσσέας γνωρίζει τώρα με τη σειρά του τους κόλπους της Κίρκης. Τελευταίος, αλλά τους εγνώρισε. Και το γλέντι τραβάει γαϊτάνι. Ωστόσο στο κλειστό σύστημα τώρα μπαίνει μια καινούργια αιτία, που θα φέρει το χαλασμό.
Για την Κίρκη ήρθε η ώρα, τώρα να γνωρίσει τον άντρα. Ο Οδυσσέας δεν είναι λοστρόμος. Ο Οδυσσέας δεν είναι ο κυβερνήτης. Ο Οδυσσέας δεν είναι ο βασιλιάς. Ο Οδυσσέας είναι ο πιο έξυπνος άντρας. Κι αυτό δε σημαίνει απλώς πολλά. Αυτό τα σημαίνει όλα. Η Κίρκη είναι έξυπνη. Γι' αυτό είναι τόσο έμορφη, ώστε να φαντάξει μάγισσα και μάγισσας παιδί. Γι' αυτό μαγεύει τ' άστρι και δεν περπατεί. Αν δεν ήτανε έξυπνη η Κίρκη, δε θά 'τανε κι έμορφη. Η εμορφιά είναι δύναμη νόησης. Η εμορφιά δεν είναι απλά καμπύλες, και χρώτας, και λίκνισμα, και λαιμός και μαλλιά. Η εμορφιά είναι δαιμονική κυριαρχία στον περίγυρο από αιτίες απροσδιόριστες. Είναι το ≪άμήχανον κάλλος≫ που λέει ο Πλάτων. Κοιτάς μια γυναίκα στο δρόμο, και γίνεσαι χάνος. - Τι κινούμενο όραμα είναι ετούτο! φωνάξεις, και πέφτεις με το αμάξι στην κολόνα. Σταματάς, την κουβεντιάζεις λίγο, κι όπου φύγει φύγει. Πέντε λεφτά σου άρκεσαν, για να βγάλεις από μέσα της το μοσχάρι και την όρνιθα. Το ίδιο συμβαίνει και μ' έναν άντρα που έχει επιφάνεια, αλλά από μέσα του είναι στεκάμενο έλος.
- Τι Πατούχας μου βγήκε, μωρέ, ετούτος ο ολυμπιονίκης!
Η Κίρκη, λοιπόν, τώρα γνωρίζει τον άντρα. Το διαπεραστικό της βλέμμα βγάζει από μέσα του εκείνη τη δύναμη που περνά από το ωραίο στο υπέροχο, όπως λέει ο Κάντ. Ωραίο είναι το ρόδο, το ζουμπούλι, ο έποπας, το κελάρυσμα της πηγής, ο κήπος, το δειλινό. Αλλά ο κεραυνός, όταν σκάει δίπλα σου και σε τυφλώνει η λάμψη του και η βροντή του σε αλαλιάζει, είναι υπέροχος. Και όσο το ωραίο τρέπεται στο υπέροχο, τόσο γίνεται και πιο επικίνδυνο. Το υπέροχο είναι τρομερό, και στις _ πολύ φηλές τιμές του σκοτώνει. Παράδειγμα η ωραία Ελένη του Μενελάου, που έσυρε ξοπίσω της χιλιάδες κουφάρια.
Η Κίρκη, λοιπόν, τώρα βρίσκει τον άντρα. Τώρα ερωτεύεται. Κυριαρχική και κυρίαρχη μένη, αφήνεται σε μια αίσθηση θριάμβου και πανικού. Αφανίζεται όλη μέσα στους εξοντωτικούς σπασμούς της ύπαρξης, και στις καταλαμπές των οραμάτων της. Γυναίκα δαιμονική, γιατί 'ναι έξυπνη, ερωτεύεται και παραδίνεται στον Οδυσσέα, όπως η θεά Καλυψώ. Η Καλυψώ εκράτησε τον Οδυσσέα εφτά χρόνους στη σπηλιά της. Και έφτασε να του τάξει την αθανασία, αν αρνιότανε για το χατίρι της την Ιθάκη.
-Άσε με, θεά μου, να φύγω. Να ιδώ μια μέρα να καπνίζει το φουγάρο της καλύβας μου. Την παρακαλούσε ο Οδυσσέας, και δάκρυζε. Άσε με.
-Όχι, παλικαρά μου. Δε σ' αφήνω, γιατί μ' αρέσεις. Το βλέμμα σου με τρελαίνει, τού 'λεγε η Καλυψώ. Εκείνος της γύρευε καπνό, κι εκείνη του ζήταγε τσιμπούκι, λέει ο Σεφέρης.
Έτσι οι σύντροφοι, σκύλοι του χασαπιού μπροστά στο λιοντάρι της σαβάνας, ένας ένας χάνουν τους κόλπους της Κίρκης. Δεν έχει μάτια να τους δει. Με μια ψυχρολουσία ανάνηψης που σοκάρει, ξυπνούν από το ναρκωτικό τους αποκάρωμα. Από το βαθύ ύπνο της ηδονής και της ακηδίας ξανανεβαίνουν πάλι στη σφαίρα της εγρήγορσης. Τινάζουν το κεφάλι, τεντώνουν τα άκρα, ξανοίγουν τα μάτια, ξαναγίνουνται άνθρωποι.
Ο Όμηρος το σημείο αυτό το παρασταίνει με την ίδια απλότητα της υψηλής ποίησης. Ο Οδυσσέας υποχρεώνει την Κίρκη με το σπαθί να ξανακάμει τα γουρούνια συντρόφους. Οι σύντροφοι λοιπόν ξυπνούν. Κι ένα πρωί...
- Ε βασιλιά, σήκω να φύγουμε. Μας περιμένει το καράβι, η θάλασσα, το ταξίδι, τα σπίτια μας. Ο πηγαιμός για την Ιθάκη.
Αλλά ο Οδυσσέας αυτό ήθελε. Μόνο που για να το πετύχει σε τούτη τη στιγμή χρειάστηκε να αλλάξει τη ρότα του τρόπου του. Κάποτε, βλέπεις, για να φτάσεις στις Ινδίες, πρέπει να τραβήξεις κατά Αμερική.
- Εμπρός στρατιώτες μου. Πάμε!
Και γυρνώντας στην ωραία γυναίκα την εκοίταξε μ' ένα τρυφερό βλέμμα που έσταζε μεγάλο πόνο. Ο Οδυσσέας αποχωρεί από το νησί της Κίρκης περισσότερο ευλογώντας, και λιγότερο ερωτευμένος.__.
Δ. Λιαντίνης - Γκέμμα