Κάθε καινούργια ταινία του Λαρς Φον Τρίερ μου θυμίζει το σοκ της πρώτης μας συνάντησης: το 1985 αυτός έκανε την πρώτη του μεγάλη ταινία, «Το Στοιχείο του Εγκλήματος» κι εγώ, πιτσιρικάς κι ακόμα κινηματογραφικά απαίδευτος (σχεδόν όσο και τώρα), διαπίστωνα ότι το σινεμά μπορεί να είναι μια φουρτουνιασμένη θάλασσα. Εκείνη η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, διανοουμενίστικη και προκλητική, σύνθετη και σκοτεινή, στιλιζαρισμένη τόσο ώστε να σε αφήνει άναυδο με τα χρώματα της και περίπλοκή τόσο ώστε να μην αφήνει το μυαλό σου να ξεφύγει από αυτή ούτε δευτερόλεπτο, ήταν μόνο το μπουμπουνητό της απερχόμενης καταιγίδας.
Από τότε φαίνονταν ότι όταν ο τύπος θα ολοκληρώσει τους πειραματισμούς του πάνω στα κινηματογραφικά είδη και τις εικαστικές φόρμες, θα βάλει στο στόχο τα εσώψυχα της ανθρώπινης ύπαρξης, όχι για να προσφέρει λύτρωση ή απαντήσεις, αλλά για να τσακίσει την οποιαδήποτε βεβαιότητά σου, λογική ή θρησκευτική ή ηθική. Το «Nymphomaniac» ήταν για τον ίδιο ένας προορισμός: θα έφτανε σε μια τέτοια ιστορία υποχρεωτικά και για αυτό και μας την παρουσιάζει σε δυο μέρη: ως έργο ζωής θα ήταν υποχρεωτικά μεγάλο.
Ο Δανός θα ευχαριστιόταν την αμηχανία διάφορων κειμένων που γράφτηκαν για την ταινία, που θα έπρεπε να είναι η πιο πολυσυζητημένη της χρονιάς, αν υπήρχε κουράγιο για τέτοιες συζητήσεις. Η νυμφομανία ως θέμα δεν είναι πρωτότυπο, χωρίς να είναι και κοινό. Το δύσκολο μονοπάτι της πορνογραφικής Τέχνης επίσης είναι ένας δρόμος που πολλοί δημιουργοί τόλμησαν, αφού χαρίζει επιτυχία που εξαργυρώνεται. Όμως ο Τρίερ δεν είναι τριάντα χρονών για να ψάχνει τέτοια ευκολάκια και την τεχνική της πρόκλησης την ξέρει πολύ καλά: δεν του χρειάζεται μια ταινία για να κερδίσει την προσοχή του κόσμου- μπορεί να το κάνει ξαναβρίζοντας τους Αμερικάνους ή τους Εβραίους, ή σκανδαλίζοντας πάλι τους καθολικούς. Η ατυχία ή η τιμωρία του είναι ότι οι προηγούμενες προκλήσεις του (όπως και η επιθετικές του δηλώσεις), κάνουν πολλούς να πιστεύουν πως η ταινία αυτή είναι μια ακόμα κίνηση που αποσκοπεί στο ψάρεμα της παγκόσμιας προσοχής – πράγμα που φυσιολογικά τον βαυκαλίζει. Φυσικά κάτι έντονα προβοκατόρικο σε μια ταινία που ασχολείται με τη νυμφομανία και είναι γυρισμένη από τον Τρίερ υπάρχει: όμως δεν θέλει να μας σοκάρει, ούτε να παίξει με τις αντοχές μας τώρα. Του αρκεί να μας παρασύρει σε ένα παιγνίδι που ξεκινά αθώα και μπορεί να προκαλέσει εγκαύματα ψυχής.
Στο δεκάλεπτο, όταν ο Σέλιγκμαν και η Τζο ξεκινάνε την αυτοψυχανάλυσή τους, καταλαβαίνεις ότι η ηδονοβλεπτική σου συμμετοχή δεν αφορά το σεξ, που είναι άφθονο και για αυτό καταναλώνεται σαν αναψυκτικό, αλλά το ψυχολογικό στριπτίζ των δυο. Και πανάθεμα τον Τρίερ η ηδονοβλεπτική διάσταση της ταινίας, παρά τις διανοουμενίστικες υπερβολές της, είναι θεραπευτική. Αρκεί ν αφήσεις έξω από την αίθουσα τους καθωσπρεπισμούς σου, τις απαιτήσεις σου για απαντήσεις, τις ανάγκες σου για ερμηνείες και τα πολλά σου θέλω. Ο Δανός δημιουργός, με τη βλάσφημη θέληση να σκορπίσει τα μυστικά της ψυχής στο πάτωμα, απαιτεί όλη την προσοχή σου. Αν δεν μπορείς να ανταποκριθείς στην σύμβαση, μην πας.
Η νυμφομανής Τζο, θα πρεπε δια μέσου της σεξουαλικής υπερδραστηριότητας να έχει φτάσει σε μια κάποια ικανοποίηση, όμως αυτό δεν συμβαίνει. Αν δεν φέρνει ευτυχία, λέει ο Τρίερ, η αποδοχή του ίδιου σου του πόθου και αν η γιγάντια προσπάθεια σου να δεις τις επιθυμίες σου να πραγματοποιούνται, δεν σου προσφέρει τελικά καμία ικανοποίηση, τότε δεν υπάρχει σωτηρία. Αν ξέρεις τι θες, αν μπορείς να το βρεις και παρόλα αυτά αυτό δεν σου αρκεί, τότε η αρρώστια σου είναι αγιάτρευτη. Ο Δανός μιλά για ένα δυτικό κόσμο που βαδίζει προς τον όλεθρο, ακόμα κι αν συντρίψει τις συμβάσεις ή γλυτώσει από τα πλοκάμια κάθε καταπιεστικής ηθικής. Απαισιόδοξο; Σίγουρα. Δογματικό; Αναντίρρητα. Λανθασμένο; Ας περιμένουμε την ολοκλήρωση του συλλογισμού στο δεύτερο μέρος για να δούμε το βάθος του. Στο πρώτο μέρος, η μάχη με τον έρωτα, την οικογένεια, το κοινωνικό περιβάλλον, δηλαδή η μάχη με τους άλλους, ήταν εύκολη. Στο δεύτερο μέρος το διανοητή και τους ήρωές του περιμένει το τέρας της αυτοϊκανοποίησης, η μάχη με το μεγάλο εγώ.
Φυσικά ο Τρίερ μιλάει για το σεξ, όπως όλοι οι άντρες: σαγηνευτικά και προσεχτικά, όταν μιλάνε για αυτό με γυναίκες που θα τις ήθελαν στο κρεβάτι τους. Και πάντα λίγο υπερβολικά και πρόστυχα όταν τα λένε μεταξύ τους. Κάθε συζήτηση για σεξ είναι λίγο φερετζές: μιλάνε πολύ για αυτό όσοι ντρέπονται να πουν άλλα σημαντικότερα. Ευτυχώς αυτό δεν ισχύει για τον φορμαρισμένο βλάσφημο δημιουργό Λάρς…
Nymphomaniac Μέρος 2ο
Και ξαφνικά, βρέθηκα ενώπιον άλλης ταινίας από εκείνη που είχα δει και στηλιτεύσει ως "πρώτο μέρος"...
Το δεύτερο έργο είναι ένα άλλο έργο. Δεν τον εκτιμώ καθόλου τον Λαρς Φον Τρίερ αλλά ως εργοκεντρικός κι αριστοτελικός κριτικός, δεν μπορώ να μη βλέπω.
Σας λέω λοιπόν πως όσοι δεν είδατε το πρώτο μέρος είστε τυχεροί και πηγαίνετε απευθείας να απολαύσετε και να εκτιμήσετε το δεύτερο.
Όσοι την πάθατε με το πρώτο μέρος, που ήταν αποθέωση της χυδαιότητας του marketing και του εγωκεντρισμού ενός προκλητικού ανθρώπου, αν παρασυρθείτε από το αρνητικό συναίσθημα, θα έχετε χάσει στο δεύτερο μέρος κάτι αξιόλογο. Αν πάλι η σεβαστή αηδία σας είναι τόση, πήρατε λάθος λαχείο.
Στο δεύτερο μέρος καταλαβαίνεις από την αρχή, σχεδόν αμέσως, ότι παίζεται τώρα κάτι σοβαρό, από τα θέματα που συζητούν, από την επεξεργασία του ίδιου του διαλόγου. Εδώ όλα έχουν μπεί στη θέση τους, οι τολμηρές σκηνές υπάρχουν επειδή χρειάζονται, η ωμότητα στο διάλογο είναι κι αυτή επεξεργασμένη, κι η χρήση ορισμένων πιπεράτων, ανατομικών λέξων εντελώς απαραίτητη ώστε όποιος κάνει πως θίγεται , είναι δικό του το πρόβλημα και κανενός άλλου.
Επιτέλους εδώ, το ξεγύμνωμα της ηρωίδας είναι προέκταση ενός ξεγυμνώματος της ψυχής της αλλά και καθρέφτης ενός άρρωστου συνόλου που περιμένει τον "παράταιρο" να γίνει αυτός φορέας του προβλήματος, να το εκδηλώσει, και να το βγάλει προς τα έξω.
Και το πρόβλημα, που μας οδηγεί σιγά σιγά αλλά κι αποκαλυπτικά στον εντοπισμό του, είναι η "ενοχή" αλλά και το πως ξεμπερδεύεις με δαύτην.
Η ενοχή, όπως προέρχεται από την προτεσταντική ανατροφή , σε μιά κοινωνία σαν τη δανέζικη αλλά και σε πολλές άλλες παρόμοιες κι ανάλογες, και στον εντοπισμό θα οδηγηθούμε αφού έχουμε ακούσει πολλές δουλεμένες ατάκες, που όσο κι αν φαίνονται ωμές, δείχνουν ότι ο λόγος είναι με ένα δικό του τρόπο..... "ηδυσμένος".
Και βέβαια, αυτό δεν περιορίζεται μόνο στην ηρωίδα αλλά και στον απέναντι της, τον εξομολογητή της και σωτήρα της, που βλέπουμε και τις δικές του αποκαλύψεις αλλά και σκοτεινές πλευρές και το δικό του ξεγύμνωμα,, εκεί που "νυχτώνει" κατά το τέλος.
θα ήθελα πάνω σε αυτή τη σχέση και στο φινάλε της να έγραφα μερικά περισσότερα αλλά θα ήταν αγένεια προς τον "εν δυνάμει" θεατή.
Σε ένα έργο, που στο δεύτερο μέρος του κατανοείς γιατί οι τολμηρές σκηνές, είτε δείχνουν γυναικεία είτε αντρικά μέλη γυμνών σωμάτων, είναι αντιερωτικές. Διότι στο έργο, έρωτας δεν υπάρχει κι όπου υπάρχει δεν γίνεται απολαυστικός επειδή ΑΚΡΙΒΩΣ, σε όλη τη διάρκεια, μέχρι να συνειδητοποιηθεί και να λευτερωθεί η ηρωίδα, ο έρωτας στη ζωή της και γύρω της , ήταν βαθιά αντιερωτικός, ενοχικός. Η κάμερα σωστά τα καταγράφει, το σενάριο τα έχει ψάξει, η σκηνοθεσία δουλεύει με τον μοντέρ σχεδόν ταυτόχρονα τις "μικρές" σκηνές ώστε να είμαστε σε διαρκή ένταση.
Με άλλα λόγια, μου ξύπνησε σκέψεις και συναισθήματα, ανάλογα με εκείνα που μου είχε δημιουργήσει "Η ωραία της ημέρας" του Μπουνιουέλ, ( που με είχε διαταράξει τότε η θεωρία του ζωτικού χώρου όπου στο σπίτι η ηρωίδα ήταν ψυχρή με τον άντρα της και για να λευτερωθεί σεξουαλικά έπρεπε να πάει στο μπορντέλο ) και θεωρώ ότι θα μπορούσε να είναι κι αυτή μια τολμηρή, βαθιά κι αξιομνημόνευτη ταινία, αν δεν προηγείτο το χυδαίο (με την έννοια της εμπορικής προκλητικότητας) πρώτο μέρος.
ΥΓ. Εγώ, μπορεί να είμαι εργοκεντρικός, όμως η ταινία κι ο Λαρς Φον Τρίερ κι οι ακόλουθοι του κι οι οπαδοί του δεν μπορούν να διεκδικούν την εργοκεντρικότητα όπου τους συμφέρει, όταν ο ίδιος είναι κατασκευασμένο πρόσωπο των Φεστιβάλ και της εκεί μπίζνας και στο όλο έργο του συμπεριφέρεται ως auteur μα ξαφνικά, ζητεί να τον δούμε ως έργο κι όχι ως πρόσωπο.
(δεν υπάρχει λόγος για "αξιολόγηση", το υπόλοιπο πρόγραμμα των νέων ταινιών της εβδομάδας είναι για τα μπάζα)...
Το άγριο, αλλά ποιητικό ταξίδι, όπως το αφηγείται η διαγνωσμένη νυμφομανής Τζο, από τη γέννηση της μέχρι σήμερα, σε ηλικία 50 ετών. Ένα κρύο βράδυ του χειμώνα, ο γοητευτικός εργένης Σέλιγκμαν, βρίσκει τη Τζο χτυπημένη σ’ ένα σοκάκι. Τη μεταφέρει στο διαμέρισμα του, όπου τη φροντίζει και τη ρωτάει για τη ζωή της. Την ακούει με βαθιά προσήλωση καθώς η πολύπλευρη και χειμαρρώδης ζωή της ξετυλίγεται σε 8 κεφάλαια.
viaΚαι το πρόβλημα, που μας οδηγεί σιγά σιγά αλλά κι αποκαλυπτικά στον εντοπισμό του, είναι η "ενοχή" αλλά και το πως ξεμπερδεύεις με δαύτην.
Η ενοχή, όπως προέρχεται από την προτεσταντική ανατροφή , σε μιά κοινωνία σαν τη δανέζικη αλλά και σε πολλές άλλες παρόμοιες κι ανάλογες, και στον εντοπισμό θα οδηγηθούμε αφού έχουμε ακούσει πολλές δουλεμένες ατάκες, που όσο κι αν φαίνονται ωμές, δείχνουν ότι ο λόγος είναι με ένα δικό του τρόπο..... "ηδυσμένος".
Και βέβαια, αυτό δεν περιορίζεται μόνο στην ηρωίδα αλλά και στον απέναντι της, τον εξομολογητή της και σωτήρα της, που βλέπουμε και τις δικές του αποκαλύψεις αλλά και σκοτεινές πλευρές και το δικό του ξεγύμνωμα,, εκεί που "νυχτώνει" κατά το τέλος.
θα ήθελα πάνω σε αυτή τη σχέση και στο φινάλε της να έγραφα μερικά περισσότερα αλλά θα ήταν αγένεια προς τον "εν δυνάμει" θεατή.
Σε ένα έργο, που στο δεύτερο μέρος του κατανοείς γιατί οι τολμηρές σκηνές, είτε δείχνουν γυναικεία είτε αντρικά μέλη γυμνών σωμάτων, είναι αντιερωτικές. Διότι στο έργο, έρωτας δεν υπάρχει κι όπου υπάρχει δεν γίνεται απολαυστικός επειδή ΑΚΡΙΒΩΣ, σε όλη τη διάρκεια, μέχρι να συνειδητοποιηθεί και να λευτερωθεί η ηρωίδα, ο έρωτας στη ζωή της και γύρω της , ήταν βαθιά αντιερωτικός, ενοχικός. Η κάμερα σωστά τα καταγράφει, το σενάριο τα έχει ψάξει, η σκηνοθεσία δουλεύει με τον μοντέρ σχεδόν ταυτόχρονα τις "μικρές" σκηνές ώστε να είμαστε σε διαρκή ένταση.
Με άλλα λόγια, μου ξύπνησε σκέψεις και συναισθήματα, ανάλογα με εκείνα που μου είχε δημιουργήσει "Η ωραία της ημέρας" του Μπουνιουέλ, ( που με είχε διαταράξει τότε η θεωρία του ζωτικού χώρου όπου στο σπίτι η ηρωίδα ήταν ψυχρή με τον άντρα της και για να λευτερωθεί σεξουαλικά έπρεπε να πάει στο μπορντέλο ) και θεωρώ ότι θα μπορούσε να είναι κι αυτή μια τολμηρή, βαθιά κι αξιομνημόνευτη ταινία, αν δεν προηγείτο το χυδαίο (με την έννοια της εμπορικής προκλητικότητας) πρώτο μέρος.
ΥΓ. Εγώ, μπορεί να είμαι εργοκεντρικός, όμως η ταινία κι ο Λαρς Φον Τρίερ κι οι ακόλουθοι του κι οι οπαδοί του δεν μπορούν να διεκδικούν την εργοκεντρικότητα όπου τους συμφέρει, όταν ο ίδιος είναι κατασκευασμένο πρόσωπο των Φεστιβάλ και της εκεί μπίζνας και στο όλο έργο του συμπεριφέρεται ως auteur μα ξαφνικά, ζητεί να τον δούμε ως έργο κι όχι ως πρόσωπο.
(δεν υπάρχει λόγος για "αξιολόγηση", το υπόλοιπο πρόγραμμα των νέων ταινιών της εβδομάδας είναι για τα μπάζα)...
Το άγριο, αλλά ποιητικό ταξίδι, όπως το αφηγείται η διαγνωσμένη νυμφομανής Τζο, από τη γέννηση της μέχρι σήμερα, σε ηλικία 50 ετών. Ένα κρύο βράδυ του χειμώνα, ο γοητευτικός εργένης Σέλιγκμαν, βρίσκει τη Τζο χτυπημένη σ’ ένα σοκάκι. Τη μεταφέρει στο διαμέρισμα του, όπου τη φροντίζει και τη ρωτάει για τη ζωή της. Την ακούει με βαθιά προσήλωση καθώς η πολύπλευρη και χειμαρρώδης ζωή της ξετυλίγεται σε 8 κεφάλαια.
Nymphomaniac: Vol. I (2013) Δείτε online
Nymphomaniac: Vol. II (2013) Δείτε online