Μια φορά, σε κάποιο χωριό του τόπου μας, ήτανε μια γυναίκα αλανιάρα, που είχε βρωμίσει ούλο το χωριό με τα τερτίπια της. Όμως καθώς λέει ο λαός: «Να ’χα πουτάνας ρίζικό, να ’χα πουτάνας τύχη», ότι και να έκανε η τύχη της μια μέρα άνοιξε μ’ ένα καλό παιδί, χωριατόπαιδο νοικοκυρόπαιδο, που την αγάπησε πολύ και θέλησε να την κάμει γυναίκα του. Αφού τα φτιάξανε και τα βρήκανε μεταξύ τους, κανονίσανε να κάνουνε τον γάμο με τρικούβερτο γλέντι και ταβούλια. Η μάνα του όμως, ψάχνοντας και κουβεντιάζοντας με γνωστούς από το χωρίο της νύφης, έμαθε ότι η μέλλουσα νύφη της δεν ήταν παρθένα και αυτό δεν άρεσε καθόλου στην οικογένεια του γαμπρού και η γκρίνια πήγαινε και εχότανε καθημερινά.
-Τι της ζήλεψες παιδάκι μου; Αυτή την περπατημένη! Όμορφος είσαι, νέος είσαι νοικοκύρης είσαι τι άλλο θέλεις; Του τσιριμόνιαζε τ’ αυτιά η μάνα του.
-Τήρα να την παρατήκεις και να βρεις μια καλή τσουπούλα, ας είναι και φτωχειά. Ευτούνη δεν είναι για το κονάκι μας, διώχτη να πάει στο διάβολο και άκου εδώ: «Το μοναστήρι να ’ναι καλά κι’ από καλογέρους βρίσκουμε»! Του έλεγε και ο πατέρας του.
Ο γιος της, όμως δεν έκανε πίσω με τίποτα, λες και είχε φάει το μαγιοβότανο, απάνου κατ’ απάνου, σώνει και καλά, να την παντρευτεί. Και τι να κάνουν, οι δικοί του; Θα ντροπιαστούνε στο χωριό με την παρθενιά της νύφης, διότι την άλλη μέρα από το μυστήριο να βγάλουνε το ματωμένο σεντόνι το πρωί στην βεράντα τους.
Αφού είδε και απόειδε η μάνα του ότι δεν κάνει πίσω ο γιος της, δυο- τρείς μέρες πριν τον γάμο, έστειλε το μικρότερο παιδί της να φέρει από το κτήμα τρία- τέσσερα κοκόρια, τάχατις για να τα φάνε στο στρώσιμο του κρεβατιού, την Πέμπτη το βράδυ. Το παιδί, πήγε τα έδεσε από τα πόδια, τα κρέμασε στα κολιτσάκια του γαϊδάρου και τα έφερε στο σπίτι. Η πονηρή η μάνα του έσφαξε τους τρεις μεγαλύτερους για το τραπέζι του στρωσίματος του κρεβατιού και τον τέταρτο τον έβαλε στο κατώι μέσα σε μια καπονέρα. Επειδή ο κόκορας, δεν στεκότανε μιας και είχε μάθει στην ελευθερία, χοροπήδαγε και έκανε φασαρία, τότε η παμπόνηρη γριά του φόρεσε μια κάλτσα στο κεφάλι για να μην βλέπει να μην λαλεί και να καθίσει ήσυχα μην τον πάρουν χαμπάρι οι γείτονες. Εν τω μεταξύ τα βράδια του έβγαζε την κάλτσα και του έδινε νερό και φαγητό. Την Κυριακή, το πρωί μετά την Θεία Λειτουργία, έγινε το μυστήριο του γάμου και το γλέντι κράτησε μέχρι αργά το βράδυ. Αργά τα μεσάνυχτα όταν αποσύρθηκε η νύφη με τον γαμπρό για να πάνε στον οντά τους ο γαμπρός ανακάλυψε ότι η νύφη δεν ήτανε παρθένα. Και τώρα τι να κάνει. Βγήκε από τον όντα και όξω περίμενε η μάνα του.
-Τι έγινε παιδάκι μου είχαμε αίματα;
-Τι αίματα μωρέ μάνα; Αυτή είναι μαθημένη μαστόρισσα.
-Στα λεγα, αλλά εσύ έκανες του κεφαλιού σου. Τρούπωσε πάλι μέσα ρε αχαΐρευτε και περίμενε.
Ο γαμπρός, μπήκε πάλι στον οντά του και περίμενε, ενώ η νύφη είχε πέσει ξερή για ύπνο. Εν τω μεταξύ, η γριά κατέβηκε στο κατώι για να σφάξει τον κόκορα και με το αίμα του να λερώσουνε το σεντόνι της νύφης, για να ξεπλύνουνε την ντροπή, αλλά για κακή της τύχη ο κόκορας ήτανε ψόφιος μάλλον από το πρωί γιατί είχε παγώσει. Με τις δουλειές, που μπλέξανε, τον είχανε τρουπώσει κάτου από μια καπονέρα και του είχανε βάλει και το σκαλτσούνι στο κεφάλι και φαίνεται να έσκασε.
Τώρα η μαύρη δεν ήξερε τι να κάμει, θα έτρωγε την ντροπή κατάμουτρα. Ανέβηκε πάλι στον οντά και χτύπησε την πόρτα και βγήκε πάλι ο γαμπρός, πάλι αναστατωμένος.
-Τι έγινε μάνα, έκανες τίποτα;
-Τι να κάμω ρε παιδάκι μου; Του πήρε ο διάβολος το λειρί, σήμερα βρήκε να ψοφήσει ο αναθεματισμένος;
-Και τώρα μάνα τι κάνουμε;
-Η άλλη τι κάνει μέσα;
-Κοιμάται του καλού καιρού.
-Τότε περίμενε με εδώ, κάτι θα βρω να κάνουμε. Μπες μέσα στον οντά σου και πάρε σιγά- σιγά το άσπρο σεντόνι της νύφης που έχει στρώσει στο κρεβάτι και φέρτο μου εδώ. Τήρα μη σε πάρει χαμπάρι κουρούνη, καήκαμε!
Μπαίνει μέσα στο δωματιό του, ο αχαΐρευτος και μετά από λίγο βγαίνει κρατώντας το σεντόνι άτσαλα διπλωμένο στην αγκαλιά του. Η γριά, το μαζεύει όπως κι όπως και του το δίνει.
-Άκου παιδάκι μου, απόψε το έχει η μοίρα μας, να ξεφτιλιστούμε. Και για να μην πάθουμε τέτοιο ρεζιλίκι και φρίξει το χωριό, πρέπει κάτι να κάνουμε.
-Τι να κάνουμε μάνα;
-Λοιπόν πάρε το σεντόνι στα χέρια σου, κλείσε τα φωτερά σου και ότι κι αν συμβεί μην βγάλεις κακομοίρη μου άχνα, γιατί καήκαμε!. Τ’ άκουσες καλά; Κλείσε το στόμα σου και θα ιδείς πως βρίσκουνε την παρθενιά!
Εκείνος, πήρε το σεντόνι αγκαλιά, έκλεισε τα μάτια του και περίμενε. Η γριά, που το έλεγε η περδικούλα της, χωρίς καθυστέρηση, του γυρίζει μια δυνατή μπουνιά στην μύτη του. Εκείνη, μπούριξε αίματα, και αμέσως βουτάει το σεντόνι και του το βάζει στα μούτρα. Ευτούνος, έβγαλε ένα βαθιό ώχ!, αλλά κρατήθηκε όσο μπορούσε για να μην ακουστεί. Το σεντόνι έγινε κατακόκκινο από τα αίματα. Η γριά, του το κράτησε για αρκετή ώρα στην μύτη του, μέχρι να σταματήσει η αιμορραγία, και όταν σταμάτησε, του είπε να νιφτεί και να πάει να τρουπώσει πάλενες στο κρεβάτι του και να μην βγάλει τσιμουδιά. Η δόλια γριά, πήρε το σεντόνι και το έβγαλε στο μπαλκόνι της για να το ιδεί η γειτονιά.
Η νύφη, το πρωί που ξύπνησε, όταν είδε το σεντόνι απλωμένο στα ξυλοκάγκελα, τα έχασε. Γύρισε τότε στον άνδρα της και του λέει:
Μάνα του γαμπρού, ,επιδεικνύει περήφανη το σεντόνι-τρόπαιο
με νωπά ακόμα τα ίχνη από την "τιμή" της νύφης
-Τήρα και καμάρωνε αντρούλη μου! Η παρθενιά μου, που τόσα χρόνια φύλαγα για τούτη τη μέρα, όξω στο μπαλκόνι στραβώνει τα μάτια της γειτονιάς μας! Καμάρωνε, καμάρωνε, για τι γυναίκα πήρες!!!
-Μωρή μπαγαμπόντισσα, άμα δεν ήτανε η μάνα μου και αν δεν μπούριζε η μύτη μου, παρθενιά σου, δεν έβλεπε όχι μόνον το σόι, αλλά ούτε και το χωριό μου!
Ηλίας Τουτούνης