Ο πρώτος κατασκευαστής του διαχρονικά λατρεμένου καθημερινού παντελονιού! Με το που ακούστηκαν φωναχτά οι λέξεις «χρυσός στην Καλιφόρνια», εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανοί, Μεξικανοί, Ευρωπαίοι και Ασιάτες μετακόμισαν μαζικά στα βόρεια της πολιτείας ψάχνοντας φλέβες χρυσού.
Ήταν η φρενήρης περίοδος της Άγριας Δύσης, με την ελπίδα του εύκολου πλουτισμού να γεννά μια ολόκληρη εποχή δίνοντας ζωή σε πόλεις και χωριά που δεν υπήρχαν πριν στον χάρτη: η πολίχνη του Σαν Φρανσίσκο, για παράδειγμα, είδε περισσότερους από 300.000 ανθρώπους να μετακομίζουν εντός της, γινόμενη σύντομα αντίπαλος ζηλευτός σε δύναμη και πλούτο της Νέας Υόρκης!
Η ανακάλυψη του καλιφορνέζικου χρυσού το 1848 πυροδότησε λοιπόν το λυσσαλέο κυνήγι του, τους χρυσοθήρες, τους πιστολέρο αλλά και έναν ακόμα αμερικανικό μύθο: τα Levi’s!
Γερμανός μετανάστης στη Νέα Υόρκη και εβραϊκής καταγωγής, ο πάμφτωχος Λιβάι έμελλε να ράψει τα πρώτα ανθεκτικά παντελόνια από καραβόπανο για τις καθημερινές ανάγκες των χρυσοθήρων, γεννώντας όχι μόνο άλλον έναν αμερικανικό θρύλο, αλλά και το βολικότατο παντελόνι που άλλαξε το πρόσωπο της πρακτικής καθημερινής ένδυσης.
Κι αν πολλοί χρυσοθήρες βρήκαν πράγματι το πολυπόθητο χρυσάφι και άλλοι τόσοι έφυγαν με τα χέρια αδειανά, όλοι είχαν πια το τζιν του Λιβάι να τους συντροφεύει στην καθημερινή τους οδύσσεια. Κι έτσι σύντομα το μικρό ραφτάδικο του Σαν Φρανσίσκο θα μετατρεπόταν σε αυτοκρατορία, με τη Levi Strauss να εγκαινιάζει πράγματι το μπλουτζίν στον δυτικό κόσμο και να το κάνει προσιτό στις πλατιές μάζες.
Κι όλα αυτά από το όραμα ενός μετανάστη, που προσπάθησε κι αυτός με τη σειρά του να εκμεταλλευτεί τον πυρετό του χρυσού και να πλουτίσει παρέχοντας συμπληρωματικές υπηρεσίες στα κοπάδια των χρυσοθήρων.
Ο Λεμπ Στράους γεννιέται στις 26 Φεβρουαρίου 1829 σε κωμόπολη της Βαυαρίας, μέσα σε πολυπληθή οικογένεια που μαστιζόταν από τη φτώχεια και την ανέχεια. Εβραϊκής καταγωγής, τόσο οι γονείς όσο και τα 5 παιδιά έγιναν στόχοι θρησκευτικών διαφορών και διακρίσεων, με τους περιορισμούς που τέθηκαν στη ζωή τους από το βασίλειο να κάνουν την καθημερινότητα αφόρητη.
Μέσα στο ήδη ζοφερό αυτό πλαίσιο, η οικογένεια χάνει τον πατέρα από φυματίωση όταν ο Λεμπ ήταν μόλις 6 ετών, μην έχοντας πια τρόπο επιβίωσης. Αφού πέρασαν άλλα δύο χρόνια προκλήσεων και δυσκολιών, η μητέρα πήρε τον Λεμπ και τις δύο αδελφές του παραμάσχαλα και μετανάστευσαν στον Νέο Κόσμο, μια αχανή χώρα που υποσχόταν θρησκευτική ελευθερία και ευκαιρίες για επιβίωση. Τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια της οικογένειας εξάλλου είχαν ήδη εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη, προσπαθώντας να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα.
Καταφτάνοντας οι μετανάστες στη Νέα Υόρκη, ενώθηκαν με τα δύο παιδιά, τα οποία είχαν ήδη ιδρύσει μια επιχείρηση χονδρεμπορίου, στην οποία εντάχθηκε αμέσως ο οχτάχρονος Λεμπ, που σύντομα θα άλλαζε το γερμανικό όνομά του στο «αμερικάνικο» Λιβάι Στρος…
Ο καλιφορνέζικος Πυρετός του Χρυσού χτύπησε το 1848-1849, αναγκάζοντας έτσι χιλιάδες ανθρώπους να μετακομίσουν δυτικά ψάχνοντας την καλή. Ο φτωχός Λιβάι, μην έχοντας τίποτα να χάσει, ακολούθησε το κοπάδι των εσωτερικών μεταναστών για την Άγρια Δύση, αν και αυτός δεν έψαχνε για χρυσό. Ήθελε αντιθέτως να παρέχει συνοδευτικές υπηρεσίες στις ορδές των χρυσοθήρων, με το επιχειρηματικό του δαιμόνιο να κάνει έτσι τις πρώτες του εκδηλώσεις.
Αφού περιδιάβηκε τις πόλεις των χρυσοθήρων που ξεφύτρωναν πια σαν μανιτάρια, εγκαταστάθηκε στις αρχές του 1853 στο Σαν Φρανσίσκο. Εκεί άνοιξε παράρτημα της οικογενειακής επιχείρησης χονδρεμπορίου αποζητώντας να παρέχει στους ταξιδιώτες και τους κατοίκους αγαθά για την κάλυψη των νέων αναγκών τους. Οι δουλειές πήγαιναν καλά και σύντομα άνοιξε παραρτήματα σε όλη την πόλη, προμηθεύοντας την ντόπια αγορά και τους μαγαζάτορες με υφάσματα, μηχανήματα και άλλα αγαθά, πάντοτε σε χονδρική. Το καραβόπανο έφευγε μάλιστα σαν τρελό για τα αντίσκηνα που έστηναν οι χρυσωρύχοι στο ύπαιθρο αλλά και ως σκέπασμα για τα βαγονέτα των ορυχείων.
Έχοντας ήδη υποστεί την προκατάληψη και τις θρησκευτικές διώξεις στο πετσί του, ο Λιβάι δίνει από την πρώτη στιγμή σχεδόν πολλά σε αγαθοεργίες στην τοπική κοινότητα, που πλέον άκμαζε και αυξανόταν διαρκώς, λαμβάνοντας ειδική μέριμνα για τα ορφανά της πόλης, κάτι σχεδόν ανήκουστο για την ιστορία της Άγριας Δύσης! Οι δουλειές εξάλλου πήγαιναν καλά και μπορούσε έτσι να διαθέσει ποσά για φιλανθρωπικούς σκοπούς…
Ο όρος «τζιν» έλκει την καταγωγή του από την Τζένοα και τους ναύτες που ταξίδευαν εκεί. Η ιταλική πόλη ήταν περίφημη για τα βελούδα, τα κοτλέ και τα βαμβακερά της υφάσματα εδώ και τουλάχιστον 3 αιώνες πριν από τη γέννηση του Λιβάι, αλλά και τα καραβόπανα φυσικά που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί για την προστασία των αγαθών πάνω στο κατάστρωμα.
Είναι λοιπόν από το χαρακτηριστικό μπλε χρώμα των καραβόπανων της Τζένοα, το γαλλικό «bleau de Genes», που προήλθε ο αγγλικός όρος «bluejeans», που αργότερα κουτσουρεύτηκε στο απλό «jeans». Ταυτοχρόνως, από τη γαλλική πόλη της Νιμ και το ανθεκτικό ύφασμα που κατασκευαζόταν εκεί, ένα είδος βαμβακερού καραβόπανου, προερχόταν ο όρος «de Nimes», που έγινε στις ΗΠΑ «denim», συνώνυμο δηλαδή του τζιν.
Ασφαλώς και όλα αυτά ανήκουν στην προϊστορία του μπλε καραβόπανου, που μπορεί να ήταν ήδη γνωστό στην Ευρώπη από την εποχή του Κολόμβου ακόμα (λέγεται συχνά ότι τα πανιά των καραβέλων του εξερευνητή που έφτασε στον Νέο Κόσμο το 1492 ήταν καμωμένα από τζιν ύφασμα) και να είχε συναντήσει μπόλικες χρήσεις, κανείς όμως δεν είχε σκεφτεί να το μετατρέψει σε ανθρώπινο ένδυμα.
Ήταν λοιπόν στα 1872 που η ιδέα σφηνώθηκε στον Στρος όταν ένας πελάτης στο χονδρεμπορικό του, ο ράφτης από τη Νεβάδα, Τζέικομπ Ντέιβις, του ζήτησε τη βοήθειά του: ο Ντέιβις, που προμηθευόταν καραβόπανο από τον Λιβάι, είχε αναπτύξει μια τεχνική για να κάνει το παντελόνι ανθεκτικότερο, χρησιμοποιώντας μεταλλικά πριτσίνια (κόπιτσες) στις τσέπες. Τα παντελόνια του αψηφούσαν έτσι τη φθορά, καθώς οι τσέπες δεν σκίζονταν πλέον!
Ανήμπορος όμως να καλύψει το κόστος της ακριβότερης φυσικά παραγωγής τους, ζήτησε από τον Λιβάι να τον βοηθήσει στην επιχειρηματική του ιδέα αλλά και να πληρώσει την αμοιβή ώστε να κατοχυρώσει την πατέντα του μοναδικού αυτού σχεδιασμού, μοιραζόμενοι τα κέρδη από την εμπορική εκμετάλλευσή της. Συνεργάτες πια, οι Στρος και Ντέιβις κατοχύρωσαν πράγματι την πατέντα την επόμενη χρονιά, με τον Λιβάι να νιώθει ενθουσιασμένος από την κίνηση: έψαχνε εδώ και καιρό ένα ανθεκτικότερο παντελόνι για τις κακουχίες των χρυσοθήρων στα ποτάμια και τα ορυχεία, που να αντέχει δηλαδή στη σκληρή δουλειά της Άγριας Δύσης. Το πρώτο μπλουτζίν με μεταλλικές κόπιτσες κυκλοφόρησε το 1873 και έγινε αμέσως ανάρπαστο!
Το παντελόνι εργασίας όμως του Ντέιβις, κατασκευασμένο από το καραβόπανο που του προμήθευε ο Στρος, ήταν βαρύ και άκαμπτο, καθόλου κατάλληλο για ανθρώπινη χρήση. Οι χρυσοθήρες παραπονούνταν εξάλλου για ερεθισμούς που προκαλούσαν τα μπλουτζίν των δύο συνεργατών, μια λύση λοιπόν έπρεπε να βρεθεί. Αυτή τη φορά ήταν ο Λιβάι που κατέληξε στη χρυσή τομή: αντικατέστησε έτσι το καραβόπανο με το γαλλικό βαμβακερό από τη Νιμ, διαγώνιας μάλιστα ύφανσης, το οποίο ονομαζόταν στη Γαλλία «Serge de Nimes», «de Nimes» αρχικά στην Αμερική πριν κοπεί στο «denim» (ντένιμ, δίμιτο στα ελληνικά). Ταυτοχρόνως, ο Λιβάι έβαψε το μέχρι τότε μπεζ τζιν του με μπλε βαφή για να κρυφτούν οι αντιαισθητικές ραφές και να λερώνεται λιγότερο, γεννώντας έτσι έναν θρύλο του ρουχισμού που έμελλε να γράψει τη δική του Ιστορία!
Το νέο τζινάκι του Λιβάι κυκλοφόρησε το 1874 με τον κωδικό «501»! Όσο για τη χαρακτηριστική δερμάτινη ετικέτα που απεικονίζει δύο άλογα να τραβούν ένα τζιν, προστέθηκε στο πίσω μέρος του παντελονιού το 1886 και έγινε έκτοτε σταθερά στα τζιν της Levis Strauss & Co, της χονδρεμπορικής φίρμας που είχε ιδρύσει ο Λιβάι το 1853 και σύντομα έμελλε να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη νέα επιχειρηματική περιπέτεια.
Ο Στρος έραβε τα πρώτα του τζιν προσλαμβάνοντας μοδίστρες που τα παρασκεύαζαν στα σπίτια τους. Όταν όμως η αγορά έδειξε τις προοπτικές της, ο Λιβάι ίδρυσε μια μικρή βιοτεχνία στο Σαν Φρανσίσκο για τη μαζικότερη παραγωγή τους. Η Levi’s θα έκανε τελικά τον ιδιοκτήτη της εκατομμυριούχο στα χρόνια που θα έρχονταν, καθώς τα σκληροτράχηλα παντελόνια αποδεικνύονταν στην πράξη πολύ σκληρά για να σκιστούν.
Το 1875 ο Λιβάι επέκτεινε την επιχείρησή του και εξασφάλισε έτσι το μέλλον της Levis Strauss & Co. Μια δωδεκάδα τζιν του Λιβάι πωλούνταν έναντι 13 δολαρίων…
Παρά το γεγονός ότι παρέμεινε ενεργός στην εταιρία του μέχρι το τέλος σχεδόν, ο Λιβάι άρχισε να δίνει από νωρίς ολοένα και πιο αυξημένες αρμοδιότητες στον ανιψιό του, Τζέικομπ Στερν, τον γιο της αδερφής του, στο σπίτι της οποίας ζούσε εξάλλου όλα αυτά τα χρόνια.
Ταυτοχρόνως, συνέχισε πάντα να είναι εξαιρετικά γενναιόδωρος σε όσους είχαν ανάγκη, δωρίζοντας μεγάλα ποσά σε αγαθοεργίες τόσο στην τοπική κοινότητα όσο και στην Αμερική γενικότερα. Μέχρι και 28 υποτροφίες για το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια έφτασε να χρηματοδοτεί κάθε χρόνο ο Λιβάι, με πολλές μάλιστα εξ αυτών να λαμβάνουν χώρα πριν γίνει ένας ιδιαίτερα ευκατάστατος και αξιοσέβαστος αμερικανός πολίτης.
Ο Λιβάι Στρος έφυγε από τη ζωή στις 26 Σεπτεμβρίου 1902, σε ηλικία 73 ετών, στο σπίτι του στο Σαν Φρανσίσκο. Μετά τον θάνατό του, ο ανιψιός του ανέλαβε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Levis Strauss & Cο, την οποία έμελλε να φτάσει σε νέα ύψη. Τα θρυλικά μέχρι τότε παντελόνια εργασίας που άντεχαν πρωτοφανώς σε τόσες κακουχίες συνέχιζαν να κερδίζουν ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς, γινόμενα κάποια στιγμή παγκόσμια σταθερά, πριν μπουν στο παιχνίδι και νέοι παίκτες στις επόμενες δεκαετίες.
Κι ενώ μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το τζιν παρέμενε ρούχο εργασίας, στη δεκαετία του ’50 έμελλε να γίνει σύμβολο μιας νέας επανάστασης, αυτή τη φορά της εξέγερσης των ηθών και των επαναστατημένων νιάτων! Το τζινάκι ήταν πια το απόλυτο ρούχο του αντικομφορμισμού και εξαπλώθηκε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, κατάλληλο τώρα για κάθε περίσταση και κοινωνικό γεγονός.
Βέβαια η ιστορία του στη μόδα δεν τελειώνει εδώ, καθώς από τη δεκαετία του 1970 το ταπεινό τζιν άρχισε να εμφανίζεται στις πασαρέλες των μόδιστρων της Ευρώπης, με τον Ιβ Σεν Λοράν χαρακτηριστικά να το κάνει τώρα ένδυμα υψηλής ραπτικής.