Έφερε
στο μυαλό του την εικόνα του κοριτσιού που ήταν προσκολλημένο πάνω του
με μάτια γεμάτα εμπιστοσύνη και πίστη σ’ αυτόν, που πίστευε πως δεν την
άξιζε. Αντί να την βλέπει σαν το όμορφο δεκαεξάχρονο κορίτσι που ήταν
τώρα, τη θυμόταν ακόμη σαν ένα αθώο και ευάλωτο κοριτσάκι. Πάντοτε τη
θεωρούσε ενόχληση. Πάντα θα χρειαζόταν να κάνει babysitting για την
αδελφή του ή να την αφήσει με το αυτοκίνητο σε κάποιο φιλικό σπίτι. Οι
ευθύνες για το μεγάλωμά της τον συνέθλιβαν. Μερικές φορές την μισούσε
γι’ αυτό, για το ότι του είχε γίνει βάρος. Είχε τη δική του ζωή, είχε
τον εαυτό του να σκεφτεί, όταν αυτή ήρθε
στο σπίτι από το μαιευτήριο τυλιγμένη σε μια ροζ κουβέρτα, με τα
μικροσκοπικά της ποδαράκια να προεξέχουν. Είχε τη δική του δεκαεξάχρονη
ζωή και μια μικρότερη αδελφή ήταν ένας αστάθμητος παράγοντας, που δεν
ήθελε να συνυπολογίσει.
Ωστόσο, εκείνο το βράδυ άλλαξε τα πάντα…
«Ανέβασε την ένταση» κάποιος φώναξε γελώντας, και ο οικοδεσπότης ανταποκρίθηκε άμεσα. Ήταν το πάρτυ γενεθλίων ενός φίλου. Έκλεινε τα δεκαέξι του χρόνια. Όλοι χόρευαν, έτρωγαν ή φλυαρούσαν. Μια εορταστική διάθεση πλανιόταν στον αέρα. Κλείνοντας τα δεκάξι ήταν ένα μεγάλο ορόσημο και όλοι οι φίλοι είχαν συγκεντρωθεί για να γιορτάσουν με χαρά εκείνη την ημέρα που σηματοδοτούσε την ανάπτυξη και την ωριμότητα ενός νεαρού εφήβου. Ήταν ένα πάρτυ που όλοι είχαν ανάγκη, για να ξεφύγουν για λίγο από τη μονότονη ρουτίνα του σχολείου. Όλοι ήθελαν να αποφορτιστούν, να αποτινάξουν από πάνω τους το άγχος των προηγούμενων μηνών. Οι εξετάσεις είχαν τελειώσει και ήταν η τέλεια ευκαιρία να ξεδώσουν. Ο ενθουσιασμός ήταν μεταδοτικός και εξαπλωνόταν γρήγορα, σαν πυρκαγιά που εξαπλώνεται με τον αέρα.
Εκείνη
χόρευε μέσα στο πλήθος. Μπορούσε να αισθανθεί την δυνατή, ξεσηκωτική
μουσική να κυλά μέσα από το δέρμα της, να διαποτίζει κάθε εκατοστό του
κορμιού της και να ζεσταίνει την καρδιά της. Ένιωσε το ρυθμό της
μουσικής να την διαπερνά και ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά της. Η μουσική
κυλούσε στις φλέβες της και τα φώτα ήταν σχεδόν υπνωτιστικά. Η
αδρεναλίνη ξεχύθηκε στο αίμα της και ένιωσε πραγματικά ευτυχισμένη,
ξεχνώντας τις τελευταίες δυσάρεστες εβδομάδες εξαιτίας των συνεχών
καυγάδων με τον κηδεμόνα - αδελφό της. Συνέχισε να χορεύει με τους
φίλους της ευτυχισμένη, κάνοντας αστεία, φωνάζοντας πάνω από την
εκκωφαντική μουσική για να την ακούσουν. Δικαιολογήθηκε για μια στιγμή
και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο, στον επάνω όροφο. Το φως στο διάδρομο
που οδηγούσε από τις σκάλες στο μπάνιο ήταν πολύ λίγο.
Ξαφνικά,
από το πουθενά, δυνατά χέρια τυλίχθηκαν γύρω της. Χαχάνισε, νομίζοντας
πως ήταν ο αδελφός της που της έκανε πλάκα και στριφογύρισε
παιχνιδιάρικα προσπαθώντας να ξεφύγει, αλλά τα χέρια την έσφιξαν
δυσάρεστα και τότε κατάλαβε ότι δεν ήταν αυτός που νόμιζε. Πήδηξε μακριά
φοβισμένη. Μια δυνατή μυρωδιά αναδυόταν από τα ρούχα του άνδρα, την
κοφτή ανάσα του και το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό του. Αλκοόλ. Το αίμα
της πάγωσε και προσπάθησε να τρέξει μακριά. Αυτό τον εξόργισε. Όρμησε
πάνω της, σέρνοντάς την πίσω, καθώς εκείνη χτυπούσε στον αέρα τα χέρια
της με απόγνωση.
Ούρλιαζε,
αλλά η μουσική ήταν πολύ δυνατά για να μπορέσει ο οποιοσδήποτε να την
ακούσει. Ο μεθυσμένος την έσυρε μέσα στο σκοτεινό μπάνιο. Ούρλιαξε και
πάλι. Της έκλεισε το στόμα με το ένα του χέρι, ενώ με το άλλο την
κρατούσε, τραβώντας την. Τώρα ήταν
η μόνη της ελπίδα. Εξαιτίας του αλκοόλ δεν είχε καλή ισορροπία κι αυτό
της έδινε πλεονέκτημα. Κινήθηκε προς τα πίσω και με μια αστραπιαία
κίνηση πήδηξε επάνω συνθλίβοντας τη μύτη του με το πίσω μέρος του
κεφαλιού της και στη συνέχεια προσγειώθηκε στα πόδια του. Αυτό πόνεσε.
Τρέκλισε προς τα πίσω ζαλισμένος. Ήταν η στιγμή που περίμενε. Έτρεξε
κατευθείαν έξω στο πάρτυ κι εκείνος την ακολούθησε επιφυλακτικά.
Όρμησε λαχανιασμένη στην αγκαλιά του αδελφού της, ρίχνοντας φοβισμένες ματιές προς το διάδρομο. Παρατηρώντας την έκφρασή της, ζήτησε να μάθει τι συμβαίνει. Καθώς του εξηγούσε ακατάπαυστα και με όλες τις λεπτομέρειες, έβλεπε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του να σκληραίνουν. Κάρφωσε τον άνδρα με το βλέμμα του, ανατριχιάζοντας στη σκέψη του τι θα μπορούσε να είχε συμβεί στην αδελφή του, αν εκείνη δεν είχε προλάβει να του ξεφύγει.
Το
φως χτύπησε το πρόσωπο του άνδρα και η ανάσα και των δύο κόπηκε, καθώς
τον αναγνώρισαν. Ένας παλιός φίλος. Ένας ξεχασμένος φίλος. Ένα άτομο που
ο ίδιος είχε ξεκόψει προ πολλού, εξαιτίας των καταστροφικών συνηθειών
του. Τώρα φαινόταν ξεκάθαρα πως είχε γίνει αλκοολικός και ενδεχομένως
και κάτι χειρότερο. Ο κόσμος γύρω τους άρχισε να συνειδητοποιεί ότι κάτι
δεν πήγαινε καλά, βλέποντας τους δύο άνδρες να στέκονται ο ένας
απέναντι από τον άλλον, παρά το γεγονός ότι δεν μπορούσαν να ακούσουν
τίποτα από όσα συνέβαιναν, εξαιτίας του μπάσου που κατέπνιγε κάθε άλλον
ήχο. Η ένταση στη γλώσσα του σώματος και οι σφιγμένες γροθιές έκαναν τον
καυγά να φαίνεται αναπόφευκτος και η ένταση της μουσικής μειώθηκε
αμέσως. Έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός, μετά ένα άλλο και η αγωνία
κορυφώθηκε όταν ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον μεθυσμένο. Το κάθε βήμα
του φαινόταν αλλόκοτο, αφύσικο. Μια αίσθηση ανησυχίας εξαπλώθηκε στην
ομήγυρη και το αμήχανο γελάκι που είχε δραπετεύσει από μερικά χείλη
έσβησε αμέσως. Η πραγματικότητα προσγειώθηκε με μια δυνατή γροθιά στο
πρόσωπο του μεθυσμένου, καθώς όλοι κρατούσαν την ανάσα τους. Η
ατμόσφαιρα πάγωσε, όπως και τα πρόσωπα των παρευρισκομένων που κοιτούσαν
το συμβάν σοκαρισμένοι.
Ο
μεθυσμένος έπεσε στο πάτωμα βογκώντας από τον πόνο και ο αδελφός,
παραμερίζοντάς τον με το πόδι, πέρασε από πάνω του κρατώντας σφιχτά
δίπλα του την αδελφή του. Εκείνη άρχισε να κλαίει. Προσπάθησε να την
παρηγορήσει, αλλά τα νεύρα του ήταν τεντωμένα σε οριακό σημείο. Κάλεσε
την αστυνομία, η οποία ανέκρινε εκείνον, την αδελφή του και όσους
παρευρίσκονταν στο πάρτυ. Κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να
κρατήσει τη φωνή του υπό έλεγχο. Αφού οι τυπικές διαδικασίες
ολοκληρώθηκαν και ο μεθυσμένος συνελήφθη, ο νεαρός άνδρας και η αδελφή
του άφησαν πίσω τους τα συντρίμμια ενός πάρτυ και ανέβηκαν στη μηχανή
του για να γυρίσουν σπίτι...
Καθώς
οδηγούσε, συνειδητοποίησε ότι τελικά την αγαπούσε και ότι θα έκανε τα
πάντα για να την προστατεύσει, θα θυσίαζε οτιδήποτε για να την κρατήσει
ασφαλή. Απόρησε με τον εαυτό του για το πώς ένα σχεδόν καταστροφικό
γεγονός μπόρεσε να του ξυπνήσει συναισθήματα των οποίων την ύπαρξη
αγνοούσε ολοκληρωτικά. Μετάνιωσε βαθιά όταν σκέφτηκε πόσο λίγες φορές
εκτίμησε την αδελφή που είχε. Ορκίστηκε να της λέει πιο συχνά ότι την
αγαπούσε. Υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι θα της αφιερώνει περισσότερο
χρόνο. Όλα αυτά τα πρωτόγνωρα για εκείνον συναισθήματα αναμειγνύονταν
τώρα με οργή και μίσος για το τέρας που μπορεί να κρύβει μέσα του ένας
άνθρωπος. Συγκεντρώθηκε στο να μην ξαναχάσει την ψυχραιμία του.
Προσπάθησε να καταπνίξει το θυμό του και να επανακτήσει την
αυτοκυριαρχία του. Πολύ αργά… Δεν είδε τα λάδια στο δρόμο, οι ρόδες
ντελαπάρησαν και η μηχανή βγήκε εκτός ελέγχου. Τα φρένα αχρηστεύτηκαν,
ενώ εκείνος κατέβαλε όλες τις σωματικές του δυνάμεις προσπαθώντας να
κρατήσει τη μηχανή σε μια ισορροπία.
Σε
εκείνα τα λίγα τελευταία χαοτικά δευτερόλεπτα, ο χρόνος έμοιαζε να
παγώνει. Αναλογίστηκε χιλιάδες πράγματα μέσα σε μια στιγμή. Μεταξύ άλλων
και την ιδέα του θανάτου. Θυμήθηκε πόσες φορές είχε διαβάσει για το πώς
οι εικόνες του παρελθόντος περνούν διαδοχικά από τα μάτια των ανθρώπων
που έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο. Νόμιζε ότι πρόκειται για
στερεότυπο, τώρα όμως ήξερε. Οι εικόνες δεν έρχονταν απρόθυμα, οι
αναμνήσεις δεν τον πονούσαν. Αντίθετα, τις αναζητούσε. Ήθελε να
ανακαλέσει στη μνήμη του όλες τις στιγμές που ήταν υγιής και ζωντανός.
Ήθελε να σταματήσει το χρόνο στην πρώτη φορά που αντίκρυσε την αδελφή
του στην αγκαλιά της μητέρας τους, τυλιγμένη με την μικρή μωρουδιακή
κουβέρτα. Ή τότε που έπρεπε να την αφήσει στο εμπορικό κέντρο για να
συναντηθεί με την παρέα της. Ήθελε να βρει το χρόνο για να της πει ότι
την αγαπούσε. Ένιωθε ότι είχε ήδη σπαταλήσει αρκετό, με την άτεγκτη και
ασυγκίνητη στάση του. Ήξερε ότι εκείνη άξιζε περισσότερα από όσα είχε
πάρει και μετάνιωνε χίλιες φορές για αυτό. Καθώς και για το ότι δεν ήταν
συγκεντρωμένος στο δρόμο. Η συνειδητοποίηση του ότι θα έφταναν ασφαλείς
στο σπίτι αν εκείνος είχε εστιάσει την προσοχή του στο δρόμο και δεν
είχε αφήσει τα συναισθήματά του να τον παρασύρουν, έσπασε την καρδιά του
σε χιλιάδες κομματάκια.
Χρειαζόταν
περισσότερο χρόνο, αλλά τα λίγα τελευταία δευτερόλεπτα στα οποία
απεγνωσμένα προσπαθούσε να γαντζωθεί ξέφυγαν βίαια από τα χέρια του
καθώς εκσφενδονίστηκαν και οι δύο από τη μηχανή τη στιγμή που ο
μπροστινός τροχός χτύπησε στο πεζοδρόμιο. Προσέκρουσαν στο έδαφος.
Χτύπησε στο κεφάλι και αυτομάτως ένιωσε τις αισθήσεις του να τον
εγκαταλείπουν, αλλά πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις για να κρατήσει τα
μάτια του ανοικτά και έψαξε για τη φωνή του. Ήθελε να ουρλιάξει «Σ’
ΑΓΑΠΩ» και να βεβαιωθεί ότι ήταν καλά… αλλά η στιγμή είχε περάσει.
_
γράφει η Βασιλική Δραγούνη