Χτενίζω τον ήλιο μέσα απ’ τα μάτια σου
με κείνο το βλέμμα αποθυμιάς που κληρονόμησα
στην αποκαθήλωση της νύχτας.
Στις άδειες προθήκες των αναμνήσεών σου
παρατάσσω τα αρώματα της νιότης μας.
Κάποτε βάζαμε φωτιά σ’ ένα δεμάτι ενοχές
για να ερμηνεύσουμε την ασέλγεια του δειλινού,
γαζώναμε τις ρωγμές της καθημερινότητας
με το γνέμα των ακυβέρνητων υπερβολών μας,
κρύβαμε ελαττώματα στης ξεγνοιασιάς τα στρώματα.
Τώρα δαγκώνουμε τα κρίνα και τα γιασεμιά
μήπως και ματώσει η ατσαλένια ραθυμία μας.
Σε ψυχρά μεταλλικά πλαίσια μαντρώνουμε
τους αποστάτες της λήθης.
Από διαβάτες της ζωής γίναμε αμήχανοι ακροβάτες
στα μπόσικα σχοινιά της ελπίδας.
Μην κατηγορείς τα τσαλακωμένα σου χέρια
που δεν μπορείς να αγκαλιάζεις.
Ένοχη είναι η ξεκούρδιστη καρδιά
που έπαψε να χτυπά στο ρυθμό της αγάπης.
Κάθε ανεξιχνίαστη σιωπή είναι κι ένας μικρός εμφύλιος
στη συναισθηματική συνέργειά μας.
Με το θνησιγενές σου γέλιο
ξύσε τη σκουριά απ’ τα πνευμόνια,
για ν’ ανασάνει το όνειρό μας.
Είχαμε ορκιστεί μαζί πως θα γεράσουμε,
αλλά ξεχάσαμε μαζί να ζούμε τι σημαίνει.
Ας γίνει τούτο το φεγγάρι το αποψινό μας χάπι
κι έλα να μεθύσουμε με τα ξεθυμασμένα μας φιλιά,
στον παλιό φωνόγραφο να γράψουμε καινούριες υποσχέσεις.
Έπαινος στους ΚΘ΄ Πανελλήνιους Ποιητικούς Αγώνες Δελφών Π.Ε.Λ.-2014