Είναι γεγονός ότι οι νεκρικές αντιλήψεις και οι ταφικές συνήθειες ενός λαού προσφέρουν ένα εξαιρετικά πρόσφορο πεδίο για τη μελέτη της «βιο-κοσμοθεωρίας» του. Συνηθίζεται μάλιστα το γεγονός του θανάτου να συνδέεται με μια χωροταξική διαίρεση του Κοσμικού σύμπαντος σε Απάνω (επίγειο) Κόσμο των ζωντανών και σε Κάτω (υπόγειο) Κόσμο, όπου είναι η ζοφερή περιοχή των νεκρών ψυχών και η «επικράτεια του Χάρου». Έτσι λοιπόν και ο ελληνικός λαός φαντάζεται τον Άδη σαν έναν απέραντο υπόγειο Χώρο μέσα βαθιά στη γη, κοινό τόπο όλων των νεκρών, δικαίων και αδίκων, αλλά χωρισμένο οριστικά και διακριτά σε χώρο δικαίων και σε χώρο αμαρτωλών, όπως δηλαδή πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες τουλάχιστον από την κλασική εποχή και ύστερα, οι Εβραίοι της Π. Διαθήκης και όλοι σχεδόν οι λαοί της γης.
Ειδικότερα οι ιδέες και οι παραστάσεις της νεότερης λαογραφικής μας παράδοσης για τον Άδη, σαν κοινό τόπο διαβίωσης των νεκρών, είναι ανάλογες με αυτές των αρχαίων Ελλήνων, της Π. Διαθήκης, της Κ. Διαθήκης, της δογματικής διδασκαλίας των μεγάλων Πατέρων και των εκκλησιαστικών συγγραφέων, της υμνογραφίας της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας και της βυζαντινής αγιογραφίας, χωρίς βέβαια να εκλαμβάνονται κατά γράμμα αυτές οι τοπογραφικές ιδέες και περιγραφές του Άδη.
Ειδικότερα οι ιδέες και οι παραστάσεις της νεότερης λαογραφικής μας παράδοσης για τον Άδη, σαν κοινό τόπο διαβίωσης των νεκρών, είναι ανάλογες με αυτές των αρχαίων Ελλήνων, της Π. Διαθήκης, της Κ. Διαθήκης, της δογματικής διδασκαλίας των μεγάλων Πατέρων και των εκκλησιαστικών συγγραφέων, της υμνογραφίας της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας και της βυζαντινής αγιογραφίας, χωρίς βέβαια να εκλαμβάνονται κατά γράμμα αυτές οι τοπογραφικές ιδέες και περιγραφές του Άδη.
Συνεπώς, όπως σχεδόν σε όλες τις αρχαίες θρησκείες γίνεται λόγος για έναν κόσμο (σύμπαν) χωρισμένο σε τρία επίπεδα, δηλαδή στον κόσμο του ουρανού, της γης (ή της θάλασσας) και στον κάτω κόσμο του Άδη, έτσι και στην αρχαία ελληνική θρησκεία βλέπουμε ότι ακόμη και ο μέγιστος Δίας, «ο πατήρ θεών τε και ανθρώπων», μολονότι απέναντι στο σύνολο των άλλων θεών έχει την υπέρτατη εξουσία, εμφανίζεται στη σύνθεση μιας «ιερής Τριάδας (sic) μαζί με τον Ποσειδώνα και τον Άδη για να ορίσει τα κοσμικά πεδία».
Ο απέραντος ουρανός λοιπόν («ουρανός ευρύς») και το φως του επάνω κόσμου θα ανήκουν στο Δία, η θάλασσα («πολιής άλας») στον Ποσειδώνα, και ο Κάτω Κόσμος με το πυκνό σκοτάδι κληρώθηκε στον Άδη, ο οποίος έγινε έτσι βασιλιάς των νεκρών και μέγας κριτής των θνητών. Βέβαια και οι τρεις από κοινού θα ορίζουν την επιφάνεια της Γης και θα συνοικούν στον Όλυμπο. Ο Άδης όμως ζούσε χωριστά από τους άλλους θεούς και από τότε «υπό χθονί δώματα ναίει νηλεές ήτορ έχων».Ποιος είναι όμως ο Άδης;
ΑΔΗΣ (Ο ΘΕΟΣ ΠΛΟΥΤΩΝ)
Ο Άδης ή Αϊδης ή Αϊδωνεύς ή Αις ή Αΐδας (δωρική διάλεκτος), γιος του Κρόνου και της Ρέας, αδελφός του Δία, του Ποσειδώνα και της Ήρας, δεν ήταν παλιός θεός της προ-ελληνικής λατρείας, αλλά «γνήσιο επικό κατασκεύασμα της αριστοκρατικής κοινωνίας των πρωτογεωμετρικών χρόνων, με σκοπό να απορροφήσει πλήθος τοπικών χθονίων θεοτήτων ή δαιμόνων του Κάτω Κόσμου και φυσικά να υποκαταστήσει στο υποχθόνιο βασίλειο τον "γαιάοχο" Ποσειδώνα και τον "καταχθόνιο" Δία, τους οποίους οι ίδιοι οι μυθοπλάστες ύψωσαν σε ουράνιες θεότητες». Πάντως, στα ομηρικά έπη εμφανίζεται μία θεότητα, ο Άδης ο τρομερός, τον οποίο φοβούνται και απεχθάνονται θεοί και άνθρωποι και επίσης ένα βασίλειο για τη διαμονή των νεκρών ψυχών καθορισμένο τοπογραφικά και μορφολογικά, στο οποίο βασιλεύει αυτός και η επίσης φοβερή σύζυγός του Περσεφόνη.
Παρόλα αυτά, ο Άδης, αντίθετα με τους άλλους ολύμπιους θεούς, δεν μνημονεύεται πολύ συχνά από τη μυθολογία. Ελάχιστες φορές παρουσιάζεται να βγαίνει από το σκοτεινό βασίλειό του, είτε για να απαγάγει την Περσεφόνη, μετά από εντολή του Δία, είτε για να θεραπευθεί από τον Παιώνα στον Όλυμπο, μετά τον τραυματισμό του από τον Ηρακλή. Κατά τη θεομαχία επίσης εμφανίζεται να αναπηδά από το θρόνο του φωνάζοντας, επειδή φοβάται μήπως ανοίξει η γη και έρθει στο φως το βασίλειό του, φρικτό, μουχλιασμένο, βδέλυγμα των θεών.
Τα ομηρικά επίθετα για τον Άδη εκφράζουν την αγριότητα, τη φρίκη και τον τρόμο που εμπνέει ο υποχθόνιος αυτός θεός: «Ίφθιμος», «Κρατερός», «Στυγερός», «Αμείλιχος» και «Αδάμαστος». Με την ομηρική αυτή ιδιότητα του φοβερού βασιλιά των νεκρών, ο υποχθόνιος θεός Άδης, θα διατηρηθεί και από τους μεταγενέστερους ποιητές, όπως φαίνεται από τα κοινά επίθετα που χρησιμοποιούν.
Οι άνθρωποι έτρεμαν τον Άδη τόσο πολύ, ώστε του αφιέρωναν και επιτάφια επιγράμματα, σπάνια όμως με το όνομα Άδης, αλλά με τα παλιά προσωνύμια του θεού, όπως Άναξ κρατερός, Πολυδέγμων ή Πολυδέκτης ή Αΐδης πολυσημάντωρ (που προστάζει πολλούς), καθώς και Άδμητος (αδάμαστος) και Νηλεύς (άσπλαχνος). Επειδή τα άλογα του Άδη, με τα οποία αρπάζει κάθε άνθρωπο, όπως άρπαξε την Κόρη στο Νύσιον πεδίον, ήταν θεϊκά και μοναδικά στον κόσμο για τη γρηγοράδα και την ευφυΐα τους, στον Όμηρο χαρακτηρίζεται επίσης Αΐδης κλυτόπωλος. Υπήρχαν βέβαια και τοπικά ονόματα για το θεό του Κάτω Κόσμου, όπως Ζευς ο καταχθόνιος. Οι Ορφικοί τον θεωρούσαν ως άλλη «διάσταση» του Διόνυσου και ως ευεργετικό θεό και τον αποκαλούσαν Ζαγρέα (μεγάλος κυνηγός που πετυχαίνει πάντοτε τη «λεία του»).
Ο πρωταρχικός αυτός τύπος του φοβερού Άδη δεν έμεινε βέβαια αμετάβλητος σε όλη την αρχαιότητα, αφού μεταγενέστερα θα μεταμορφωθεί και από «αμείλιχτος» και «στυγερός» θα μετατραπεί σε θεό ευεργετικό, τον οποίο επικαλούνται οι άνθρωποι να τους χαρίζει άφθονα τα αγαθά της γης (ο Άδης ως Πλούτων), αλλά να τους δώσει ακόμη και καλές συμβουλές (κατ' ευφημισμό Εύβουλος ή Ευβουλεύς, δηλαδή αυτός που δίνει καλές συμβουλές ή Κλύμενος, δηλαδή ο ένδοξος, ο ξακουστός ή Αγησίλαος, δηλαδή αυτός που συγκεντρώνει τους ανθρώπους στο βασίλειό του).
Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημάνουμε και την άλλη όψη, τη θετική και ευεργετική των χθονίων θεοτήτων (ακόμη και του Άδη), διότι, όπως αναφέρει και ο W. Burktert, «ο φόβος του κακού είναι η μία μόνο πλευρά των χθονίων». Το γεγονός και μόνο ότι ο σχετικός μύθος ταυτίζει την Κόρη με την «πάρεδρο» του Άδη και την παρουσιάζει να μοιράζει τη φροντίδα της τόσο στον κόσμο των νεκρών όσο και στη βλάστηση των καρπών της γης, είναι αρκετό για να καταλάβουμε ότι οι χθόνιες θεότητες είχαν εξελιχθεί σε θεότητες της ευφορίας.
Όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη ενότητα, αφ' ότου υπάρχει γεωργία, είναι φυσικό η τροφή και επομένως η ζωή να αναπτύσσεται από τα βάθη της Γης.
Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημάνουμε και την άλλη όψη, τη θετική και ευεργετική των χθονίων θεοτήτων (ακόμη και του Άδη), διότι, όπως αναφέρει και ο W. Burktert, «ο φόβος του κακού είναι η μία μόνο πλευρά των χθονίων». Το γεγονός και μόνο ότι ο σχετικός μύθος ταυτίζει την Κόρη με την «πάρεδρο» του Άδη και την παρουσιάζει να μοιράζει τη φροντίδα της τόσο στον κόσμο των νεκρών όσο και στη βλάστηση των καρπών της γης, είναι αρκετό για να καταλάβουμε ότι οι χθόνιες θεότητες είχαν εξελιχθεί σε θεότητες της ευφορίας.
Όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη ενότητα, αφ' ότου υπάρχει γεωργία, είναι φυσικό η τροφή και επομένως η ζωή να αναπτύσσεται από τα βάθη της Γης.
Έτσι, η βασική γεωργική πηγή των σιτηρών θα οδηγήσει στη βεβαιότητα ότι «τα δημητριακά έρχονται από τους νεκρούς». Μάλιστα ακόμη και ο Άδης δεν είναι μόνο θεός που προκαλεί απόγνωση, τρόμο και φρίκη. Έχοντας το βασίλειό του μέσα στη Γη, η οποία παράγει τους δημητριακούς καρπούς, θεωρείται συγχρόνως και θεός της γεωργικής αφθονίας και γι' αυτό μετονομάζεται και Πλούτων, δηλαδή ένα παράγωγο της λέξης «πλούτος». Με τη δεύτερη αυτή ιδιότητά του, ο Άδης ως Πλούτωνας, είναι θεός ευεργετικός, καθώς είναι κάτοχος και χορηγός όλου του πλούτου της γης, ακόμη και των μετάλλων, προπάντων όμως είναι ο φύλακας και ο δωρητής του πλούτου των δημητριακών, γι' αυτό και συνδέεται με τη θεά Δήμητρα, με την ευνοϊκή διάθεση και τη βοήθεια της οποίας, παράγεται η καλή σοδιά.
Η συσχέτιση του Πλούτωνα με την ευφορία της γης συμπεραίνεται κυρίως από το κυρίαρχο σύμβολό του, το κέρας της Αμαλθείας. Μάλιστα σε μεγάλο ανάγλυφο της Ελευσίνας (περίπου 450-430 π.Χ.) είναι χαρακτηριστική η παράσταση του Πλούτου, ο οποίος παρουσιάζεται ως μικρό παιδί ανάμεσα στη Δήμητρα και την Περσεφόνη. Επίσης, όπως αναφέρει ο Π. Παχής, σε θραύσμα από αμφορέα της περιοχής των Λοκρών της Κ. Ιταλίας (530-520 π.Χ.), στο οποίο διακρίνονται οι μορφές της Δήμητρας, της Αθηνάς, του Ηρακλή και του Τριπτόλεμου, ο οποίος μάλιστα παριστάνεται να κρατά στο χέρι του σιτηρά, απεικονίζεται δίπλα σ' αυτές τις μορφές γενειοφόρος άνδρας με την επιγραφή Πλουτοδότας (sic). Και ο Ν. Παπαχατζής αναφέρει ότι ο θεός Πλούτωνας εμφανίζεται προς το τέλος των πρωτογεωμετρικών χρόνων, για να αντικαταστήσει τον «Δία καταχθόνιο» και ότι η ίδια αντίληψη για την ταύτιση των δύο αυτών μορφών συναντάται συχνά και στα κλασικά χρόνια.
Η στενή αυτή σχέση των δύο θεών γίνεται ακόμη πιο κατανοητή, αν λάβουμε υπόψη μας τη γνωστή προσευχή που απευθύνει ο ευσεβής γεωργός στη Δήμητρα και στο χθόνιο Δία, πριν την έναρξη της σποράς και του οργώματος του αγρού του.
Για τον τρόπο λατρείας του Άδη και των άλλων χθόνιων θεών έχουμε πολύ λίγες πληροφορίες. Οι αρχαίοι ποιητές γενικότερα αναφέρουν ότι οι άνθρωποι, όταν ήθελαν να επικαλεστούν τους νεκρούς ή τις χθόνιες θεότητες έπεφταν στο έδαφος και χτυπούσαν με την παλάμη ή τις γροθιές τους τη γη, για να τους εισακούσουν και να τους απαλλάξουν από τα βάσανα της ζωής ή να συμβάλλουν στην ευφορία της γης (ανακάλημα ή «ανακαλείν»). Βέβαια τέτοιες επικλήσεις προς τους νεκρούς ή τους χθόνιους θεούς από τον 5ο Π.Χ. αιώνα και μετά θα αλλάξουν νόημα και σκοπό και θα αποβλέπουν στην κατάρα και γενικά στη βλάβη των εχθρών. Έτσι, στη θέση της προφορικής επίκλησης των θεών εμφανίστηκε η γραπτή μαγική πράξη των καταδέσεων επάνω σε «πλάκες μολύβδου».
Ο ΑΔΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ
Καταρχάς αξίζει να τονίσουμε ότι η ομηρική Νέκυια (ραψωδία λ) και η Δευτερονέκυια (ραψωδία ω, 1-204), όπως επίσης η ονειρική εμφάνιση του νεκρού Πάτροκλου στον φίλο του Αχιλλέα (ραψωδία Ψ), καθορίζουν γενικότερα τις μεταθανάτιες αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων για τις ψυχές των νεκρών και τον τόπο διαμονής τους.
Ο Όμηρος λοιπόν αναφέρει ότι οι ψυχές, μετά το χωρισμό τους απ' το σώμα, πηγαίνουν σαν είδωλα νεκρών «στα δώματα του Άδη», τον οποίο ονομάζει Αΐδη, δηλαδή Αόρατο. Η έννοια του αόρατου ήταν αυτονόητη για τους αρχαίους Έλληνες, διότι η ετυμολογία της λέξης Αΐδης προέρχεται από το στερητικό (α) και το (ιδείν). Αυτή η ετυμολογία φαίνεται ότι έχει τύχει καθολικής αποδοχής, ενώ παράλληλα αναφέρονται και άλλες ετυμολογίες της λέξης. Ο Όμηρος, μεταξύ άλλων ονομάτων, τον αποκαλεί «άναξ ενέρων» ή «ενέροισιν ανάσσων», ενώ ο Αισχύλος τον ονομάζει «βασιλέα ενέρων».
Με τον Άδη, ως αόρατο θεό, φυσικό ήταν να συνδεθεί ο πριν απ' αυτόν γνωστός μαγικός σκούφος που είχε την ιδιότητα να κάνει αόρατο όχι μόνο τον Άδη, αλλά και κάθε άλλο θεό ή ήρωα ή άνθρωπο που θα τον φορούσε. Αυτόν το σκούφο ο Όμηρος τον ονομάζει «Άϊδος κυνέην» (περικεφαλαία από δέρμα σκύλου), επειδή υπήρχε η αντίληψη ότι μ' αυτήν κάλυπτε το κεφάλι του ο Άδης όταν ήθελε να κρυφτεί για να εκπληρώσει τον «άχαρο ρόλο του». Μάλιστα φορώντας την «κυνέην», δώρο από τους Κύκλωπες, ο Άδης βοήθησε στη νίκη των θεών κατά των Τιτάνων. Τον ίδιο σκούφο βέβαια φορά και η θεά Αθηνά όταν θέλει να βοηθήσει το Διομήδη, χωρίς να γίνει αντιληπτή απ' το θεό Άρη, αλλά και ο Περσέας, όταν επιχειρούσε τον αποκεφαλισμό της Μέδουσας, καθώς και ο θεός Ερμής κατά την Γιγαντομαχία . Στα ιστορικά χρόνια οι άνθρωποι φαντάζονταν την «Άϊδος κύνην» σαν σύννεφο που μπορούσε να περιβάλει θεό ή ήρωα και να τον κάνει αόρατο.
Ο Όμηρος λοιπόν αναφέρει ότι οι ψυχές, μετά το χωρισμό τους απ' το σώμα, πηγαίνουν σαν είδωλα νεκρών «στα δώματα του Άδη», τον οποίο ονομάζει Αΐδη, δηλαδή Αόρατο. Η έννοια του αόρατου ήταν αυτονόητη για τους αρχαίους Έλληνες, διότι η ετυμολογία της λέξης Αΐδης προέρχεται από το στερητικό (α) και το (ιδείν). Αυτή η ετυμολογία φαίνεται ότι έχει τύχει καθολικής αποδοχής, ενώ παράλληλα αναφέρονται και άλλες ετυμολογίες της λέξης. Ο Όμηρος, μεταξύ άλλων ονομάτων, τον αποκαλεί «άναξ ενέρων» ή «ενέροισιν ανάσσων», ενώ ο Αισχύλος τον ονομάζει «βασιλέα ενέρων».
Με τον Άδη, ως αόρατο θεό, φυσικό ήταν να συνδεθεί ο πριν απ' αυτόν γνωστός μαγικός σκούφος που είχε την ιδιότητα να κάνει αόρατο όχι μόνο τον Άδη, αλλά και κάθε άλλο θεό ή ήρωα ή άνθρωπο που θα τον φορούσε. Αυτόν το σκούφο ο Όμηρος τον ονομάζει «Άϊδος κυνέην» (περικεφαλαία από δέρμα σκύλου), επειδή υπήρχε η αντίληψη ότι μ' αυτήν κάλυπτε το κεφάλι του ο Άδης όταν ήθελε να κρυφτεί για να εκπληρώσει τον «άχαρο ρόλο του». Μάλιστα φορώντας την «κυνέην», δώρο από τους Κύκλωπες, ο Άδης βοήθησε στη νίκη των θεών κατά των Τιτάνων. Τον ίδιο σκούφο βέβαια φορά και η θεά Αθηνά όταν θέλει να βοηθήσει το Διομήδη, χωρίς να γίνει αντιληπτή απ' το θεό Άρη, αλλά και ο Περσέας, όταν επιχειρούσε τον αποκεφαλισμό της Μέδουσας, καθώς και ο θεός Ερμής κατά την Γιγαντομαχία . Στα ιστορικά χρόνια οι άνθρωποι φαντάζονταν την «Άϊδος κύνην» σαν σύννεφο που μπορούσε να περιβάλει θεό ή ήρωα και να τον κάνει αόρατο.
Επειδή θεωρούσαν τον Άδη ανεξιλέωτο και «κρυερό» θεό, πολλοί πίστευαν πως δεν είχε ναούς και βωμούς και πως δεν λατρευόταν πουθενά, διότι ήταν «αμείλιχος ηδ' αδάμαστος». Από τα πρώιμα ιστορικά χρόνια και όταν οι φοβεροί χθόνιοι θεοί άρχισαν να γίνονται «στρεπτοί» και «μειλίχιοι», σε αρκετά μέρη θεώρησαν ότι και ο καταχθόνιος Άδης ο «στυγερός» και «θεός έχθιστος απάντων», θα μπορούσε με τη λατρεία και τις προσφορές να εξευμενιστεί. Έτσι άρχισε να λατρεύεται σε ελάχιστες βέβαια περιοχές, όπως π.χ. στη Νύσσα, στην Οπούντα, στην Τροιζήνα και ιδιαίτερα στην Πύλο της Ηλείας (Ήλιδα), με τελετές που γίνονταν μόνο κατά τη διάρκεια της νύκτας ή μέσα σε σκοτεινό χώρο.
Ο Παυσανίας εντυπωσιασμένος αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Ήλιδας είναι οι μόνοι σ' ολόκληρο τον κόσμο που τιμούν τον Άδη, όπου μάλιστα υπήρχε «ιερός του Άϊδου περίβολός τε και ναός», στο βωμό του οποίου πρόσφεραν ταύρους και μαύρα κριάρια. Άλλωστε, όπως αναφέραμε και παραπάνω, στους ουράνιους θεούς θυσιάζονταν άσπρα βόδια ή αρνιά, ενώ στους υποχθόνιους μαύρα. Πάντως με το όνομα Άδης, ο βασιλιάς του Κάτω Κόσμου, μαζί με τη Δήμητρα και την Περσεφόνη, λατρευόταν και στο βουνό Μίνθη της Τριφυλίας (σύνορα Ηλείας, Αρκαδίας και Μεσσηνίας).
Ο Παυσανίας εντυπωσιασμένος αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Ήλιδας είναι οι μόνοι σ' ολόκληρο τον κόσμο που τιμούν τον Άδη, όπου μάλιστα υπήρχε «ιερός του Άϊδου περίβολός τε και ναός», στο βωμό του οποίου πρόσφεραν ταύρους και μαύρα κριάρια. Άλλωστε, όπως αναφέραμε και παραπάνω, στους ουράνιους θεούς θυσιάζονταν άσπρα βόδια ή αρνιά, ενώ στους υποχθόνιους μαύρα. Πάντως με το όνομα Άδης, ο βασιλιάς του Κάτω Κόσμου, μαζί με τη Δήμητρα και την Περσεφόνη, λατρευόταν και στο βουνό Μίνθη της Τριφυλίας (σύνορα Ηλείας, Αρκαδίας και Μεσσηνίας).
Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι το ιερό δέντρο του Άδη ήταν η «αίγειρος» (πανύψηλη λεύκη) και η κυπάρισσος, το γνωστό κυπαρίσσι που «διακοσμεί» συμβολικά και τα σημερινά νεκροταφεία. Ως ιερό φυτό έχει το πολύτριχο και ως ιερό άνθος το νάρκισσο, ενώ ο ηδύοσμος (δυόσμος) και ο ασφόδελος ήταν τα ιερά φυτά της βασίλισσας του Κάτω Κόσμου. Τέλος, το φίδι, το «ιερότερο» ζώο των νεκρών, αποτελεί στις εικονογραφικές παραστάσεις το βασικότερο σύμβολο της λατρείας των χθόνιων «δυνάμεων». Άλλωστε ήταν γενική η πίστη των αρχαίων Ελλήνων ότι ο νεκρός μπορεί να εμφανιστεί με τη μορφή φιδιού και να τρομοκρατήσει τους ζωντανούς, όπως και το φίδι προξενεί μεγάλο φόβο στον άνθρωπο, καθώς εμφανίζεται αιφνίδια, «για να γλείψει τα υπολείμματα των σπονδών, και εξαφανίζεται γρήγορα στη φωλιά του».
Πλούτωνας και Περσεφόνη
Όπως προαναφέραμε, στενά συνδεμένη με τον Άδη-Αϊδωνέα ή Άδη- Πλούτωνα είναι η θυγατέρα της θεάς Δήμητρας, η Κόρη, η οποία έχει το δικό της, αινιγματικό όνομα της προ-ελληνικής βασίλισσας του Κάτω Κόσμου, της «επαινής» Περσεφόνης ή Φερσεφόνης ή Φερσέφασσας ή Φερέφαττας ή Πηριφόνειας.
Για το όνομα της Περσεφόνης και κυρίως για τον γνωστό μύθο της αρπαγής ή του «γάμου» της «Κόρης» των νεκρών ή «Κόρης» της Δήμητρας με τον θεό Πλούτωνα (Άδης) δόθηκαν διάφορες ερμηνείες. Ο W. Burktert επισημαίνει ότι από τους πρώτους που ερμήνευσαν το μύθο της «Αρπαγής» ή «Καθόδου της Κόρης» στον Κάτω Κόσμο με βάση την αγροτική συνήθεια της αποθήκευσης των σιτηρών σε υπόγειες αποθήκες επί τέσσερις μήνες μετά τη συγκομιδή τους και λαμβάνοντας υπόψη το μεσογειακό κλίμα της Ελλάδας ήταν ο Cornfort και ο Μ. Nilsson. Πράγματι ο Μ. Nilsson διαπίστωσε ότι κατά το μεσοδιάστημα των τεσσάρων αυτών θερινών μηνών, λόγω καύσωνα, παύει κάθε βλάστηση και αναπαραγωγή και «νεκρώνεται» κάθε είδος ζωής.
Οι άνθρωποι, λοιπόν, ερμηνεύοντας το σχετικό μύθο, πίστευαν ότι όσον καιρό η Περσεφόνη παραμένει στον Κάτω Κόσμο και η Δήμητρα θρηνεί και οδύρεται για την «Κόρη» της, επικρατεί αντιστροφή της κανονικής ζωής, διότι νεκρώνεται τι φύση και διακόπτεται η παραγωγή των σιτηρών. Συγχρόνως, η σπορά των σιτηρών τον Οκτώβριο και η εμφάνιση της νέας βλάστησης της φύσης, μετά τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές, συνδυάστηκαν με την επιστροφή («άνοδο της Κόρης») στον Επάνω Κόσμο και τον εξευμενισμό της Μητέρας Δήμητρας, της θεάς των δημητριακών, η οποία από τη χαρά της για την επιστροφή της «Κόρης» της, θα επιτρέψει τον κανονικό ρυθμό της φύσης και θα συμβάλλει στη βελτίωση των μεθόδων καλλιέργειας των σιτηρών και συγχρόνως στη βελτίωση των συνθηκών ζωής των ανθρώπων, θεσμοθετώντας τη λατρεία της στην Ελευσίνα.
Μάλιστα ο Μ. Nilsson επισημαίνει ότι «οι δύο διαφορετικές όψεις της Κόρης, οι σχετικές με τη ζωή και το θάνατο, δηλαδή της θυγατέρας της Δήμητρας και της συζύγου του Πλούτωνα (Περσεφόνη), αποτελούσαν πηγή θρησκευτικού πλούτου για τα Ελευσίνια Μυστήρια». Κατά συνέπεια, η «Κόρη του σίτου», μετά από τέσσερις μήνες, «ανεβαίνει» στον Επάνω Κόσμο, για να συναντηθεί και να παραμείνει (για τους επόμενους οκτώ μήνες) μαζί με τη «Μητέρα των σιτηρών», ενώ συγχρόνως η αποθηκευμένη συγκομιδή της προηγούμενης σοδιάς θα βγει από τις υπόγειες σιταποθήκες, για να σπαρθεί, ώστε να παραχθεί η καινούργια σοδιά. Έτσι «η βλάστηση του νέου σιταριού θα γίνει το σύμβολο της αιωνιότητας της ζωής».
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα δεδομένα της αρχαιοελληνικής μυθολογίας, ο Άδης συγκατοικεί με τη σύζυγό του Περσεφόνη, την «Κόρη» της Δήμητρας, σε αόρατο θρόνο ενός ανακτόρου με τεράστια «Πύλη», την οποία θα διαβούν όλοι οι θνητοί, χωρίς όμως να μπορούν επιστρέψουν στην εδώ ζωή.
Περιστοιχίζεται από τους μόνιμους συνοδούς του: τις Κήρες, μαύρες θεότητες και πνεύματα του θανάτου και της εκδίκησης, τις Μοίρες τις φονικές, οι οποίες θανατώνουν τους ανθρώπους και στέλνουν τις ψυχές τους στον Ερμή, για να τις οδηγήσει μέχρι την «Πύλη» του σκοτεινού βασιλείου του, τη Νέμεση, η οποία εκδικείται τους αδικημένους, την Άτη, τη θεά της βλάβης και της παραπλάνησης, τις Άρπυιες, αρπακτικές θεότητες, και τις Ερινύες, τις ανελέητες θεότητες της κατάρας και της εκδίκησης, δηλαδή τις θυγατέρες της Νύχτας, τις οποίες έστελνε στον κόσμο η σύζυγός του Περσεφόνη. Επίσης, ο Άδης, εκπροσωπούνταν και από τις άλλες υποχθόνιες θεότητες: Τριπτόλεμο, Γη χθονία, Εκάτη, Αφροδίτη, Μεαινίδα, Δήμητρα Μέλαινα, Δήμητρα Ερινύν, Ήρα Μειλιχία, Σεμέλη, Ευρυδίκη.
Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτη είναι η λατρεία της χθόνιας Εκάτης, η οποία ήταν η κύρια πηγή και δημιουργός όλων των φαντασμάτων και την οποία περιέβαλλαν ένα άγριο συνονθύλευμα από αλλόκοτα καταχθόνια φαντάσματα, όπως η Γοργώ, η Μορμώ, η Δάμια, η Βαυβώ, η Γελλώ ή η Έμπουσα. Η χθόνια θεότητα Εκάτη συγχέεται συχνά με την Περσεφόνη και γι' αυτό θεωρείται ως βασίλισσα στον Άδη, να μοιράζεται το θρόνο του Πλούτωνα.
Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτη είναι η λατρεία της χθόνιας Εκάτης, η οποία ήταν η κύρια πηγή και δημιουργός όλων των φαντασμάτων και την οποία περιέβαλλαν ένα άγριο συνονθύλευμα από αλλόκοτα καταχθόνια φαντάσματα, όπως η Γοργώ, η Μορμώ, η Δάμια, η Βαυβώ, η Γελλώ ή η Έμπουσα. Η χθόνια θεότητα Εκάτη συγχέεται συχνά με την Περσεφόνη και γι' αυτό θεωρείται ως βασίλισσα στον Άδη, να μοιράζεται το θρόνο του Πλούτωνα.
Σαν σκληρός τιμωρός και κριτής των αδίκων, ο Άδης, είχε το άχαρο έργο να καταγράφει σε βιβλίο τις ανθρώπινες πράξεις. Γι' αυτό, όπως η μυθολογία έτσι και η τέχνη, δεν ασχολήθηκαν πολύ με τη σκιαγράφηση του προσώπου του, παρά μόνο τον παρίσταναν συνήθως καθισμένο επάνω σε θρόνο, φτερωτό, με μακριά μαύρα μαλλιά ριγμένα στο μέτωπό του. Τα λιγοστά αγάλματά του τον παράσταιναν σκυθρωπό, να κρατεί στο ένα χέρι το σκήπτρο του και στο άλλο τα κλειδιά του Κάτω Κόσμου, με τον τρομερό Κέρβερο μονοκέφαλο (ή πολυκέφαλο) συχνότερα τρικέφαλο, δίπλα στο θρόνο και στα πόδια του να φρουρεί τις ψυχές και να μην αφήνει να δραπετεύσουν από τον Άδη. Βέβαια, όπως προαναφέρθηκε, ο Άδης ως Πλούτωνας πολύ συχνά εικονίζεται στο πλευρό της Περσεφόνης κρατώντας στο χέρι το «κέρας της αφθονίας».
Πολλές φορές ταυτίζεται ή εναλλάσσεται με τον Θάνατο και σχετίζεται με το Διόνυσο ήδη από την εποχή του Ηράκλειτου, όπως φαίνεται από ανάγλυφες παραστάσεις σε τάφους και αγγεία.
Για τον Άδη, ως τόπο διαμονής των νεκρών, η επικρατέστερη αντίληψη είναι αυτή της Ιλιάδας, η οποία τον τοποθετεί στα βάθη της γης, σε τόπο καλυπτόμενο από πυκνό σκοτάδι. Η άλλη παράλληλη παράδοση, η οποία διασώθηκε στην Οδύσσεια, τον τοποθετεί πέρα από τον Ωκεανό, στο τέρμα της δύσης, στη χώρα των μυθικών Κιμμερίων, σ' έναν τόπο άγονο και θλιβερό, με το «λιβάδι των ασφόδελων» και με το δάσος της Περσεφόνης γεμάτο από ψηλές λεύκες («αιγείρους»), όπου όλα τα τυλίγει η συννεφιά και η ομίχλη και βασιλεύει αιώνια νύχτα. Προσπερνώντας το ζήτημα των ομηρικών αντιφάσεων, αξίζει να επισημάνουμε ότι από τις δύο παραπάνω παραδόσεις η επικρατέστερη και δημοφιλέστερη είναι η παράδοση της Ιλιάδας.
Πάντως και στις δύο ομηρικές παραδόσεις ο Κάτω Κόσμος οριοθετείται από τον Επάνω από φοβερούς ποταμούς, τα ονόματα των οποίων συμβολίζουν τις θλίψεις και τους στεναγμούς που δοκιμάζουν οι ψυχές στον Άδη. Στον Όμηρο, λοιπόν, μνημονεύονται ο Αχέροντας ποταμός (ποτάμι του «άχους», δηλαδή της στενοχώριας και της θλίψης), στον οποίο χύνονται ο Κωκυτός (ποταμός των «κλαυθμών» και των θρηνητικών κραυγών), ο Πυριφλεγέθοντας («πύρινο ποτάμι») και η πηγή του Κάτω Κόσμου, η Στυξ, με το «μαύρο νερό» (ποτάμι του «μίσους», στύγω= μισώ), δηλαδή η φοβερή κόρη του Ωκεανού, που, κατά τον Ησίοδο, προκαλεί τρόμο ακόμη και στους αθάνατους θεούς γι' αυτό και την επικαλούνται, όταν ορκίζονται.
Αναλυτικότερη και από την ομηρική περιγραφή των ποταμών του Κάτω Κόσμου, έχουμε και στον Πλάτωνα (Φαίδων 112e 113c), όπου κατονομάζονται τέσσερα μεγάλα ρεύματα: Ο Ωκεανός, ο Αχέροντας, ο Πυριρλεγέθοντας και ο Κωκυτός. Στους ποταμούς αυτούς αργότερα προστέθηκε και ο ποταμός της Λήθης (ή της λησμονιάς), που τα νερά του έφερναν τη λησμονιά του Επάνω Κόσμου. Στη θέση του Αχέροντα ποταμού, απ' την κλασική εποχή και μετά, εμφανίζεται η Αχερουσία λίμνη, στη μία όχθη της οποίας ο πορθμέας Χάροντας παραλάμβανε από τον ψυχοπομπό Ερμή τους νεκρούς που έφταναν στον Άδη είτε ένας ένας είτε πολλοί μαζί, για να τους μεταφέρει με πλοιάριο στην απέναντι όχθη της λίμνης, αντί ενός οβολού, τον οποίο έβαζαν στο στόμα ή στο χέρι του νεκρού οι συγγενείς κατά τον ενταφιασμό του. Τέλος ο Λουκιανός -πιθανότατα από δική του έμπνευση, διότι δεν μνημονεύεται σε άλλα αρχαία κείμενα- κάνει λόγο και για το Αχερούσιον πεδίον, στο οποίο μάλιστα παρουσιάζει να συνυπάρχουν διάφοροι νεκροί (ημίθεοι, ηρωίδες, βασιλιάδες, ζητιάνοι και δούλοι).
Συμπερασματικά θα τονίσουμε ότι όλες αυτές οι παραστάσεις και οι περιγραφές για τον Άδη, ως θεό του Κάτω Κόσμου και ως τόπο διαμονής των νεκρών ψυχών, καθώς και οι ιδέες για τις ψυχές των νεκρών διαμορφώθηκαν από την ομηρική «θρησκεία» και διατηρήθηκαν σχεδόν αναλλοίωτες σε όλη την ελληνική αρχαιότητα. Βέβαια οι δοξασίες αυτές συμπληρώθηκαν κατά καιρούς και από άλλες παραδόσεις, όπως αυτές των ορφικών και των πυθαγορείων, με τις διδασκαλίες τους περί «αμοιβών και ποινών», καθώς και από τις λαϊκές διηγήσεις για «καθόδους» ή «καταβάσεις» στον Κάτω Κόσμο ζωντανών ηρώων ή και θεών, για τις οποίες αξίζει να κάνουμε μια σύντομη αναφορά.
Στις περισσότερες «μυθολογίες» των λαών και στις σχετικές δοξασίες για τον Κάτω Κόσμο, είναι κοινή η αντίληψη ότι η αλληλεπίδραση μεταξύ ζωντανών και νεκρών δεν παύει, αλλά απεναντίας υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ των κόσμων τους: οι νεκροί μπορούν, σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις, να γυρίζουν στη γη, αλλά και οι ζωντανοί μπορούν να επισκέπτονται τον άλλο κόσμο. «Η αντίληψη αυτή σταδιακά», όπως αναφέρει ο Στέλιος Λαμπάκης, «πήρε τη μορφή αυτοτελούς διήγησης, και έτσι από τέτοιες διηγήσεις προήλθαν οι αφηγήσεις ταξιδιών στον κόσμο των νεκρών».